Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Underground έντυπα






Έντυπα «Αντεργκράουντ», τμήμα πρώτο (Α – F)

Παρουσίαση διαφόρων underground εντύπων.


Με τον εν καιρώ εμπλουτισμό τους, στα τέσσαρα συνολικά τμήματα αυτής της παρουσίασης, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα έντυπα από τον αχανή ουρανό του «υπόγειου τύπου» των δεκαετιών 1960, 1970 και 1980.








«ACTUEL» («ΤΩΡΙΝΟ», 1967 - 1975) μηνιαίο  περιοδικό που ίδρυσε το 1967 στο Παρίσι ο Γιάννης Γεωργακαράκος (Jean «Karakos le Grec» Georgakarakos), αρχικά με μουσική, πρωτοποριακή τζαζ, θεματολογία ως «όργανο» της δισκογραφικής εταιρείας που είχε μαζί με τους Fernand Boruso  και Jean Luc Young («BYG Records», από τα αρχικά των επιθέτων των τριών ιδιοκτητών). 

Το μουσικό «Actuel» διοργάνωσε τον Οκτώβριο του 1969 το ομώνυμο μουσικό φεστιβάλ στην βελγική πόλη Amougies, στο οποία συμμετείχαν πολλά γνωστά ονόματα όχι μόνο της «free jazz» αλλά και του προοδευτικού ροκ, όπως Frank Zappa, Captain Beefheart, «Soft Machine», «Pink Floyd», «Ten Years After», Yes και «The Nice». 

Τον Μάϊο του 1970 το «Actuel» πέρασε στα χέρια του πρώην δημοσιογράφου της «L’ Express» Ζαν Φρανσουά Μπιζό (Jean - François Bizot, 1944  - 2007), που μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στις Η.Π.Α. γοητευμένος από την εκεί Αντικουλτούρα και τα  πολλά και εντυπωσιακά αντεργκράουντ έντυπα. Επί Μπιζό το «Actuel» έγινε το κορυφαίο γαλλικό αντεργκράουντ έντυπο με θεματογραφία που περιστρεφόταν γύρω από την κοινωνικοπολιτική κριτική, την αντικουλτούρα, το ροκ, την ψυχεδέλεια, την οικολογία και τα διάφορα ακανθώδη κοινωνικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός, τα ναρκωτικά ή η ομοφυλοφιλία, κατά μίμηση αντίστοιχων αντεργκράουντ εφημερίδων της Αγγλίας, όπως το «ΟΖ» ή το «ΙΤ», και σχεδιοϊστορίες γνωστών αντεργκράουντ δημιουργών, όπως του Marcel Gotlib, του Gilbert Shelton, της Aline Kominsky, του Robert Crumb, κ.ά. 

Το τελευταίο τεύχος του αντεργκράουντ «Actuel» εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1975, την στιγμή που για πρώτη φορά στην ιστορία του το περιοδικό είχε πετύχει πλεονασματικό ταμείο 900 δολλαρίων! Το 1979 κυκλοφόρησε ξανά, αυτή την φορά όμως ως έντυπο του συρμού αν και πρωτοποριακό στο ύφος των ρεπορτάζ του και στις συνοδεύουσες φωτογραφίες, γινόμενο προπομπός των γελοίων «life – style» περιοδικών που κατέκλυσαν τον εκδοτικό χώρο πριν καν περάσει μία δεκαετία. Αυτό το άλλο, υπηρετικό της κοινωνίας των μπιχλιμπιδιών, «Actuel», που στην μέγιστη ακμή του το 1981 έπιασε το τιράζ των 400.000 αντιτύπων, έκλεισε το 1994, όταν ο Μπιζό προχώρησε στην έκδοση του όμοιας κατεύθυνσης περιοδικού «Nova Μagazine».

Η ενδιαφέρουσα ιστορία του περιοδικού αποτυπώθηκε στο βιβλίο «Actuel, Les belles histoires» των εκδόσεων «de la Martiniere», στο οποίο παρουσιάζονται όλες οι μεταμορφώσεις του κατά την συνολικά 26χρονη εκδοτική διαδρομή του.



«AJOBLANCO» («ΑΣΠΡΟ ΣΚΟΡΔΟ», 1974 - 1999)

Αντεργκράουντ μηνιαίο περιοδικό της Καταλωνίας που ίδρυσαν στην Βαρκελώνη τον Οκτώβριο του 1974 ο 22χρονος τότε αναρχικός φοιτητής Πέπε Ρίμπας (José ή Pepe Ribas, 1951 - ), ο ηθοποιός δρόμου Τόνι Πούϊγ (Toni Puig) και ο Φερνάδο Μιρ (Fernando Mir), στον χώρο του ελευθεριακού κινήματος των λεγόμενων «Acratas» κατά τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο (ο ίδιος ήταν σοβαρά άρρωστος από τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς).

Στην εκδοτική ομάδα συμμετείχαν ακόμα οι Albert Abril, María José Ragué, Maria Dolls Nuria Amat, Santiago Soler Amigó, Juanjo Fernández, Jordi Alemany, Ramón Barnils, Federico Jiménez Losantos, οι συγγραφείς Λουϊς Ραθιονέρο (Luis Racionero, 1940 - , συγγραφέας το 1977 του βιβλίου «Filosofías del underground») και Quim Monzó, ο Cesc Serrat (ηθοποιός δρόμου), οι Karmele Marchante και Lidia Falcón (αγωνίστριες για τα δικαιώματα των γυναικών), οι φωτογράφοι Pep Rigol και Joan Fontcuberta, οι ποιητές José Solé Fortuny, Ana Castellar καΙ Tomás Nart, κ.ά.

Έχοντας διανύσει, με πολύ ενδιαφέρουσα και ευρεία ελευθεριακή, οικολογική και εναλλακτική θεματολογία, μία σχεδόν 6ετή διαδρομή στην καλύτερη φάση της οποίας (το έτος 1977) το τιράζ έπιασε τα 100.000 αντίτυπα, το «Ajoblanco» έκλεισε τον Ιούνιο του 1980, αφήνοντας πίσω του 56 τεύχη μεγέθους Α4 και 22 «παράλληλες» μονογραφίες και «ειδικές εκδόσεις». 

Ο Ρίμπας είχε φύγει από την Βαρκελώνη ήδη από το 1979, ωστόσο όταν επέστρεψε το 1987 (μετά από 5 χρόνια στη Μαδρίτη και 2 στο Λονδίνο) προχώρησε μαζί με τους Puig και Mir σε επανέκδοση του «Ajoblanco». Το νέο «Ajoblanco» που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1987 με εξαρχής αρίθμηση (τεύχος 1, κ.λ.π.), κάλυψε μία δύσκολη διαδρομή (κυρίως λόγω του κατά κανόνα χρεωστικού ταμείου και της χαύνωσης των περισσότερων νέων) μέχρι τον Δεκέμβριο του 1999, οπότε και έκλεισε οριστικά στο 124ο τεύχος του. Ο Ρίμπας εξέδωσε το 2007 το 590 σελίδων βιβλίο του «Los 70 a destajo. Ajoblanco y libertad», στο οποίο περιγράφει το χρονικό της πρώτης ηρωϊκής φάσης του περιοδικού, την δεκαετία του 1970.



«AKWESASNE NOTES»
(«ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΟΥΕΣΑΣΝΕ», 1968 - 1997)

Εναλλακτική μηνιαία και εν συνεχεία διμηνιαία ασπρόμαυρη εφημερίδα που εξέδωσε σε μεγάλο μέγεθος από τον χειμώνα 1968 / 1969 με έδρα το Ρούσβελταουν (Rooseveltown, N.Y.) το έθνος των Μόχωκ («Mohawk Nation Council»).

Τα πρώτα τεύχη αυτοπεριγράφονταν ως «περιοδικό για φυσικούς και φυσιολογικούς λαούς» («A journal for native and natural peoples») το δε «Akwesasne Notes» υιοθετήθηκε ως τίτλος τον Μάρτιο του 1969 (σε παραλλαγμένη μορφή ως «Akwesasne News»). Η θεματολογία της εφημερίδας περιστρεφόταν κατά κανόνα γύρω από τα πολιτισμικά και ανθρώπινα δικαιώματα των αυτοχθόνων εθνών της Αμερικής με κύρια εστίαση την περιοχή Ακουεσάσνε μεταξύ Η.Π.Α. και Καναδά. 

Στο υψηλότερο τιράζ της η «Akwesasne Notes» τύπωσε 10.000 αντίτυπα, έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέλος του «Alternative Press Syndicate» (APS) και κατόρθωσε να διατηρήσει την τακτική της έκδοση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στις 9 Ιανουαρίου 1988 τα γραφεία της έγιναν όμως στόχος βομβιστών.

Το 1991 η «Akwesasne Notes» σταμάτησε να εκδίδεται, αλλά στις αρχές του 1995 κατόρθωσε να κάνει ξανά την (τριμηνιαία αυτή την φορά και με την μορφή περιοδικού) εμφάνισή της. Στην μακρά, σχεδόν 30χρονη, διαδρομή της, η «Akwesasne Notes» είχε ως εκδότες της από το 1968/1969 έως το 1973 τον λευκό Καναδό Τζέρρυ Γκάμπιλ (Jerry Gambill) που υιοθετήθηκε από τους Μόχωκ και πήρε το όνομα Ραριχοκουάτς (Rarihokwats) και από το 1973 έως το 1996 τον αυτόχθονα (Σένεκα) στοχαστή και ακτιβιστή Σοτσισοουά (Sotsisowah) ή Τζων Μόχωκ (John C. Mohawk, 1944 – 2006).  
  


Άλλα μεγάλα ονόματα που συνεργάστηκαν με την εφημερίδα ήσαν ο Μόχωκ συγγραφέας και ακτιβιστής Νταγκ Τζωρτζ – Κανεντίιο (Doug George-Kanentiio) και ο Χοσέ Μπαρέϊρο (Jose Barreiro, εκδότης του περιοδικού «Native American»). 

«THE ALCHEMIST» («Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ», 1968 - 1969)

Αντεργκράουντ μηνιαία εφημερίδα που εξέδωσε σε 5 συνολικά τεύχη από τον Οκτώβριο του 1968 έως τον Μάρτιο του 1969 στο Μανχάταν του Κάνσας (Manhattan, KS) ο Ραλφ Σπαρκς (Ralph Sparks). Με πλήρη τίτλο «The Αlchemist: Οracle of the Midwest», η εφημερίδα εξέδωσε τα 3 πρώτα τεύχη της πολυγραφημένα και τα άλλα δύο τυπωμένα σε όφφσετ.

Τα κείμενά της περιστρέφονταν γύρω από την ευρεία «Αντικουλτούρα» με προσανατολισμό την πνευματικότητα («Reflections on the Mantra» του Allen Ginsberg, ύμνοι από την Ριγκ Βέδα, «Evolution and Cosmic Consciousness» του αστρολόγου Gavin Arthur, κ.ά.) και φιλοξενούσε ψυχεδελικά σχέδια και αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες, όπως το μυστικιστικό «The Spiritual Stag Film» του Τζων Τόμπσον (John Thompson).


«AMBIT» (1959 - 2012)

Αγγλικό τριμηνιαίο περιοδικό πρωτοποριακής ποίησης και έκφρασης, που ιδρύθηκε το 1959 από τον λονδρέζο παιδίατρο και λογοτέχνη Μάρτιν Μπαξ (Martin Bax) και επέζησε μέχρι τον 21ο αιώνα (τον Απρίλιο του 2012 είχε εκδώσει το 208ο τεύχος του) με εκδοτική ομάδα τους Μπαξ, Καίητ Πέμπερτον (Kate Pemberton), Μάϊκ Φόρεμαν (Mike Foreman, 1938 - ), Χένρυ Γκράχαμ (Henry Graham, 1930 - ) και Γκέοφ Νίκολσον (Geoff Nicholson, 1953 -  ). Ήδη από το 1962 καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού είχε αναλάβει ο Φόρεμαν, που, σε συνεργασία με τον διευθυντή ποίησης Γκράχαμ το εμπλούτισε με δουλειές από νεότερους Βρετανούς δημιουργούς. 

Μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS) ήδη από το 1968, το «Ambit» φιλοξένησε στις σελίδες του κείμενα των William Burroughs, Jonathan Lethem, J. G. Ballard (1930 – 2009, που από το 1965 έγινε διευθυντής διηγημάτων στο περιοδικό), Τζεφ Νιούταλ (Jeff Nuttall, 1933 - 2004), κ.ά., ποίηση των Carol Ann Duffy (1955 - ), Peter Porter, Judy Brown, Fleur Adcock, Henry Graham, κ.ά. και σχέδια των Peter Blake (1932 - ), Mike Foreman, David Hockney (1937 - ), Eduardo Paolozzi (1924 - 2005), κ.ά. και πέρασε συχνά στα πεδία του αντικατεστημένου τύπου, με αποκορύφωση την δημοσίευση ποιημάτων γραμμένων υπό την επήρεια ψυχοδηλωτικών.

Άλλες «προχωρημένες» δημοσιεύσεις, κυρίως της «top» εποχής του περιοδικού (1967 - 1977), ήσαν τα κολλάζ λέξεων του Παολότσι («Moonstrips Empire News», 1967, «Why We Are in Vietnam», 1969, κ.ά.), οι εικονικές διαφημίσεις του Μπάλαρντ, κ.ά.


«ANN ARBOR ARGUS» (1968 - 1970)

Αντεργκράουντ εφημερίδα, μέλος του «Undergroud Press Syndicate» (U.P.S.), και του  «Liberation News Service», την οποία ίδρυσε το έτος 1968 στο Ann Arbor ο φοιτητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν Κεν Κέλλεϋ (Kenneth M. Kelley, 1949 - 2008).

Λίγο μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους, ο εκδότης προσχώρησε στο «Κόμμα των Λευκών Πανθήρων» («White Panther Ρarty»), έγινε μέλος της κεντρικής του επιτροπής και μετέτρεψε το έντυπό του σε ημιεπίσημο όργανο της οργάνωσης. Επί δύο περίπου χρόνια το «Ann Arbor Argus» απόλαυσε την αποδοχή της νεολαίας του Μίσιγκαν, αποκτώντας μεγάλη επιρροή ανάμεσά της και σημαντική προπαγανδιστική ισχύ (σε αυτό μάλιστα δημοσιεύθηκε από το συγκρότημα των «MC5» το γνωστό κάλεσμα να επιτίθενται οι θαυμαστές τους στα καταστήματα που μποϋκοτάριζαν τον πρώτο τους δίσκο «Kick Out The Jams»).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά την καταστολή των «Πανθήρων» από το FBI, ο Κέλλεϋ εγκαταστάθηκε στο Σαν Φραντσίσκο της Καλιφόρνιας και από εκεί συνέχισε την αντεργκράουντ εκδοτική του δραστηριότητα με την ίδρυση και έκδοση του περιοδικού «Sun Dance».





«ANN ARBOR SUN» («Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝ ΑΡΜΠΟΡ», 1968 - 1976) 

Αντεργκράουντ εβδομαδιαία μεγάλου μεγέθους (44 εκατοστά) εφημερίδα που ίδρυσε τον Απρίλιο του 1968 στο Αν Άρμπορ του Μίσιγκαν ο ποιητής Τζων Σινκλαίρ (John Sinclair, 1941 -  , ιδρυτής του κοινόβιου «Trans-Love Energies» και πρόεδρος του «Κόμματος των Λευκών Πανθήρων») ως συνέχεια της αντεργκράουντ εφημερίδας «Warren-Forrest Sun» (1967 – 1968) του Ντητρόϊτ, στο οποίο έως τότε διέμεναν οι «Trans-Love Energies». Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 20 Απριλίου 1968 με τίτλο της απλώς «Sun», στις 4 Ιουλίου 1970 μετονομάστηκε σε «Sun/Dance» (όργανο της «Υπηρεσίας Πληροφόρησης» των «Πανθήρων» - «White Panther Information Service») και τελικά τον Μάϊο του 1971 κατέληξε σε «Ann Arbor Sun».


Με γραφίστικη επιμέλεια του γνωστού ψυχεδελικού ζωγράφου Γκάρυ Γκρίμσω (Gary Grimshaw, 1946 - ), η εφημερίδα λειτούργησε, έως τουλάχιστον το 1970 που ακόμα έφερε τον παράλληλο τίτλο «White Panther Community News Service», ως το επίσημο όργανο των «Λευκών Πανθήρων», ασχολούμενο με όλο το εύρος της «Αντικουλτούρας», από την επαναστατική πολιτική και τις σεξσυμβιωτικές θεωρίες μέχρι τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και την μουσική ροκ ως απελευθερωτικό εργαλείο. Με κεντρικό σύνθημα την παρότρυνση του Σινκλαίρ ««ροκ - εν - ρολ, χόρτο και σεξ στους δρόμους», η εφημερίδα στήριξε δυνατά τις «γίπι» («yippie») εκδηλώσεις του Αυγούστου 1968 στο Σικάγο («Φεστιβάλ Ζωής», «Festival of Life») που κατεστάλησαν βίαια, με αποτέλεσμα να μπει στην λίστα προγραφών του FBI τους μήνες που ακολούθησαν.

To 1969 η εφημερίδα έγινε μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS), ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Σινκλαίρ φυλακίστηκε μετά από πλεκτάνη του FBI και έκτοτε η θεματογραφία εστίασε κυρίως στο κίνημα για την απελευθέρωσή του («Free John Sinclair»). Τον Ιανουάριο του 1973 η εφημερίδα ανεξαρτητοποιήθηκε από το «Κόμμα των Ανθρώπων του Ουράνιου Τόξου» («Rainbow People's Party», RPP) που τον Απρίλιο του 1971, ενόσω ακόμα ο Σινκλαίρ ήταν στην φυλακή (απελευθερώθηκε τον Δεκέμβριο του 1971), είχε διαδεχθεί το έντονα στοχοποιημένο «Κόμμα των Λευκών Πανθήρων».

Σε αυτή την καινούργια περίοδό της υπό την διεύθυνση μιας κολλεκτίβας («The Sun Collective») με επικεφαλής την καλλιτέχνιδα Μπάρμπαρα Βέϊνμπεργκ (Barbara Weinberg), η εφημερίδα γνώρισε νέα άνθιση. Μακριά από την αρχική της επαναστατική ρητορική, αλλά πάντοτε «εναλλακτική» ως προς το στίγμα της (από τον Νοέμβριο του 1974 μάλιστα ο Σινκλαίρ και οι άνθρωποί του, όπως ο Παν Πλάμοντον, είχαν προσληφθεί ως σύμβουλοι έκδοσης), η «Ann Arbor Sun» συνέχισε να εκδίδεται μέχρι το 1976. Από τον Οκτώβριο του 1975 η έδρα της εφημερίδας είχε μεταφερθεί στο Ντητρόϊτ και ο τίτλος της είχε επιστρέψει στο αρχικό «Sun». 



«ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ» (1980 - 1993) 

Η «Ανοιχτή Πόλη» ήταν το μοναδικό ελληνικό «αντεργκράουντ» περιοδικό που υπήρξε μέλος του «Undergroud Press Syndicate» (U.P.S.).

Εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1980 και έκλεισε οριστικά το 1993, έχοντας καταθέσει στην ελλαδική «υπόγεια» σκηνή 33 συνολικά τεύχη με πολύ προχωρημένη για τα τότε δεδομένα θεματογραφία, όπως αντικουλτούρα, αντιψυχιατρική, εναλλακτικές μορφές έκφρασης, μπητ λογοτεχνία, νεολαϊστικα ρεύματα, διεύρυνση συνείδησης, κ.ά. Το 1986 η «Ανοιχτή Πόλη» εξέδωσε και το περιοδικό «Πλατς!» με αντεργκράουντ κόμικς, το οποίο όμως  δεν κυκλοφόρησε δεύτερο τεύχος. 

Εκδότες της «Ανοιχτής Πόλης», η οποία ως υπότιτλο είχε την φράση «Περιοδικό Για Τα Περάσματα Που Δεν Βρέθηκαν Ποτέ», ήσαν οι Κώστας Μανδηλάς και Βλάσης Ρασσιάς. 

Στο εκπληκτικό αλλά άγνωστο έργο του  «Σύντομη Ιστορία των Φιλολογικών και Πολιτικών Περιοδικών της Ελλάδας, από την γέννησή τους μέχρι σήμερα (1784 - 1990)», ο Μ. Βάγιας περιγράφει το εν λόγω περιοδικό με τα ακόλουθα λόγια: «ένα περιοδικό γραμμένο με βαθιά και ανοιχτή αντίληψη, ένα από τα καλλίτερα στο είδος του, στα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Ασχολείται και με την σύγχρονη λογοτεχνία».


«TO APEIRON» («ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ», 1982 - 1983)

Βραχύβιο δίγλωσσο (στα γαλλικά και αγγλικά) περιοδικό «για αντιεξουσιαστές παγανιστές» («Revue des Paiens Anti-Authoritaires») που εξέδωσε σε δύο μόνον τεύχη από το θερινό ηλιοστάσιο του 1982 έως την φθινοπωρινή ισημερία του 1983 ο Ρ. Υβ Μπρετόν (R. Yves Breton) από το Μοντρεάλ (Montreal) του καναδικού Κεμπέκ.

Το πρώτο τεύχος περιείχε, ανάμεσα σε άλλα, δύο θεωρητικά κείμενα του εκδότη, το ένα με τίτλο «Paien, Anarchiste et Pacifiste» και το άλλο για τον Υλοζωϊσμό, καθώς και ένα λογοτεχνικό ένθετο, το «Krach», με ποίηση των Gerard - Charles Valente, Marcel Labie, Jad, κ.ά.

Το δεύτερο περιείχε το κείμενο «Anarchiste paien, pourquoi pas?», ένα ακόμη για την αστρολογία, αναδημοσιεύσεις της «Last International» του Bob Black και των Ελλήνων «Mescaleros», καθώς και ένα ημιτελές κείμενο («Le Tablier Εrotique») του Gerard - Charles Valente.  


«AQUARIUS» («ΥΔΡΟΧΟΟΣ», 1969)

Βραχύβια διμηνιαία ταμπλόϊντ αντεργκράουντ «χίπι» εφημερίδα που εκδόθηκε όφφσετ το φθινόπωρο του 1969 στο Μπέρκλεϋ (Berkeley) της Καλιφόρνιας και φιλοξένησε κείμενα, ποίηση, φωτογραφίες και σχέδια (με πολύ γυμνό) σε όλο το φάσμα της «Αντικουλτούρας» (κομμιούνες, ψυχοδηλωτικά, οικολογία, ταντρισμός, κ.ά.). Το πρώτο τεύχος της κυκλοφόρησε τον Αύγουστο και το δεύτερο τον Οκτώβριο του 1969.

«ASTRAL PROJECTION» («ΑΣΤΡΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ», 1968 - 1973)

Αντεργκράουντ ταμπλόϊντ μη τακτικής περιοδικότητας «χίπι» εφημερίδα με πλήρη τίτλο «The Astral Projection: a North American Oracle», την οποία εξέδωσε στο Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού (Albuquerque, New Mexico) από την 1η Νοεμβρίου 1968 μέχρι τον Οκτώβριο του 1973 μία μικρή εκδοτική ομάδα υπό το όνομα «La Asociación Flor de Mayo» με επικεφαλής τον Σκιπ Ουϊτσον (Skip Whitson).

Τα θέματα της, κατά κανόνα 36σέλιδης και πολύχρωμης, εφημερίδας, την οποία οι εκδότες ταχυδρομούσαν δωρεάν σε φυλακισμένους που ήθελαν να την διαβάσουν, περιστρέφονταν γύρω από την ευρύτερη «Αντικουλτούρα» (με αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες, ψυχεδελικά σχέδια και μεγάλη δόση του τρίπτυχου «sex -  drugs – rock’n’roll»), την οικολογία και τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής («The new American Indian Tribes», στο τεύχος της 1ης Δεκεμβρίου 1968), δίχως όμως την αφέλεια που υπήρχε αλλού: όταν ονειροπόλοι νεαροί μεσοαστοί γίνονταν «χίπις» και έφθαναν στο Νέο Μεξικό για να βρουν έναν ιδεατό κόσμο, η εφημερίδα τους προσγείωνε στην σκληρή πραγματικότητα με κείμενα όπως το «Coming to Nuevo Μexico? Read this first» που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1969. 

Στους πολλούς συνεργάτες της εφημερίδας, που ήταν μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS) , συγκαταλέγονταν και οι Felipe Galdón, Chip Lewis, John Stearns, Aaron Howard, Robert Benjamin, David Locke, Sherry Lewis, Sue Tucker, Reynoldo Ayala, W.A. Goodman, Manuel Gutiérrez, Bob Blackjack, Joe Sálazar και Babs.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η εκδότρια ομάδα μετονομάστηκε σε «Sun Publishing Company», η εφημερίδα άρχισε να στρέφεται περισσότερο προς την πνευματικότητα και το λεγόμενο «New Age» (Edgar Cayce, Lemuria, κ.λπ.). Το τελευταίο τεύχος της εφημερίδας κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1973 και εν συνεχεία ο Ουϊτσον την συγχώνευσε μαζί με μία ακόμη εφημερίδα που εξέδιδε, την δεκαπενθήμερη «Tribal Messenger» (Νοέμβριος 1969 έως Δεκέμβριος 1973), σε ένα καινούργιο περιοδικό με τίτλο «The Sun».

«BAULS OF THE BRICKYARD» (1969)

Φοιτητική αντεργκράουντ εφημερίδα, μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS) και του «Liberation News Service» (LNS), την οποία εξέδωσε από τις 6 Ιανουαρίου έως τις 23 Μαρτίου 1969 η φοιτητική οργάνωση «Ένωση της Ειρήνης» («Peace Union») στο Purdue University του Δυτικού Λαφαγιέτ της Ιντιάνα (West Lafayette, Indiana).

Η θεματολογία της εφημερίδας περιστρεφόταν γύρω από τον πόλεμο του Βιετνάμ και το ειρηνιστικό κίνημα, την μαριχουάνα και τα λοιπά ευφορικά, την πνευματικότητα και τον αντιρατσισμό, τα δε κείμενά της πλαισιώνονταν από σχέδια και φωτογραφίες με πολύ γυμνό (το πρώτο κιόλας τεύχος φιλοξενούσε φωτογραφία των Τζων Λέννον και Γιόκο Όνο γυμνών), καθώς και ποίηση γύρω από τα προαναφερθέντα θέματα.

Το τολμηρότερο 3ο τεύχος της εφημερίδας (18 Φεβρουαρίου 1969) κρίθηκε «άσεμνο» από τις πανεπιστημιακές αρχές και μεθοδεύτηκε η απαγόρευση της διακίνησής του στους πανεπιστημιακούς χώρους. Το τελευταίο (4ο) τεύχος του «Bauls of the Brickyard» κυκλοφόρησε στις 23 Μαρτίου 1969. 


«BEATITUDE» («ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΣ», 1959 – 1961 και 1961 - 1987)

Πολυγραφημένο περιοδικό ποίησης που ίδρυσαν στο Σαν Φραντσίσκο το 1959 οι Τζων Κέλλυ (John Kelly), Άλλαν Ουϊνανς (A. D. Winans, Allan Davis Winans, 1936 - ), Ουϊλιαμ Μαργκόλις (William J. Margolis), Άλλεν Γκίνσμπεργκ και Μπομπ Κάουφμαν (Bob Kaufman, 1925 - 1986) με σκοπό να δοθεί προβολή σε πολλούς νεοεμφανιζόμενους «τζαζ» και «μπητ» ποιητές της περιόδου ή, όπως οι ίδιοι οι εκδότες έγραψαν, «ν’ αναδειχθεί η ωραιότητα και να προβληθεί η μακαρία ζωή στους κατοίκους και στους παρατηρητές του Σαν Φραντσίσκο».

Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις 9 Μαϊου 1959 και ακολούθησαν άλλα 34, με ανά τεύχος κυκλικό μοίρασμα της θέσης του αρχισυντάκτη ανάμεσα στα μέλη της εκδοτικής ομάδας. Το περιοδικό έκλεισε το 1961, αλλ’ άνοιξε ξανά, υπό νέα εκδοτική ομάδα, το 1969 για να προχωρήσει μέχρι και την δεκαετία του 1980.


«BIRTH» («ΓΕΝΝΑ», 1958 - 1960)

Πολυγραφημένο ετήσιο λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδωσαν από τον Οκτώβριο του 1958 στο Ήστ Βίλατζ (East Village) της Νέας Υόρκης ο ποιητής, συγγραφέας, σκιτσογράφος, μουσικός και μετέπειτα μέλος των «The Fugs» Τούλι Κούπφερμπεργκ (Naphtali «Tuli» Kupferberg, 1923 – 2010) και η σύζυγός του Σύλβια Τοπ (Sylvia Topp, 1935 - ). 

Το «Birth» εξέδωσε μόνο 3 «θεματικά» τεύχη, ωστόσο φιλοξένησε ηχηρά ονόματα της τότε ποιητικής πρωτοπορείας, όπως Τεντ Τζόανς (Theodore «Ted» Joans, 1928 - 2003), Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg), Ντιάνε Ντι Πρίμα (Diane Di Prima), Λερουά Τζόουνς (LeRoi Jones), κ.ά. 

Το τελευταίο τεύχος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1960 και ήταν αφιερωμένο εν γένει στα «διεγερτικά» («Stimulants»), από το αλκοόλ μέχρι τις ψυχοδηλωτικές ουσίες. Τα δύο προηγούμενα ήσαν αφιερωμένα στην μποεμία και την παιδική γραφή («The Bohemian Issue» και «Children's Writings).







«THE BLACK DWARF» («ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΞΩΤΙΚΟ», 1968 - 1972)

Έντονα πολιτική αλλά πλουραλιστική αντεργκράουντ Αγγλική εφημερίδα που εξέδωσε επί μία τετραετία η ομώνυμη σοσιαλιστική πολυπληθής κολλεκτίβα (Bob Rowthorn, Sean Thompson, Clive Goodwin, David Mercer, Mo Teitlebaum, Robin Fior, Douglas Gill, Adrian Mitchell, Sheila Rowbotham, Roger Tyrrell, Fred Halliday κ.ά.) από μία τοποθεσία του λονδρέζικου Σόχο. 

Το όνομά της υιοθέτησε από την ομώνυμη σατιρική ριζοσπαστική εφημερίδα που εξέδιδε από το 1817 έως το 1824 ο Thomas Jonathan Wooler. Το πρώτο τεύχος της «The Black Dwarf» κυκλοφόρησε στα μέσα του Μαϊου 1968 με αρχισυντάκτη και υπεύθυνο εκδότη (έως και το 1970) τον ήδη γνωστό ακτιβιστή για τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ Ταρίκ Άλι (Tariq Ali, 1943 - ). Καθώς κατά την παραγωγή του 2ου τεύχους γιγαντώθηκε ο περίφημος «Παρισινός Μάης», η εφημερίδα εξασφάλισε τακτική ανταπόκριση από τον ποιητή, καλλιτέχνη και πολιτικό ακτιβιστή Ζαν – Ζακ Λεμπέλ (Jean - Jaques Lebel, 1936 - ) και αναλύσεις από τον Έρικ Χόμπσμπαουμ (Eric Hobsbawm, 1917 - ). 

«Το Μαύρο Ξωτικό είναι ο κόκκινος ήλιος μέσα στις καρδιές μας» έγραψε τον Ιούνιο του 1969 ο γνωστός συγγραφέας Έρνεστ Μαντέλ (Ernest Mandel, 1923 - 1995), κλείνοντας το κείμενό του για την πρώτη επέτειο από την κυκλοφορία της εφημερίδας. Ήδη από το φθινόπωρο του 1968 η εφημερίδα είχε αναδημοσιεύσει από το αμερικανικό περιοδικό «Ράμπαρτς» («Ramparts») σε ειδική έκδοσή της το «Βολιβιανό ημερολόγιο» του Τσε Γκεβάρα (Che Guevara), ενώ στις 10 Μαϊου 1970 θα φιλοξενήσει το γνωστό κείμενο του Ζαν Ζενέ (Jean Genet, 1910 - 1986) για το κίνημα «Black Power» των Αφροαμερικανών.

Το τεύχος της 10ης Ιανουαρίου 1969 αφιέρωνε την καινούργια χρονιά στην «Μαχόμενη Γυναίκα» με άρθρα όπως «Women, Sex and the Abolition of the Family», «1969: Year of the Militant Woman?», κ.ά. ωστόσο η φεμινιστική τάση είχε έλθει ήδη λίγες ημέρες πριν από την έκδοση του συγκεκριμένου τεύχους σε εντονότατες προστριβές με την «αρσενική σωβινιστική» πλευρά και κυρίως με τον νεαρό «χίπι» υπεύθυνο των γραφικών που προερχόταν από το «ΟΖ» του Ρίτσαρντ Νεβίλ (Richard Neville, 1941 - ) και με αυτή την λογική είχε γεμίσει με αρκετό γυμνό τις σελίδες της εφημερίδας. Ακόμα και το μανιφέστο της Σήλα Ροουμπόθαμ (Sheila Rowbotham, 1943 - ), μετέπειτα συγγραφέως του «Women, Resistance and Revolution», επρόκειτο να τυπωθεί επάνω σε ένα background που απεικόνιζε μία γυμνή γυναίκα με τεράστια στήθη. Παρά το ότι με την επέμβαση του Ταρίκ Άλι το τεύχος ανασχεδιάστηκε εξαρχής και αφαιρέθηκαν στην τελική εκδοχή όλα τα γυμνά, η γκρίνια των φεμινιστριών σχεδόν για το κάθε τι συνεχίστηκε σε όλη την διάρκεια της χρονιάς.

Τελικά μέσα στο 1970 η πολυπληθής εκδοτική ομάδα της εφημερίδας διασπάστηκε και οι τροτσκιστές με επικεφαλής τον Ταρίκ Άλι αποχώρησαν για να ιδρύσουν στην συνέχεια τον «Κόκκινο Τυφλοπόντικα» («The Red Mole»). Η  «Black Dwarf» επέζησε μόλις ενάμιση χρόνο μετά από εκείνη την διάσπαση.




«DAELE» (1966 - 1968)

Αντεργκράουντ πολυγραφημένο περιοδικό του νεαρού Βέλγου «χίπι» μετέπειτα συγγραφέα και ποιητή Jan Emiel Daele (1942 - 1978), στο οποίο δημοσίευε κείμενα δικά του αλλά και άλλων εκπροσώπων της Νέας Αριστεράς και της «Αντικουλτούρας» κατά την διετία 1966 - 1968. 

Στα πρώτα, διαστάσεων 21,5 Χ 27,5 εκατοστών, τεύχη του περιοδικού αναδημοσιεύθηκαν συνεντεύξεις των Roel van Duyn και Harry Mulisch από την συλλογή «Τι είναι αριστερό;» («Wat is links?», 1966) του ποιητή και ηγέτη των Βέλγων «Πρόβος» Herman J. Claeys (1935 – 2009). 

Τον Οκτώβριο του 1967 τέσσερις μυστικοί αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του 26χρονου τότε εκδότη στην Reusestraat του Γκεντ (Ghent) με αφορμή ένα δισέλιδο κείμενο του Claeys με τίτλο «Πουτσοχαιρετισμός» («De penisgroet») στο τεύχος νούμερο 10 (Ιούνιος / Ιούλιος 1967) και κατάσχεσαν επιστολές, έντυπα και λίστες συνδρομητών.

Το «Daele» εξέδωσε 15 συνολικά τεύχη εκ των οποίων τα τρία ήσαν διπλά. Το 18ο και τελευταίο τεύχος κυκλοφόρησε την 1η Οκτωβρίου 1968.






«DALLAS NOTES» («ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΤΑΛΑΣ», 1967 - 1971)

Δεκαπενθήμερη αντεργκράουντ εφημερίδα, μέλος του «Underground Press Syndicate» (UPS), την οποία εξέδωσε στο Ντάλας (Dallas, Texas) από τον Μάρτιο 1967 έως τον Φεβρουάριο του 1971 σε 90 περίπου τεύχη ο «χίπι» Στόνεϋ Μπερνς (Stoney Burns, 1942 - 2011) μαζί με τον φωτογράφο Τζι Αρ Κόμπτον (J. R. Compton). 

Η εφημερίδα ιδρύθηκε αρχικά ως «Σημειώσεις από το Αντεργκράουντ» («Notes from the Underground») από μία ομάδα «χίπι» φοιτητών του τοπικού πανεπιστημίου «Southern Methodist University» που όταν επιχείρησαν να διοργανώσουν ένα τοπικό «love-in» και τους σταμάτησε η αστυνομία αποφάσισαν να κηρύξουν τον πόλεμο «στον αυταρχισμό, την μισαλλοδοξία και την υποκρισία».

Η πολύχρωμη εφημερίδα, που από το 26ο τεύχος της τον Φεβρουάριο του 1968 υιοθέτησε τον τίτλο «Dallas Notes», και στην μεγαλύτερη κυκλοφοριακή ακμή της έπιασε τα 12.000 αντίτυπα, προωθούσε σε παραλληλία την ψυχεδελική «χίπι» Αντικουλτούρα και τον πολιτικό ακτιβισμό της Νέας Αριστεράς μέσα από ένα πλούσιο lay-out (έργο του καλλιτέχνη Charles Oldham, γνωστού ως «Charlie O») κοσμημένο από «χίπι» σχέδια και πρωτότυπες αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες (με γνωστότερη την «The Man - The Continuing Story of God» του σχεδιαστή Dennis Harper επάνω σε κείμενα του Jay Gaulding).



Στην διάρκεια της ζωής της, η «Dallas Notes» υπήρξε κατ’ επανάληψη στόχος της αστυνομικής επιθετικότητας, με πρώτο θύμα τον Μπερνς που διώχθηκε για «άσεμνα» και επίσης σε μία περίπτωση υπέστη ξυλοδαρμό, ενώ τα γραφεία της εφημερίδας βανδαλίστηκαν άγρια σε μία υποτιθέμενη «αντιπορνογραφική έρευνα» το φθινόπωρο του 1968 (η υπόθεση έφθασε αργότερα μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., όπου διατυπώθηκε πως «θα ήταν μάλλον δύσκολο να βρεθεί στα αρχεία μας η περίπτωση μιας περισσότερο έκνομης search-and-destroy επιδρομής»). 

Ο Μπερνς, κατηγορούμενος ως «αρχηγός των χίπις», συνελήφθη και ξυλοφορτώθηκε ακόμη μία φορά στις 12 Απριλίου 1970 μαζί με άλλους 150 νεαρούς, κατά τις αγριότητες της ντόπιας αστυνομίας στο Πάρκο Λη (που η εφημερίδα περιέγραψε ως «σφαγή», «Lee Park Massacre») ενάντια στους εκατοντάδες νεαρούς μακρυμάλληδες που είχαν ήδη από τις 12 Μαρτίου καθιερώσει να κάνουν εκεί ολόγυμνοι μπάνιο.

Η σύλληψη του Μπερνς

Το κλείσιμό της «Dallas Notes»  τον Φεβρουάριο του 1971 πυροδότησε την γέννηση δύο διαδόχων αντεργκράουντ εφημερίδων, της εβδομαδιαίας «The Iconoclast» («Ο Εικονοκλάστης», 1971 – 1977, με εκδότη τον Μπερνς) και της «HOOKA» (που εξέδωσε ο Κόμπτον μέχρι το 1974, από τα αρχικά της φανταστικής οργάνωσης «The Humanitarian Order of Kosmic Awareness»). 


«DESPERADO» (1966)

Πολυγραφημένο περιοδικό του Ρόττερνταμ (Rotterdam) που κυκλοφόρησαν σε 6 συνολικά τεύχη το έτος 1966 οι Leks Groen, Leen Louwerse και Waldo van Dreven, ως «επίσημο όργανο» του κινήματος των «Πρόβος» («Provos») για την συγκεκριμένη πόλη: «blad van het Rotterdamse provotariaat».

Στο αγαπημένο (μακρόστενο) σχήμα των «Πρόβος», αλλά λίγο ψηλότερο σε διαστάσεις 11 Χ 34 και εικονογραφημένο με δουλειές των Walter Reese, R. Olaf Stoop, κ.ά., περιέστρεφε την θεματογραφία του γύρω από τα «χάππενινγκς» και τα «λευκά σχέδια» του κινήματος, πλαισιωμένα από ποίηση (Simon Vinkenoog, κ.ά.), κοινωνική κριτική, καλλιτεχνικές πρωτοπορίες («action painting», κ.ά.) και λοιπές κινηματικές ειδήσεις.

Το 44σέλιδο και σε διαστάσεις 13,8 Χ 21,1 εκατοστών πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Μάϊο του 1966 και το34σέλιδο και σε διαστάσεις 11 Χ 34 εκατοστών 6ο και τελευταίο τον Δεκέμβριο του 1966.









«EVO», «EAST VILLAGE OTHER» (1965 - 1972)



Περίφημη αντεργκράουντ εφημερίδα της Νέας Υόρκης, αρχικά μηνιαία και εν συνεχεία δεκαπενθήμερη, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1965 από τους Τζων Ουϊλκοκ (John Wilcock, 1927 -  ), Ουώλτερ Μπόουαρτ (Walter Howard Bowart, 1939 – 2007), Ισμαήλ Ρηντ (Ishmael Scott Reed, 1938 - , ποιητή και διηγηματογράφο που έδωσε και το όνομα στην εφημερίδα), Sherry Needham και Allan Katzman και κυκλοφόρησε το πρώτο της τεύχος στα τέλη της χρονιάς, λίγο μετά την έκδοση στην Καλιφόρνια του πρώτου έντυπου της Αντικουλτούρας «Los Angeles Free Press» («Ελεύθερος Τύπος του Λος Άντζελες»).

Η «East Village Other» υπήρξε ωστόσο η πρώτη εφημερίδα του κινήματος που υιοθέτησε το πολύχρωμο ψυχεδελικό lay-out, το οποίο αργότερα έγινε τόσο δημοφιλές στα περισσότερα έντυπα του αντεργκράουντ. 

Η «East Village Other», που αποτελούσε για την Νέα Υόρκη την δεκαπενθήμερη 16σέλιδη «χίπικη» ανταγωνίστρια του πολιτικοποιημένου «Ποντικού» («Rat» ή «Rat Subterranean News»), υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περίφημου «Underground Press Syndicate» (UPS) και παρείχε επίσης τις σελίδες της για την προβολή του έργου πολλών μετέπειτα γνωστών αντεργκράουντ δημιουργών σχεδιοϊστοριών, όπως οι Robert Crumb, Trina Robbins, Bill Beckman (ο κύριος ήρωας του οποίου «Captain High» είχε σκοπό ζωής να παραμένει αέναα «φτιαγμένος»), Manuel «Spain» Rodriguez, Art Spiegelman, Hurricane Nancy Kalish, Kim Deitch (δημιουργό των «Waldo the Cat» και «Uncle Ed»), κ.ά. 

Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας παρήλασε επίσης με κείμενα ή συνεντεύξεις του ένα μεγάλο τμήμα της Αντικουλτούρας, από τους Τίμοθυ Λήρυ (Timothy Leary, πρώην καθηγητή στο Χάρβαρντ και εν συνεχεία «γκουρού» του LSD), Άμπυ Χόφφμαν (Abbie Hoffman), Άλλεν Γκίνσμπερκ (Allen Ginsberg), μέχρι την συγγραφέα Lynda Crawford, τον φιλόσοφο των media Μακ Λιούαν (Herbert Marshall McLuhan, 1911 – 1980) και το προκλητικό συγκρότημα «The Fugs».

Ανάμεσα στους πολλούς τακτικούς συνεργάτες της εφημερίδας (αρθρογράφους, φωτογράφους, κ.λπ.) ξεχώρισαν οι Peter Leggieri (αρχισυντάκτης έως το 1969), Jaakov Kohn (αρχισυντάκτης μετά τον Λετιζιέρι), Ed Sanders, Claudia Dreifus, Alex Gross, Dr.  Eugene Schoenfeld, Joel Fabrikant, Ray Schultz, Alan Shenker, Tuli Kupferberg, Coca Crystal, Dean Latimer, A. J. Weberman, Dennis Frawley και Charlie Frick, με συμμετοχές επίσης από την Ευρώπη των Σάϊμον Βίνκενουγκ (Simon Vinkenoog, Ολλανδία) και Ζ. Ζ. Λεμπέλ (J. J. Lebel, Γαλλία).    

Το 1969, και ενώ ήδη η Sherry Needham είχε αποχωρήσει και ο Bowart είχε φύγει για την Αριζόνα όπου και ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Omen Press», η εφημερίδα δημιούργησε επίσης, με εκδότες τους Λετζιέρι και Vaughn Bode (1941 - 1975), την ταμπλόϊντ εφημερίδα «Gothic Blimp Works», αφιερωμένη αποκλειστικά σε αντεργκράουντ σχεδιοϊστορίες. Η «Gothic Blimp Works» εξέδωσε 8 τεύχη με δουλειές των Art Spiegelman, Ron Haydock, Jay Lynch, Larry Hama, Vaughn Bode, Robert Crumb, Kim Deitch, Trina Robbins, Bernie Wrightson, Bhob Stewart, Spain Rodriguez, Joel Beck, Roger Brand,  Michael Kaluta, George Metzger, Ralph Reese, Steve Stiles, S. Clay Wilson, κ.ά. Είχε προηγηθεί η έκδοση το 1966 της 24σέλιδης ταμπλόϊντ «Zodiac Mindwarp» με εκδότη τον Manuel «Spain» Rodriguez.

Έχοντας πιάσει στις καλύτερες ημέρες της μία πολύ καλή κυκλοφορία περισσότερων από 65.000 αντιτύπων, και έχοντας αποπειραθεί μία ακόμη θυγατρική εφημερίδα, την βραχύβια ημι-πορονογραφική «Kiss» (με πρώτο τεύχος στις 28 Απριλίου 1969 και εκδότες τους Joel Fabricant, Dean A. Latimer και  Peter Mikalajunas), η  θρυλική «East Village Other» άρχισε από τα τέλη του 1971 να αραιώνει την συχνότητα της κυκλοφορίας της και τελικά, εξαιτίας κυρίως των ανεπίλυτων οικονομικών προβλημάτων, έπαψε να εκδίδεται τον Μάρτιο του 1972. 

Δύο από τα τεύχη της «East Village Other» μπορείτε να διαβάσετε σε μορφή pdf εδώ (vol 4 no 24, 14 Μαϊου 1969 ) και εδώ (vol 5 no 13, 3 Μαρτίου 1970). 






«EVERGREEN REVIEW» («ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 1957 - 1973)

Αμερικανικό πρωτοπορειακό λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδωσε σε 96 συνολικά τεύχη από το 1957 έως το 1973 ο Μπάρνεϋ Ρόσετ (Barnet Lee ή «Barney» Rosset 1922 – 2012), εκδότης του «Grove Press». Στην αρχή το περιοδικό ήταν τριμηνιαίο, μετά πύκνωσε την περιοδικότητά του σε διμηνιαίο για να καταλήξει στα τελευταία του χρόνια σε μηνιαίο. Στην ακμή του το περιοδικό έπιασε το τιράζ των 150.000 αντιτύπων, από τα οποία τα 40.000 στέλνονταν σε συνδρομητές.

Στις ιστορικές σελίδες του «Evergreen Review», που πρώτο ανέδειξε σε ευρύτερη κλίμακα την σκηνή «μπητ», φιλοξενήθηκαν κείμενα (άλλα απλώς αντισυμβατικά, άλλα στα όρια της ανοχής του κατεστημένου τύπου) των Pablo Neruda, Jean - Paul Sartre, Jack Kerouac (πριν καν εκδώσει το «Στον Δρόμο»), Albert Camus («Essai sur la guillotine», 1960), Terry Southern, Gary Snyder, Lawrence Ferlinghetti, Octavio Paz,Richard Brautigan, Bertolt Brecht, LeRoi Jones (Amirari Baraka),Edward Albee, Harold Pinter, Philip Whalen, Allen Ginsberg, SamuelBeckett, Jorge Luis Borges, Susan Sontag, Timothy Leary, AbbieHoffman, Charles Bukowski, William S. Burroughs, John Rechy, TomStoppard, Derek Walcott, Malcolm X, Marguerite Duras, Jean Genet,Vladimir Nabokov, Robert Coover, Frank O' Hara, Kenzaburo Oe,Günter Grass, Norman Mailer, Henry Miller, Carlos Fuentes, William Eastlake, Lenore Kandel, Boris Vian, Robert Stromberg, Friedrich Durrenmatt, Robert Creeley, Eldridge Cleaver, Hitoshi Anzai, DotsonRader, Turner Brown, Bernadette Devlin, Tuli Kupferberg, Jerry Rubin,Vilgot Sjoman, Michael McClure, Bobby Seale, Bob Garner, FrankZappa, κ.ά.

Φιλοξενήθηκαν επίσης ενδιαφέροντα σχέδια, σχεδιοϊστορίες και φωτογραφίες, συχνά με εντονότατη ερωτική πινελιά και μέσα από τις σελίδες του περιοδικού αναδείχθηκε από τον Ιανουάριο του 1965 μέχρι το 1978 η πρώϊμη S/M εικονονουβέλα «The Adventures of PhoebeZeit-Geist» σε κείμενο του νεαρού τότε Μάϊκελ Ο’ Ντόνογκχιου (MichaelO' Donoghue, 1940 – 1994) και σχέδια του γνωστού καλλιτέχνη Φρανκ Σπρίνγκερ (Frank Springer, 1929 - 2009).

Το τεύχος 49 (Οκτώβριος 1967) ήταν αφιερωμένο στους «χίπις» και την «Δύναμη των Λουλουδιών» («Flower Power»). Ταγμένο στην αντιμετώπιση του ερωτισμού ως κατ’ εξοχήν πολιτικό θέμα, το «Evergreen Review» συχνά προκάλεσε το συντηρητικό κατεστημένο της εποχής και το 1964 μάλιστα διατάχθηκε η κατάσχεση του 32ου τεύχους του (Απρίλιος – Μάϊος 1964) με την κατηγορία των «ασέμνων» από τον περιφερειακό εισαγγελέα της Nassau County της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Το 1968 πάλι, το περιοδικό έγινε στόχος βομβισμού από εξόριστους Κουβανούς όταν αφιέρωσε το 51ο τεύχος του (Φεβρουάριος 1968) στο «Πνεύμα του Τσε» με το τελευταίο γράμμα του Τσε Γκεβάρα, ένα εγκώμιο από τον Φιντέλ Κάστρο, κείμενο του Ντεμπραί (Regis Debray), κ.ά. Απτόητος ο Ρόσετ δημοσίευσε μερικούς μήνες αργότερα (τεύχος 57, Αύγουστος 1968) το «αντάρτικο ημερολόγιο Βολιβίας» του Τσε Γκεβάρα.

Πολλά από τα κείμενα της πρώϊμης εποχής του περιοδικού εκδόθηκαν από τον Ρόσετ το 1998 υπό μορφή ανθολογίας και με τον τίτλο «Evergreen Review Reader, 1957 – 1966. A Ten Year Anthology». Ο Ρόσετ ξανακυκλοφόρησε την ίδια χρονιά μαζί με την σύζυγό του Άστριντ Μάϊερς (Astrid Myers) το περιοδικό σε ηλεκτρονική / διαδικτυακή έκδοση, με αναδημοσιεύσεις από τα παλαιά τεύχη αλλά και νεότερα κείμενα από συγγραφείς όπως οι Regina Dereiva, Bettina Jonic, DennisNurkse, Giannina Braschi, κ.ά.




«SAN FRANCISCO EXPRESS TIMES» (1968 - 1969)

Αντεργκράουντ ταμπλόϊντ εβδομαδιαία εφημερίδα, μέλος του «Underground Press Syndicate», που εξέδιδαν από τις 24 Ιανουαρίου 1968 έως τις 25 Μαρτίου 1969 στο Σαν  Φραντσίσκο (San Francisco) οι Μάρβιν Γκάρσον (Marvin Garson, βετεράνος του «Κινήματος για την Ελευθερία του Λόγου», « Free Speech Movement » και εκδότης του δελτίου «Wooden Shoe ») και Μπομπ Νόβικ (Bob Novick).  

Οι «Express Times», με εξώφυλλο που θύμιζε την «New York Daily News», είχαν τις σελίδες τους γεμάτες με μεγάλες φωτογραφίες (εξαιρετικών φωτογράφων όπως οι Nacio Jan Brown,  Jeff Blankfort, κ.ά.), εντυπωσιακά σχέδια (από τους Ron Cobb, Jaxon, κ.ά.), αρκετή ποίηση και παθιασμένα άρθρα γύρω από την πολιτική επαναστατικότητα, την μουσική ροκ, την «Αντικουλτούρα, κ.ά. 

Σημαντικότεροι συνεργάτες ης εφημερίδας, που συνήθιζε να «φοράει» ένα φύλλο κάνναβης στο λογότυπό της μη κρύβοντας το ανοικτό φλερτ της με τους «pot-heads» της Καλιφόρνιας, υπήρξαν οι Τοντ Γκίτλιν (Todd Gitlin, 1943 - , ένας από τους ιδρυτές της αριστερίστικης «Students for a Democratic Society», SDS), Γκρέηλ Μάρκους (Greil Marcus), Πωλ Ουϊλιαμς (Paul Williams), Μάρτζορι Χέϊνς (Marjorie Heins), Λένυ Χέλερ (Lenny Heller, που δημοσίευε την διηγηματική σειρά «Berkeley Guns»), Σάντυ Ντάρλινγκτον (Sandy Darlington), Νταν Γεκόργκακας, Νταίηβιντ Σινκλαίρ, κ.ά.

Κατά του εκδότη Γκάρσον σχηματίστηκε δικογραφία στο Σικάγο για τις ταραχές του Αυγούστου κατά την διάρκεια του εκεί Συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος και τον Δεκέμβριο καταδικάστηκε τελικά σε 20ήμερη φυλάκιση. Σύμφωνα με έγγραφα που ήλθαν στο φως με τον γνωστό νόμο για ελευθερία της πληροφόρησης («Freedom of Information Act») η εφημερίδα παρακολουθείτο από καιρό εκ των έσω από έναν χαφιέ, τον οποίο είχε κατορθώσει το FBI να «φυτέψει» στην εκδοτική ομάδα. 

Τον Απρίλιο του 1969, μετά από 62 εν συνόλω τεύχη και έπειτα από την αποχώρηση του Γκάρσον, η εφημερίδα μετονομάστηκε σε «Good Times», τίτλο με τον οποίο συνέχισε έως και το 1972. 







«THE FIFTH ESTATE» (1965 - )

Αμερικανικό αντεργκράουντ και αντιεξουσιαστικό περιοδικό από το Ντητρόϊτ του Μίσιγκαν, το μακροβιότερο αγγλόφωνο αντιεξουσιαστικό περιοδικό όλης της Βόρειας Αμερικής, τοποθετημένο από τον ίδιο του τον τίτλο ως αντίπαλο του κατεστημένου Τύπου, που ως γνωστόν εμφανίζεται ως η «Τέταρτη Εξουσία». 

Ιδρύθηκε το 1965 από τον τότε 17χρονο Harvey Ovshinsky, μετά από ένα ταξίδι του στην Καλιφόρνια, όπου εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα στο περιοδικό «Los Angeles Free Press», το πρώτο αντεργκράουντ περιοδικό στην ιστορία των Η.Π.Α. Από το Λος Άντζελες υιοθέτησε και το όνομα «Fifth Estate», το οποίο έφερε ένα μικρό καφέ του Sunset Strip, όπου σύχναζαν αρκετοί διανοούμενοι της περιοχής. 

Το πρώτο τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε στις 19 Νοεμβρίου 1965, «κτυπημένο» σε γραφομηχανή και εκτυπωμένο σε όφσετ λιθογραφείο. Το 1966 ο Ovshinsky μετέφερε την έδρα του περιοδικού από το υπόγειο του σπιτιού του σε ένα ισόγειο στο κέντρο της πόλης, κοντά στο Πανεπιστήμιο Wayne State, όπου το υιοθέτησαν η τοπική «Επιτροπή για τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ», το «Καλλιτεχνικό Εργαστήρι» του ποιητή Τζων Σινκλαίρ (John Sinclair) και άλλοι ριζοσπάστες. Από εκεί και μετά η κυκλοφορία του περιοδικού γνώρισε θεαματική αύξηση και στα επόμενα χρόνια το «Fifth Estate» δέσποζε ανάμεσα στα καλύτερα από τα περισσότερα από 500 αντεργκράουντ περιοδικά που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή στις Η.Π.Α. 

Η κυκλοφορία του περιοδικού κυμαινόταν εκείνη την εποχή από 15.000 έως 20.000 αντίτυπα, πολλά των οποίων έφθαναν και μέχρι του Βιετνάμ, όπου μάλιστα δημιουργήθηκε πρόβλημα από τα αρκετά άρθρα του, που απερίφραστα καλούσαν τους πεζοναύτες σε ανταρσία. 


Από το 1972, που η αισιοδοξία της χίπικης αντικουλτούρας είχε πλέον σβήσει, το περιοδικό εστίασε πλέον συνειδητά στον πολιτικό αγώνα παρά στην «πολιτική της εορτής». Ο ιδρυτής Ovshinsky αποχώρησε, αφήνοντας την έκδοση σε μία ενθουσιώδη ομάδα νεαρών ριζοσπαστών, οι οποίοι όμως απογοητεύθηκαν πολύ σύντομα, τόσο από τις εσωτερικές τριβές, όσο και από την απότομη προσγείωσή τους στην απομυθοποιημένη πραγματικότητα έπειτα από επισκέψεις τους στο Βιετνάμ, την Καμπότζη και την Κούβα. Γύρω στο 1975 τα περισσότερα μέλη της ομάδας είχαν εξαντληθεί και φθαρεί από την υπερδραστηριότητα, ενώ τα χρέη του περιοδικού αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο. 


Τον Αύγουστο 1975 η ομάδα, έχοντας καταλήξει σε μία αντιεξουσιαστική πολιτική ταυτότητα υπό το όνομα «Συμμορία Φάτε τους Πλούσιους» («Eat the Rich Gang»), κυκλοφόρησε ένα τεύχος «μεταμόρφωσης», στο οποίο δηλωνόταν προς τους αναγνώστες το εξής: «Το ανά χείρας τεύχος είναι το τελευταίο του Fifth Estate, το τελευταίο τεύχος μίας αποτυχημένης καπιταλιστικής επιχείρησης… Είναι όμως και το πρώτο τεύχος ενός εντελώς καινούργιου Fifth Estate». 

Έκτοτε το «Fifth Estate» διατήρησε μία καθαρά αναρχική θεματογραφία, η οποία κάλυπτε από τις απόψεις γνωστών θεωρητικών όπως Fredy Perlman, Jean Baudrillard, κ.ά., έως τις πολιτικές θέσεις συγκροτημένων κινημάτων όπως του Συμβουλιακού Κομμουνισμού, των «Καταστασιακών», κ.ά. 
Από το 1980 το περιοδικό άρχισε να εστιάζει όλο και περισσότερο σε αντι-τεχνολογκές, αντι-καπιταλι-στικές και αντι-πολιτισμικές θέσεις και νααποστασιοποιείται από τον Αναρχισμό ως ιδεολογία, χαρακτη-ριστικός ήταν μάλιστα ο υπότιτλος που χρησιμοποίησε σε αρκετά αρχικά τεύχη του «Όλοι οι –ισμοί είναι παρελθοντισμοί». 

Άλλο μοτίβο του (από τα τέλη της δεκαετίας του 1980) ήταν το γνω-

στό «Non Serviam!», ως επιγραφή στην βάση της γνωστής εξουσιαστικής / μονοθεϊστικής πυραμίδας, της οποίας όμως ανατινάζεται η θεϊκή κορυφή («Zapped Pyramid»). 


«FLOATING BEAR» («ΕΠΙΠΛΕΟΥΣΑ ΑΡΚΟΥΔΑ», 1969 - 1971)

Ολιγοσέλιδο αβαντγκάρντ λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδωσαν, μηνιαίο αρχικά, στην Νέα Υόρκη από τον Φεβρουάριο του 1969 έως το 1971 σε 38 συνολικά τεύχη οι ποιητές Λερουά Τζόουνς (Everett LeRoi Jones, μετέπειτα Amiri Baraka, 1934 - ) και Ντιάνε Ντι Πρίμα (Diane Di Prima, 1934 - ). Το «Floating Bear» δημοσίευε το συσσωρευμένο υλικό που είχε αποσταλεί προς έκδοση στο περιοδικό «Yugen» που ήδη εξέδιδε ο Τζόουνς και, με εξαίρεση τα τελευταία 5 – 6 τεύχη, μοιραζόταν τσάμπα σε όποιον απλώς το ζητούσε, καλύπτοντας το κόστος του από μικροδωρεές.

Τον Ιούνιο του 1961 το 9ο τεύχος του κρίθηκε «άσεμνο» και κατασχέθηκε, εξαιτίας του ποιήματος «Roosevelt After Inauguration» του Μπάρροουζ και του «From The System of Dante's Hell» του ίδιου του Τζόουνς. Οι δύο εκδότες συνελήφθησαν από την αστυνομία, αν και αργότερα αθωώθηκαν από το δικαστήριο.

Στις σελίδες του θρυλικού «Floating Bear» φιλοξενήθηκαν δουλειές των Frank O’Hara, Michael McClure, Ed Dorn, Charles Olson, Joel Oppenheimer, Diane Levertov, Phillp Whalen, Jack Spicer, Allen Ginsberg, Robert Creeley, Robert Duncan, William S. Burroughs, John Wieners, κ.ά. και φυσικά των Τζόουνς και Ντι Πρίμα. Μετά την κυκλοφορία του 24ου τεύχους ο Τζόουνς απομακρύνθηκε και συνέχισε την έκδοση μόνη της η Ντι Πρίμα, σε δεκαπενθήμερη περιοδικότητα, μέχρι το καλοκαίρι 1971. Μετά το 28ο τεύχος η Ντι Πρίμα εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια (Topanga, CA) και συμπεριέλαβε στο περιοδικό μερικούς ποιητές της λεγόμενης «Αναγέννησης» του Σαν Φραντσίσκο («San Francisco Renaissance»). 







«LOS ANGELES FREE PRESS» («Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ», 1964 - 1978)

Εβδομαδιαία ταμπλόϊντ αντεργκράουντ εφημερίδα (η πρώτη ιστορικά) που εξέδωσε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας από τις 23 Μαϊου 1964 έως το 1973 ο Αρτ Κάνκιν (Art Kunkin ή Arthur Glick Kunkin, 1928 - ), πρώην εργάτης, συνδικαλιστής του «Socialist Workers Party» και μέλος του αντιρατσιστικού «Συμβουλίου για φυλετική ισότητα» («Congress for Racial Equality», CORE). Το πρώτο τεύχος, ως «Faire Free Press», τυπώθηκε σε 5.000 ολιγοσέλιδα αντίτυπα και η υλοποίηση των δύο πρώτων χρόνων της έκδοσης βασίστηκε σε αποκλειστικά εθελοντική εργασία και δωρεάν παραχώρηση γραφείων στο υπόγειο της καφετέρειας «The Fifth Estate» της Sunset Boulevard.

Το 1965, χρονιά κατά την οποία άρχισε να δημοσιεύει σε αυτήν σχέδιά του ο Ron Cobb (1937 - ), η εφημερίδα υιοθέτησε οριστικά τον τίτλο «Los Angeles Free Press», το ταμπλόϊντ μέγεθος και την όφφσετ εκτύπωση με τα οποία ηγήθηκε κυριολεκτικά του αμερικανικού κινήματος της «Αντικουλτούρας» μέχρι τουλάχιστον τα πρώτα δύο χρόνια της δεκαετίας του 1970. Τον Οκτώβριο του 1966 η εφημερίδα διαβαζόταν από περίπου 9.000 αναγνώστες, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν νεολαίοι, είτε συμπαθούντες της Νέας Αριστεράς είτε μέλη της υπό διαμόρφωση τότε «χιπ» κοινότητας. Τους επόμενους μήνες, φιλοξενώντας αλλεπάλληλες συνεντεύξεις και κείμενα των άτυπων ηγετών της «Αντικουλτούρας» (Γκίνσμπεργκ, Λήρυ, Γκρόγκαν, κ.ά.) η εφημερίδα έγινε η εμπροσθοφυλακή του κινήματος «χίπι», απετέλεσε ιδρυτικό μέλος του «Συνδικάτου του Υπόγειου Τύπου» («Underground PressSyndicate», UPS), τον δε Απρίλιο του 1967 διοργάνωσε στην παραλία του Λος Άντζελες ένα πολυπληθές «love-in» με 14.000 «χίπις», το οποίο η αστυνομία διέλυσε αναίτια με υπερβολική βία και πραγματοποίησε 110 συλλήψεις.

Ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, η εφημερίδα, με βοηθό αρχισυντάκτη από το 1967 τον Τζην Γιάνγκμπλαντ (GeneYoungblood, 1942 - ), φιλοξένησε την «εκ μεταγραφής» από την κλειστή πια «Open City» στήλη «Σημειώσεις ενός πορνόγερου» («The Notes of aDirty Old Man») του Μπουκόφσκι (Henry Charles Bukowski, 1920 – 1994), το γνωστό μανιφέστο του Ρηντ (Ishmael Reed, 1938 - ) «Neo-HooDoo Manifesto» (Σεπτέμβριος του 1969), το κείμενο του DickGregory για τον Χο Τσι Μινχ (τον Νοέμβριο του 1969), το «Ο φοιτητής ως νέγρος» («The student as nigger») του Jerry Farber (στις αρχές του 1967), την σχεδιοϊστορία του Jules Feifer για την δίκη των «8 του Σικάγο» (τον Δεκέμβριο του 1969) και τους «Fabulous Furry FreakBrothers» του Gilbert Shelton, τις σχεδιοϊστορίες του τότε έφηβου ακόμα Μαρκ Βάλεν (Mark Vallen, 1953 - ), τις εξαιρετικές αντιαστυνομικές έρευνες του δαιμόνιου ρεπόρτερ Michael O McCarthyκαι συνεντεύξεις με αστέρες του ροκ που κατά κανόνα έπαιρνε ο μουσικός συντάκτης Τζων Κάρπεντερ (John Carpenter, 1941 - 1976) και από τις οποίες ιστορικότερες έμειναν εκείνες με τον Alice Cooper, τον JimMorrison (τον Ιούλιο του 1968, που όμως πέρασε από την… λογοκρισία της συντρόφου του Pamela!) και τον John Lennon (τον Ιανουάριο του 1970). Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η κάλυψη που έκανε στην πολύκροτη υπόθεση Μάνσον (Charles Manson και «Οικογένεια») με 110 εν συνόλω σελίδες της σε 47 διαφορετικά τεύχη της από το 1969 έως το 1971.

Στην μέγιστη κυκλοφοριακή της ακμή, το 1969, η 64σέλιδη πλέον «LosAngeles Free Press», ή «Freep» όπως την έλεγαν χαϊδευτικά οι αναγνώστες της, έπιασε τα 100.000 αντίτυπα με διανομή από άκρου σε άκρο των Η.Π.Α., τότε όμως ήταν που έδωσε αφορμή για την καταστολή της, όταν, σε απάντηση της σκευωρίας κατά του προέδρου των «Άσπρων Πανθήρων» Τζων Σινκλαίρ, δημοσίευσε τα ονόματα και τις διευθύνσεις κατοικίας 80 τοπικών μυστικών ναρκο-αστυνομικών με την πανηγυρική δήλωση ότι «στο εξής δεν θα ξαναϋπάρξει μυστική αστυνομία». Ο Κάνκιν μηνύθηκε για κλοπή κρατικών εγγράφων και παρεμπόδιση δικαιοσύνης, του κατατέθηκε αγωγή με τεράστιες οικονομικές απαιτήσεις και το FBIφρόντισε (με απειλές προς τους ιδιοκτήτες τους) να του κλείσει κάθε πρόσβαση στα τυπογραφεία της Καλιφόρνιας.

Για να υπερασπιστεί την συνέχεια της εφημερίδας του, που επιπρόσθετα είχε γίνει τρεις φορές στόχος βομβιστών δίχως η αστυνομία να ενδιαφερθεί ούτε καν για μία στοιχειώδη έρευνα προς εντοπισμό των δραστών, ο Κάνκιν πήρε δάνειο 250.000 δολλαρίων από εκδότες πορνογραφικών εντύπων που γνώριζε («θεωρούσαν τους εαυτούς τους κοινωνικούς επαναστάτες και ταυτίζονταν με τον αντεργκράουντ τύπο») και έφτιαξε ένα δικό του τυπογραφείο. Το 1971 όμως, και ενώ ήδη πολλά απλήρωτα μέλη της έκδοσης είχαν σε δύο διαφορετικές στιγμές της περασμένης χρονιάς αποχωρήσει για να ιδρύσουν τις ανταγωνιστικές εφημερίδες «Tuesday s Child» και «The Staff» (η τελευταία από τον πρώην αρχισυντάκτη της «Freep» Brian Kirby), ο Κάνκιν καταδικάστηκε και έχασε την αγωγή, υποχρεώθηκε σε πρόστιμο 10.000 δολλαρίων και το δάνειο δεν μπορούσε πια να αποπληρωθεί. Η εφημερίδα πέρασε στα χέρια του πορνογραφικού εκδότη Marvin Miller που επέτρεψε αρχικά στον Κάνκιν να κρατήσει, ως υπάλληλός του, την θέση του αρχισυντάκτη.

Η υπό τον μισθωτό πια Κάνκιν «Los Angeles Free Press» εξακολουθούσε να κρατάει την «πολεμική» αίγλη της (τον Μάϊο του 1972 μάλιστα συνελήφθη και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση ο φωτορεπόρτερ της Ron Ridenour, επειδή φωτογράφιζε βιαιότητες της αστυνομίας εναντίον διαδηλωτών), όμως στις αρχές Αυγούστου 1973 κοινοποιήθηκε ξαφνικά στον Κάνκιν η απόλυσή του (το τελευταίο τεύχος που επιμελήθηκε ήταν το με γενική αρίθμηση 471 ή τόμος 10, αριθμός 30, 27 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1973) –λίγο νωρίτερα είχε απολυθεί και οRidenour επειδή υποστήριζε τις φεμινίστριες που διαμαρτύρονταν για τις ερωτικές αγγελίες. Για τα επόμενα 5 χρόνια μέχρι το κλείσιμό της στις 3 Απριλίου 1978, η «Los Angeles Free Press» πέρασε στην ανυποληψία και στο αργό σβήσιμό της, έχοντας μετατραπεί πλέον σε κοινό έντυπο πορνοαγγελιών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2005 ο Κάνκιν επανεξέδωσε έντυπα αλλά και διαδικτυακά την «Los Angeles Free Press» ως εναλλακτική εφημερίδα κοινωνικής κριτικής. Αυτή η επανέκδοση, που την ανέλαβε από τις αρχές του 2007 ο Steven M. Finger, άντεξε μόνο μέχρι το 2008, οπότε η θρυλική «Freep» πέρασε οριστικά στην Ιστορία.




«FRENDZ» («ΦΙΛΟΙ», 1969 - 1972)

Βρετανική μηνιαία αντεργκράουντ εφημερίδα που γεννήθηκε από το κλείσιμο τον χειμώνα του 1969 / 1970 της βραχύβιας βρετανικής έκδοσης του αμερικανικού περιοδικού «Rolling Stone», λόγω κυρίως της μεγαλύτερης επαναστατικότητας που έδειχνε αυτή πέρα από τις ανοχές ή αντοχές των Mick Jagger και Jann Wenner.

Ιδρυτής του περιοδικού ήταν ο Νοτιοαφρικανός Άλαν Μάρκιουσον (Alan Marcuson) και το πρώτο τεύχος (με ένθετο για τον «Whole Earth Catalog») κυκλοφόρησε στις 22 Νοεμβρίου 1969 με τίτλο «Φίλοι του Ρόλλινγκ Στόουν» («Friends of Rolling Stone») για να μετονομαστεί αργότερα, μετά από αγωγή του Jann Wenner, σε σκέτο «Friends» και εν συνεχεία, μετά από ένα σύντομο κλείσιμο (είχαν προηγηθεί 28 τεύχη), από τον Μάϊο του 1971 σε «Frendz».

Με γραφεία της στην Portobello Road του Notting Hill, όπου ανάμεσα σε άλλους ροκ μουσικούς σύχναζε και ο τραγουδιαστής των «T-Rex» και ποιητής Μαρκ Μπόλαν (Mark Bolan), η εφημερίδα (την οποία ο Μάρκιουσον ονειρευόταν να την κάνει κάποια στιγμή ακόμα και καθημερινή!) συνεργάστηκε με τα άλλα αντεργκράουντ έντυπα το Λονδίνου, όπως το «International Times» (ή «IT»), το «Time Out» και το «Oz» και φιλοξένησε αρκετά μεγάλα ονόματα της πρωτοποριακής σκηνής της εποχής όπως τον «καταστασιακό» θεωρητικό Τσαρλς Ράντκλιφ (Charles Radcliffe, 1941 - ), την ροκ φωτογράφο Πένι Σμιθ (Pennie Smith, 1949 - ), τον ψυχεδελικό ζωγράφο Μπάρνλεϋ Μπάμπλς (Barney Bubbles, 1942 - 1983), κ.ά.

Στις αρχές του 1971 η εφημερίδα πλησιάστηκε επικίνδυνα από την ένοπλη ομάδα «Οργισμένη Ταξιαρχία» που έστελνε ξανά και ξανά προς δημοσίευση τις ανακοινώσεις της, ενώ παράλληλα έζησε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις από οικονομικής πλευράς. Μετά την παραίτηση του Μάρκιουσον, η εφημερίδα συνέχισε να εκδίδεται για 6 ακόμα τεύχη από τον Μάϊο του 1971 με τον τελικό τίτλο «Frendz», νέα εκδοτική ομάδα την «Echidna Epics», νέο αρχισυντάκτη τον Τζων Τραξ (John Trux, επικεφαλής της οργάνωσης για δωρεάν ροκ συναυλίες «Greasy Truckers Promotions») και βασικούς συνεργάτες τους Μπαμπλς, Μάϊκ Μάρτεν (Mike Marten), Τζων Μέϋ (John May), Μάϊκ Μούρκοκ (Mike Moorcock) και Μπομπ Κάλβερτ (Bob Calvert). Το τελευταίο τεύχος της εφημερίδας, που στην διάρκεια της ζωής της διώχθηκε δύο φορές για «άσεμνα», κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1972.





«FUCK YOU: A MAGAZINE OF THE ARTS»
ΑΗ ΓΑΜΗΣΟΥ: ΕΝΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΕΧΝΗΣ», 1962 - 1965)

Αμερικανικό πολυγραφημένο αντεργκράουντ περιοδικό τέχνης και λόγου. Ιδρύθηκε το 1962 από τον Εντ Σάντερς (Ed Sanders, 1939 - ), ποιητή, συγγραφέα, μετέπειτα «yippie» και μέλος του ροκ συγκροτήματος «The Fugs». 

Με υπότιτλο το «θα τυπώσω το καθετί» («I'll print anything»), ο Σάντερς εξέδωσε 13 πολυγραφημένα τεύχη με κείμενα των Frank O'Hara, Julian Beck, Gary Snyder, Diane DiPrima, William Burroughs, Leroi Jones, Gregory Corso, Robert Creeley, Ted Berrigan, Andy Warhol, Michael McClure, Peter Orlovsky, Philip Whalen, Allen Ginsberg, Charles Olson, Tuli Kupferberg, κ.ά.

Το 1ο τεύχος κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1962. Το 12ο (τόμος 8, τεύχος 5) λεγόταν «Mad Motherfucker Issue» με εξώφυλλο φτιαγμένο από τον Άντυ Ουώρχολ (Andy Warhol) και τις σελίδες του γεμάτη με ποίηση των Lawrence Ferlinghetti, Michael McClure, Leroi Jones, Ed Sanders, Ted Berrigan, Ronnie Tavel, Vincent Ferrini, Harry Fainlight, Gregory Corso, Claude Pélieu, Al Fowler, Al Katzman, κ.ά.

Το τελευταίο (13ο αλλά με αρίθμηση τόμος 9, τεύχος 5, αφού από το 5ο τεύχος και μετά η αρίθμηση ακινητοποιήθηκε και άλλαζαν μόνο οι τόμοι!) κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1965. 

Το περιοδικό κρίθηκε «άσεμνο» και «ανατρεπτικό», με αποτέλεσμα το σφράγισμα των γραφείων του από την αστυνομία της Νέας Υόρκης στις 2 Ιανουαρίου 1966, την σύλληψη του εκδότη και την κατάσχεση όσων τευχών βρέθηκαν εκεί, καθώς και του πολύγραφου που τα δημιουργούσε. Ως έδρα του περιοδικού δηλωνόταν «μία μυστική τοποθεσία του Λώουερ Ηστ Σαϊντ», η οποία στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά το βιβλιοπωλείο «Μάτι της Ειρήνης» -«Peace Eye»- του Σάντερς.

Ο Σάντερς αθωώθηκε στην δίκη που έγινε τον Μάρτιο του 1967 μετά από 18 μήνες ταλαιπωρίας και πολλές ανώνυμες απειλές κατά της ζωής του, ωστόσο το «Fuck You» δεν ξαναεκδόθηκε. Ο Σάντερς ήταν πια απασχολημένος με το συγκρότημα «The Fugs», τους «yippies» και τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο του Βιετ Ναμ. 







Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βάγιας Μανόλης, «Σύντομη Ιστορία των Φιλολογικών και Πολιτικών Περιοδικών της Ελλάδας, από την γέννησή τους μέχρι σήμερα (1784 - 1990)», Αθήνα, 1990
Baunstein Peter - Doyle Michael William, «Imagine Nation: the American Counterculture of the ‘60s and ‘70s», New York, 2002 
Bizot Jean-François - Miles Barry, «Free Press: Underground and Alternative Publications, 1965-1975», New York, 2006 
Clay Steve

Baunstein Peter - Doyle Michael William, «Imagine Nation: the American Counterculture of the ‘60s and ‘70s», New York, 2002 
Bizot Jean-François - Miles Barry, «Free Press: Underground and Alternative Publications, 1965-1975», New York, 2006 
Clay Steve και Phillips Rodney, «A Secret Location on the Lower East Side: Adventures in Writing, 1960-1980», New York, 1998
Crowley Walt, «Rites of Passage: A Memoir of the Sixties in Seattle», Seattle, 1995
Fountain Nigel, «Underground--The London Alternative Press, 1966-74», London, 1988
Glessing Robert J., «The Underground Press in America», Bloomington Indiana, 1971 
Crowley Walt, «Rites of Passage: A Memoir of the Sixties in Seattle», Seattle, 1995
Fountain Nigel, «Underground--The London Alternative Press, 1966-74», London, 1988
Glessing Robert J., «The Underground Press in America», Bloomington Indiana, 1971 
Κrassner Paul, editor, «Best of the Realist: the Sixties' Most Outrageously Irreverent Magazine», Philadelphia, 1984  
Leamer Lawrence, «The Paper Revolutionaries: The Rise of the Underground Press», New York, 1972
McMillian John, «Smoking Typewriters: The Sixties Underground Press and the Rise of Alternative Media in America», New York, 2011 
Leamer Lawrence, «The Paper Revolutionaries: The Rise of the Underground Press», New York, 1972
McMillian John, «Smoking Typewriters: The Sixties Underground Press and the Rise of Alternative Media in America», New York, 2011 
Μάφι Μάριο, «Underground», Αθήνα,1982
Mungo Raymond, «Famous Long Ago. My Life and Hard Times with the Liberation News Service», Boston, 1970
Nelson Elizabeth, «The British Counterculture 1966-73: A Study of the Underground Press», London, 1989  
The New Yippie Press Collective, « Blacklisted News: Secret Histories from Chicago to 1984», New York, 1983
Pardun Robert, «Prairie Radical: A Journey through the Sixties», Los Gatos, California, 2001
Peck Abe, «Uncovering the Sixties: The Life and Times of the Underground Press», New York, 1985
Mungo Raymond, «Famous Long Ago. My Life and Hard Times with the Liberation News Service», Boston, 1970
Nelson Elizabeth, «The British Counterculture 1966-73: A Study of the Underground Press», London, 1989  
The New Yippie Press Collective, « Blacklisted News: Secret Histories from Chicago to 1984», New York, 1983
Pardun Robert, «Prairie Radical: A Journey through the Sixties», Los Gatos, California, 2001
Peck Abe, «Uncovering the Sixties: The Life and Times of the Underground Press», New York, 1985
Ρασσιάς Βλάσης, «Underground Press. Η Ιστορία του υπόγειου Τύπου», β έκδοση, Αθήνα, 1988 
Sean Stewart, editor, «On the Ground: An Illustrated Anecdotal History of the Sixties Underground Press in the U.S», Oakland CA, 2011
Skinn Dez, «Comix: the Underground Revolution», New York, 2004
Verzuh Ron, «Underground Times: Canada's Flower Child Revolutionaries», Toronto, 1989 
Wachsberger Ken, editor, «Voices from the Underground: Insider Histories of the Vietnam Era Underground Press», Tempe, AZ, 1993
Sean Stewart, editor, «On the Ground: An Illustrated Anecdotal History of the Sixties Underground Press in the U.S», Oakland CA, 2011
Skinn Dez, «Comix: the Underground Revolution», New York, 2004
Verzuh Ron, «Underground Times: Canada's Flower Child Revolutionaries», Toronto, 1989 
Wachsberger Ken, editor, «Voices from the Underground: Insider Histories of the Vietnam Era Underground Press», Tempe, AZ, 1993
Διάφορα έντυπα από το «Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας»
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου