Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Συνέντευξη :Γιάννης Γρηγορίου "Ο ήχος είναι στο μυαλό και στα δάκτυλα" του Γιάννη Αλεξίου







   ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ


   «Ο ήχος είναι στο μυαλό και στα δάκτυλα»









"Πιο ροκά παίκτη από τον Τάκη Σούκα δεν έχω ακούσει !"


Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου


 Σώθηκε από θαύμα όταν πιτσιρικάς πήγε να βάλει στην πρίζα την ηλεκτρική κιθάρα για να παίξει ! Έτσι ήταν γραφτό να γίνει μπασίστας. Αλλά τι μπασίστας ! Ο Γιάννης Γρηγορίου εξελίχθηκε σε κορυφαίο session μουσικό και είναι ο πιο περιζήτητος sideman στις ηχογραφήσεις όλων των ειδών μουσικής, μετρώντας σήμερα 1.600 κομμάτια στο στούντιο. Επίσης διαθέτει την μεγαλύτερη συλλογή μουσικών οργάνων, φυσικά μπάσων, στην Ελλάδα και όχι μόνο, ακόμη πλουσιότερη κι από εκείνη του Stanley Clarke, του ινδάλματός του.
 Ιδρυτικό μέλος σημαντικών ελληνικών συγκροτημάτων όπως οι Equus, Way 2 Go και συμμετοχή στους The Beatles Live Tribute Band μπήκε στη λαϊκή μουσική με τον Τάκη Σούκα τον οποίο ηχογραφούσε κρυφά σε κασέτες όταν έπαιζε μαζί του στο «Χάραμα» εντυπωσιασμένος από το παίξιμό του ! Βρέθηκε ακόμη δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη σε ιστορική του ηχογράφηση με την έγκριση του Χρήστου Νικολόπουλου. Από τους πιο ενεργούς Έλληνες μουσικούς, παίζει συνέχεια και παντού κάτι σαν μουσικός - σαρανταποδαρούσα». Μια ζωή πρόβες, νυχτερινές εμφανίσεις, στούντιο, ηχογραφήσεις, χωμένος βαθιά μέσα στην μεγάλη του αγάπη την μουσική. Αυτό τον καιρό ξεκινά εμφανίσεις στην παραλιακή «Θέα», χωρίς να πτοείται και για άλλα πρότζεκτ !
Από τους λίγους rock και fusion μουσικούς που παρ’ όλου που πέρασε στην λαϊκή μουσική, ακόμη και στα «σκυλάδικα», δεν έχασε την επαφή του με τις μουσικές του ρίζες και εξέλιξε τον ήχο του παίζοντας ότι έχει στο μυαλό του με rock και jazz συγκροτήματα καταφέρνοντας να κινείτε με μεγάλη άνεση και ποιότητα σε όλους τους μουσικούς χώρους.  
 Χολαργιώτης γέννημα θρέμμα, από τους πιο πολυταξιδεμένους μουσικούς και τους ψαγμένους, ο “bassmaniac” Γιάννης Γρηγορίου θα παρουσιάσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της περίφημης και σπάνιας συλλογής μπάσων του στο Vinyl Is Back από 23-25 Σεπτεμβρίου στο «Μουσείο Αυτοκινήτων» παίζοντας παράλληλα live την ιστορία του οργάνου που ξέρει όσο λίγοι…

-Ποιά ήταν η αφορμή να ξεκινήσεις την συλλογή μπάσων όντας μουσικός ;

«Το ’80 που άρχισα να παίζω είχα δάσκαλο τον Αντώνη Τεκτονίδη. Μπασίστας και γιος του πιανίστα που μου έκανε μάθημα στον Κώστα Κλάββα. Ήμουν ο καλός του μαθητής. Μια μέρα πήγαμε σπίτι του και μόλις μπήκα μέσα έπαθα σοκ. Παντού μπάσα ! Από τότε μου μπήκε το μικρόβιο και ήθελα να αποκτήσω καμιά 10αριά καλά όργανα. Τα δέκα έγιναν πενήντα, εκατό και σήμερα έχω περίπου 250 μπάσα στην συλλογή μου ! Άλλωστε το bass (μπάσο) είναι ελληνική λέξη και σημαίνει τη βάση της μουσικής»

-Και σε τι χώρο υπάρχουν τα μπάσα αυτά ;


«Σε τρία σπίτια ! Είναι και οι βαλίτσες ! Τρελό ! Έχω πολύ βασικά όργανα στο στούντιο που τα δουλεύω και πολλές φορές τα πάω πίσω, φέρνω άλλα…Όλα ετοιμοπόλεμα, εκτός από καμιά 20αριά που τα έχω σπίτι και τα μαστορεύω. Έχω τρέλα και με τα ζωγραφισμένα μπάσα, τα οποία τα δίνω σε φίλους και μου τα ζωγραφίζουν !»

-Κι όταν έρχεται η στιγμή να παίξεις πώς διαλέγεις ανάμεσα σε τόσα όργανα ;

«Με δέκα μπάσα είσαι καλυμμένος. Καλύπτουν την γκάμα του μουσικού. Έχω δηλαδή ένα καλό Jazz Bass που παίζω, μετά λέω να πάρω κι ένα άλλο καλό που έχω να το δοκιμάσω και μετά ένα τρίτο και πάει λέγοντας…Γίνονται και κάποια μαγικά στο στούντιο, όπως για παράδειγμα έχω εδώ και δέκα χρόνια ένα μπάσο πεντάχορδο αυθεντικό μοντέλο που έχει βγάλει η Yamaha πεντάχορδο για τον Neithan East, διάσημο μαύρο session μπασίστα που έχει παίξει σε πολλά άλμπουμ και με μουσικούς όπως ο Eric Clapton, και η Yamaha έχει βγάλει  ένα μοντέλο γι’ αυτόν. Το κάθε όργανο το φέρνω στα μέτρα μου χωρίς ν’ αλλάξω χορδές. Από τότε λοιπόν που το πήγα στο στούντιο, το έχουν ερωτευτεί όλοι : ηχολήπτες, παραγωγοί, συνθέτες και επειδή είναι άσπρο, όλοι μου λένε φέρε το «άσπρο» να γράψουμε !»


-Για ποια άλλα μοντέλα μπάσων είσαι υπερήφανος που ανήκουν στην συλλογή σου ;
«Ένα Fender Jazz Bass του ’65, Alembic (αμερικάνικη εταιρία που φτιάχνει χειροποίητα όργανα κατασκευάστρια των πρώτων ηλεκτρικών μπάσων που άλλαξαν τον ήχο) μοντέλο Stanley Clarke, που είναι το σήμα κατατεθέν του εν λόγω κορυφαίου μπασίστα. Γενικότερα όλα τα συγκεκριμένα όργανα που με ενδιέφεραν, τα έχω αποκτήσει».

-Παίρνεις μπάσα και μέσω ίντερνετ ;

«Όχι, για τον απλό λόγο ότι θέλω να παίξω το όργανο πριν το πάρω. Το standard μου είναι να παίζει καλά το όργανο και μετά όλα τα άλλα. Έχω αρκετά όργανα στην συλλογή μου που δεν δίνει πιθανώς σημασία κανείς, αλλά εμένα μου βγάζουν ήχο. Περισσότερο γι’ αυτό μεγαλώνει η συλλογή μου και όχι γιατί θέλω συγκεκριμένα κομμάτια. Πολλοί μουσικοί, είτε φίλοι είτε άγνωστοι μου, που αγοράζουν όργανα από το ίντερνετ και δεν τους κάνουν μόλις τα παίξουν, μου τα φέρνουν και τα δοκιμάζω και αν μου κάνει ο ήχος τα αγοράζω ή τα κάνουμε ανταλλαγή».


-Πώς απέκτησες το πρώτο σου μπάσο ;

«Σε μια εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ και ακούγαμε μουσική από δίσκους και καμιά κασέτα, ήθελα να πάρω πρώτα κιθάρα και ένας θείος, μου στέλνει από τη Γερμανία μια ηλεκτρική κιθάρα. Μια Telecaster. Ήμουν τόσο πιτσιρικάς όταν την πήρα στα χέρια μου αναρωτήθηκα γιατί δεν ακούγεται ! Και με πιάνει ένα μεσημέρι ο πατέρας μου, την στιγμή που είχα βάλει το βύσμα από την μία άκρη στην κιθάρα και από την άλλη ήμουν έτοιμος να το βάλω στην πρίζα ! Μου λέει έντρομος : τι κάνεις εκεί ; Του λέω αφού είναι ηλεκτρική την βάζω στην πρίζα !  Με πρόλαβε ευτυχώς γιατί θα πέθαινα ! Η κιθάρα μπήκε στο ντουλάπι έως ότου το 1977, στα 14 μου, μια θεία μου από τη Γερμανία, όταν τα Jazz Bass έκαναν 30.000 δραχμές, πανάκριβα δηλαδή, είδε την αγάπη μου για το όργανο και μου δώρισε ένα σαν Fender, ένα Eco. Δεν ήταν φθηνό, έκανε 17.000 μαζί με τον ενισχυτή. Από αυτό έχει μείνει τώρα μόνο το μανίκι, από το οποίο κάποια στιγμή του έβγαλα τα τάστα όπως έκανε ο Jaco Pastorius.  Και έτσι ξεκίνησα να παίζω χωρίς να είναι κανένας μουσικός στην οικογένειά μου. Μόνο ο παππούς μου, ο πατέρας δηλαδή της μάνας μου, έπαιζε ποντιακή λύρα, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ. Και η μητέρα μου της άρεσε να τραγουδάει στο σπίτι. Υπήρχε μόνο η φλέβα !».

-Σπούδασες μουσική ;

«Το 1980 πηγαίνω στο ωδείο, στον Κλάββα, να κάνω μαθήματα. Στο Ωδείο Αθηνών, στην Πλάκα. Μπαίνω μέσα και μου λέει ο Αντώνης Τεκτονίδης : παίξε κάτι. Τότε είχε βγει μόλις ο δίσκος Waiting For Something των Socrates, δισκάρα, τον είχα μάθει απ’ έξω. Έπαιζε μπάσο ο Ζηκογιάννης πατώντας στον Pastorius και είχε βάλει πολλά σχήματα “μπασιστικά” και δύσκολα. Τα έπαιζα όλα με το αυτί. Τότε λοιπόν άρχισα να παίζω αυτά τα θέματα από το δίσκο κι έπαθε πλάκα ο Τεκτονίδης και με ρωτά : τι ήρθες να κάνεις εδώ ; Μετά από αυτόν πήρα το πρώτο καλό μου μπάσο ένα Kramer αλουμινένιο με διχάλα, δώρο της μητέρας μου. Πενήντα χιλιάρικα μεταχειρισμένο το’ 80 ενώ το Jazz Bass καινούργιο έκανε τριανταπέντε ! Από εκεί ξεκίνησα να παίζω». 
   
-Ο πατέρας σου δεν ήταν σύμμαχος, μόνο η μητέρα σου στην αγορά αυτού του πρώτο οργάνου ;

«Ήταν αξιωματικός απόστρατος και ήθελε να πάω στην Ευελπίδων ! Του είπα δεν μπορώ, θέλω να γίνω μουσικός. Άρχισα τότε, το ’81 να δουλεύω και να φέρνω σπίτι πιο πολλά λεφτά από τον πατέρα μου και κατάλαβε τότε ότι για μουσικός είμαι ταγμένος».

-Ξεκίνησε να παίζεις μπάσο σε μια εποχή που ήταν στα φόρτε της η funkysoul και η disco που ανέδειξαν το μπάσο. Πόσο σε επηρέασε αυτό το μουσικό κλίμα ;


«Πάρα πολύ, ωστόσο τα μουσικά ακούσματα που με έβαλαν στην μουσική ήταν οι Led Zeppelin, Black Sabbath, Deep Purple ήταν τα αγαπημένα μου γκρουπ. Τους Beatles μετά από αρκετά χρόνια άρχισα να τους καταλαβαίνω. Μέχρι που σχηματίσαμε τους Beatles Tribute Band και πήγαμε δύο φορές στην Αμερική και παίξαμε και στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί βέβαια έβγαλα όλες τις μπασογραμμές του McCartney, νότα – νότα, κι εκεί εκτίμησα τους Beatles. Ακούγοντας με λεπτομέρεια τους Beatles είδα ότι πολλά γκρουπ έχουν πάρει από αυτούς  πράγματα, όπως οι Sabbath στο Paranoid, οι Queen κ.α.».

-Ποιοι μπασίστες ήταν ινδάλματά σου ;


«Ο Roger Glover των Deep Purple, John Paul Jones των Led Zeppelin, Geezer Buttler από τους Sabbath, αγαπημένοι μου. Μετά ο Jaco Pastorius που μεταμόρφωσε το μπάσο το έκανε κάτι άλλο επηρεάζοντας όλο τον πλανήτη και ο Stanley Clarke. Κι ένας δίσκος επίσης ήταν στις μεγάλες επιρροές μου, το «Bad Co» των Bad Company με το παίξιμο του μπασίστα Boz Burrell, όπως και το «Hotel California των Eagles, με το παίξιμο του Randy Meisner, που μου έδωσαν βάση στο πως παίζω. Βγαίνουν σήμερα πράγματα στο παίξιμό μου που είναι από εκεί. Επίσης μετά που άρχισα να ακούω jazz ήμουν φανατικός με τους Mahavishnu Orchestra, Weather Report και τους Brand X, συγκροτήματα που οριοθέτησαν το jazz rock σε μένα».

-Ως πολύπλευρος μουσικός μίλησε μας για την εμπειρία σου πάνω στην ελληνική μουσική…

«Όταν έπαιζα με τον Τάκη Σούκα στο Χάραμα, μεγάλο συνθέτη που παίζει τρομερό σαντούρι, ακορντεόν, έπαιρνα κασετοφωνάκι μαζί μου κι έγραφα τι έπαιζε ! Πιο ροκά παίκτη δεν έχω ακούσει ! Ρουφούσα σαν σφουγγάρι το παίξιμό του. Μετά έπαιζα στο Όνειρο στην Εθνική που ήταν καρά-σκυλάδικο, με ωράρια τρελά, εφτά μέρες τη βδομάδα χωρίς ρεπό, όπου μετά από δύο χρόνια δεν άντεχα άλλο ! Λεφτά πολλά βέβαια, αλλά κούραση μεγάλη. Παρακαλούσα να με διώξουν, αλλά τίποτα. Για μένα κορυφαίος ήταν ο Δήμος Μούτσης. Με τον Μούτση κατάλαβα την ουσία και το βάρος της κάθε νότας. Πρέπει να πάρει τη θέση που του αξίζει στην ελληνική μουσική. Μεγάλη η εμπειρία μου μαζί του. Έχω παίξει ακόμη με τους Βαγγέλη Γερμανό, Νίκο Πορτοκάλογλου, τους Poll το ’90 στον Λυκαβηττό και μαζί τους έκανα ίσως τις πρώτες ηχογραφήσεις στην Ελλάδα με πεντάχορδο μπάσο, σε live σίγουρα, το οποίο είχα φέρει από την έκθεση της Φρανκφούρτης. Εκεί γνώρισα τον ίδιο τον κατασκευαστή κι έκλεισα εκεί ένα άταστο κι ένα πεντάχορδο μπάσο και μου τα έστειλε στην Αθήνα μετά όταν τελείωσε η έκθεση. Στην αρχή έπαιζα πολύ με τον Βαγγέλη Γερμανό και μετά γνωρίστηκα με τον Τάκη Σούκα και μπήκα στα λαϊκά μαγαζιά το ’85. Στο Χάραμα ήταν μαζί του η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Είχαμε παίξει τον Μανώλη Αγγελόπουλο, το Γιώργο Μαργαρίτη. Πήγαμε παραλία και στην Εθνική Οδό. Παράλληλα είχα και τα γκρουπ, όπως τους Way 2 Go (ένα εξαιρετικό jazzrock γκρουπ) με τις Σοφία Νοητή και Σοφία Ράπτη, ο Δημήτρης Μπέλλος, ο Κλεώνας Αντωνίου, ο Καπηλίδης ο μπαμπάς τύμπανα, καταπληκτικό γκρουπ που έχουμε και ηχογραφήσεις που δεν έχουν βγει ποτέ πουθενά».

-Αναζητείς πάντα το καινούργιο στον ήχο ;

«Φυσικά, αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι ο ήχος είναι στο μυαλό και στα δάκτυλα. Το όργανο είναι ένα 20 %, άντε 30 και πολύ λέω. Το υπόλοιπο είναι ο παίκτης».
-Το πολυπαίξιμο σου αυτό, πόσο σε έχει βοηθήσει στην εξέλιξή σου ως μουσικό ;
«Πολύ. Μου έκανε καλό η αγάπη μου για τα διαφορετικά είδη μουσικής. Στο πως αντιλαμβάνομαι τα πράγματα στην μουσική και πώς τα αποδίδω μετά. Πολλοί αναρωτιούνται πώς αντέχω μέσα στη νύχτα και παίζω με διάφορους. Όχι, μόνο αντέχω, αλλά παίρνω πράγματα συνέχεια και με γεμίζει αυτό. Βγαίνουν πράγματα συνέχεια από μέσα μου στο παίξιμο. Ίσως γι’ αυτό με ζητούν συνέχεια στη δισκογραφία. Έχω 1.600 κομμάτια ρεπερτόριο στη δισκογραφία. Από Κρίστη Στασινοπούλου τον πρώτο δίσκο της μέχρι Καζαντζίδη, Γονίδη και Περίδη… Έχουμε κάνει με τον Πορτοκάλογλου «Τα Καράβια Μου Καίω», ο οποίος είναι ο μοναδικός δίσκους που πριν τον ηχογραφήσουμε το παίζαμε ήδη έξι μήνες live και ζυμώθηκαν τα συγκεκριμένα κομμάτια με τους μουσικούς πριν μπούμε στο στούντιο. Γι ‘ αυτό βγήκε τέτοιο παίξιμο και τέτοιο ήχος ! Και ο δίσκος «Βραχυκύκλωμα» του Βαγγέλη Γερμανού είναι ιδιαίτερο. Έπαιξα στο δίσκο – το λέω και ανατριχιάζω – του Στέλιου Καζαντζίδη με τον Χρύσανθο «Τα Αηδόνια του Πόντου». Τότε έπαιζα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, το ’92, και μας λέει μια μέρα, εμένα και του Γιάννη Χατζή του ντράμερ, δεν έρχεστε στο στούντιο μου να γράψουμε κάτι ποντιακά. Παίξαμε τύμπανα και μπάσο πάνω σε ήδη παιγμένες λύρες, τρομερά δύσκολο πάνω σε ρυθμούς τρελούς κι έρχεται ο Καζαντζίδης και λέει όλα τα κομμάτια μέσα σ’ ένα απόγευμα !. Επίσης θυμάμαι κάναμε ένα δίσκο με το Βαγγέλη το Βέκιο τον συγχωρεμένο, που λεγόταν «Ντέρτι». Το ’81. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα στο στούντιο Sierra να γράψω. Ο Βέκιος τύμπανα, εγώ μπάσο και ο επίσης συγχωρεμένος ο Θοδωρής Δήμου κιθάρα. Τα τραγούδια είχαν ethnic στοιχεία. Ας το πούμε ethnic-rock. Κι έρχεται η εταιρία και λέει να τα πει αυτά η Χάρις Αλεξίου. Ο Βαγγέλης όμως επέμενε να τα τραγουδήσει η Ιωάννα Τσιριγκούλη, η κόρη ενός σκηνοθέτη. Αν τα έλεγε η Αλεξίου θα γινόταν πανικός τότε. Πριν γίνει μόδα το ethnic. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην ΕΜΙ, αλλά θάφτηκε και δεν ακούστηκε ποτέ…».   

-Πώς ξεκίνησες να παίζεις ;


«Είχαμε μια μπάντα του Equus, που σημαίνει άλογο στα Λατινικά. Το ’80-’81. Μέλη τους ήταν ο Χρήστος Ταμπουρατζής, κιθάρα - φωνή και ο Τάκης ο Κουβατσέας στα τύμπανα. Τρίο. Παίζαμε στο Σπόρτινγκ, στο Αχ Μαρία, σε μπαράκια και σε συναυλίες. Στο Skylab στην Πλάκα παίζαμε το ’80 με τους Sharp Ties και μετά με τον Τζίμη Πανούση που τότε έβγαινε μόνος του με μια ένα σκαμπό, μια κιθάρα και μια ομπρέλα ! Μετά έκανε τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Παίζαμε κλασικό ροκ, δικά μας κομμάτια».

-Η σχέση σου με τα βινύλια ποια ήταν ;

«Δεν είχαμε πικ-απ σπίτι, αλλά πήγαινα σε φίλους κι άκουγα. Έγραφα κασέτες. Ο μακαρίτης ο Θάνος Παπαποστόλου, ο ντράμερ του Τζώννυ Βαβούρα, είχε πολλά βινύλια και πήγαινα σπίτι του κι έγραφα κασέτες κι άκουγα σπίτι μου. Τις έχω ακόμη τις κασέτες αυτές. Τα τελευταία 15 χρόνια αγοράζω βινύλια. Έχω τρέλα να μαζεύω πράγματα της ζωής μου που περνάει !».

-Στο Μουσείο Αυτοκινήτων στη διάρκεια του 8ου Vinyl Is Back τι θα παρουσιάσεις ;


«Ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της συλλογής μπάσων μου, δέκα κομμάτια που είναι κορυφαία κι έχουν γράψει ιστορία, το καθένα στο είδος του στο ηλεκτρικό μπάσο και θα συνδυάσουμε με δίσκους που έχουν παίξει. Παράλληλα θα κάνουμε και live με κομμάτια που έχουν ηχογραφηθεί και έχουν γράψει ιστορία με το καθένα από τα μπάσα αυτά. Όπως το My Generation των Who με το αυθεντικό μπάσο που κάνει το σόλο στο τραγούδι. Νομίζω ότι θα έχει πολύ ενδιαφέρων».


-Με τη δουλειά σου έχεις κάνει ταξίδια ;

«Ναι πάρα πολλά. Έχω πάει Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία, παντού. Μόνο Ιαπωνία και Αφρική δεν έχω πάει. Με τους The Beatles Live Tribute Band, ιδρυτικό μέλος τους ήταν ο Χάρης Κελλάρης,
παίξαμε στο Κεντάκι της Αμερικής στο μεγαλύτερο φεστιβάλ Beatles στον κόσμο με πληρωμένα όλα, αεροπορικά εισιτήρια, ξενοδοχεία, φαγητό και αμοιβή. Πήγαμε δύο χρονιές το ’04 και το ’05. Συμμετείχαν κάθε φορά 50 μπάντες απ’ όλο τον κόσμο.  Το όνομά μας εκεί ήταν Greek Beats γιατί το Beatles δεν μπορείς να το πεις στην Αμερική, θα σε πάνε μέσα. Εμείς παίξαμε με 12 Έλληνες μουσικές και μαζί μας 6 νοικιασμένους μουσικούς Αμερικάνους ! Τρία έγχορδα και τρία πνευστά. Νότα – νότα, τους τα είχαμε στείλει και παίξαμε κατευθείαν ! Παίξαμε τα κομμάτια των Beatles όπως τα ακούς στο δίσκο. Μόλις παίξαμε κατεβαίνω από την σκηνή μαζί με τον Νίκο Μαρκάκη που έχει στήσει την μπάντα και μας πλησιάζει ένας ατζέντης και βγάζει την κάρτα του και μας ζητά να μείνουμε στην Αμερική προτείνοντας μας μόνιμη δουλειά στο Λας Βέγκας ! Εκείνη την στιγμή έρχεται ένας άλλος που είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ αυτού στο Κεντάκι και την παίρνει την κάρτα και λέει εγώ αντιπροσωπεύω και μανατζάρω τα παιδιά στην Αμερική ! Σφαχτήκανε ! Εκείνος μας πρότεινε να κλείσουμε εμείς το φεστιβάλ ! Τρομερή στιγμή για μας. Εκεί καταλάβαμε πόσο καλοί μουσικοί και ακομπλεξάριστοι είναι οι Αμερικάνοι. Στο τέλος όντως έτσι έγινε και ανεβήκανε και παίξανε μαζί μας ! Σαν να κάνεις φεστιβάλ Τσιτσάνη στην Αθήνα και να έρθουν Αμερικάνοι και να τους πει ο οργανωτής να παίξετε εσείς στο τέλος και οι Έλληνες μαζί σας ! Αυτό είναι απίθανο από πολλές μεριές…Τελικά δεν μείναμε στην Αμερική γιατί όλοι είχαμε οικογένειες και παιδιά στην Ελλάδα…».


-Σε ευχαριστώ πολύ !


«Επίσης και ραντεβού στο Vinyl Is Back στο Μουσείο Αυτοκινήτου !».


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Το rock ζει στην Αντίπαρο ! Του Γιάννη Αλεξίου









Το rock ζει στην Αντίπαρο !




    
      Με τον αγαπημένο Τζίμη Πανούση στην Αντίπαρο 

  

Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου 


Το 1978 ένας Ιταλός προκάλεσε τον Κυρ – Γιάννη που είχε ένα αμπελώνα 23 στρεμμάτων , όταν του ζήτησε να του τον πουλήσει για να το κάνει κάμπινγκ. Ο κυρ – Γιάννης πήρε την ιδέα και αντέδρασε στην πρόταση του Ιταλού στήνοντας ο ίδιος το κάμπινγκ που μέχρι σήμερα είναι το σημείο αναφοράς της Αντίπαρου. Το εναλλακτικό νησί της πρώτης κείνης φουρνιάς των νησιών που επισκεπτόμασταν στα 80ς στις Κυκλάδες, όπως η Ιός, η Σαντορίνη και η Πάρος - πρωτοπόρος ο φίλος μου Άγγελος Ευθυμίου πιστός της Αντιπάρου, ο μόνος τότε - που ωστόσο δεν το κατάπιε ο χρόνος και έστω και εν 2016 πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στην ένδοξη Αντίπαρο. Εκτός του κάμπινγκ το άλλο εμβληματικό σημείο της είναι η ντίσκο «La Luna» που παραμένει ίδια κι απαράλλακτη από το 1981, εκεί στην άκρη της χώρας που άντε να γυρίσεις πιωμένος πίσω με τα πόδια στο ξημέρωμα. Ανοίγει στις 4 τα χαράματα, ενώ καμιά ώρα πριν ηχούν τα ξυπνητήρια στο κάμπινγκ ώστε να πάνε εκεί !
Στο κάμπινγκ της Αντιπάρου ο Μιχάλης, παλιός θαμώνας του θρυλικού ροκ κλαμπ «Όμπρε» παίζει την καλύτερη μουσική στο νησί ! Όταν κλείνει το εστιατόριο στις 10 το βράδυ, αυτός ανοίγει τα φώτα στο χώρο ακριβώς δίπλα στο εστιατόριο και παίζεις τις πρώτες ροκιές ! Το  μπαρ του κάμπινγκ μένει ανοιχτό ως τις 5 το πρωί και η κατανάλωση του αλκοόλ δεν έχει τελειωμό ! Ένας ψιλόλιγνος τατουαζάτος τύπος είναι αυτός που γνωρίζει καλά τα μυστικά της μουσικής και γίνεται οδηγός στην μακριά νύχτα καθημερινά με εναλλασσόμενο πρόγραμμα ανάλογα το κοινό εάν είναι πιο rock ή metal ή grunge. Συνήθως ξεκινά με ψυχεδέλεια και garage rock και περνάει στο classic rock.
Η Αντίπαρος γενικά δεν μπορείς να πεις ότι έχει ξέφρενη νυχτερινή ζωή, αλλά έχει μερικά καλά στέκια να περάσεις το βράδυ για όσους δεν αντέχουν το ξενύχτι με προορισμό την «La Luna». Υπάρχει το «Loco» που είναι στην στροφή της βόλτας στη χώρα, όπου παίζει κυρίως «μαύρη» μουσική και το έχει ένα παιδί από το Γουδί, στην Αθήνα. Μπροστά από τα μπαρ αυτό περνάει όλο το νησί καθώς είναι η συνηθισμένη βόλτα στα μαγαζιά και τα φαγάδικα που καταλήγει στην πλατεία που είναι γεμάτη μπαράκια. Εκεί σε ένα στενό υπάρχει το rock bar «Doors» που σε προκαλεί να το επισκεφτείς και μόνο λόγω ονόματος. Είναι μικρό και ζεστό και πάντα χορεύει μέσα ο κόσμος κάτω από τις αφίσες του Jim Morrison και του David Bowie στους ρυθμούς του d.j. Γιώργου, παλιού θαμώνα επίσης του «Όμπρε» που παίζει classic rock, soul και χορευτικές επιτυχίες όλων των παλιότερων δεκαετιών. Δίπλα του πιο χωμένο είναι το «Louky Louk» με τραπέζακια α λα σαλούν στον εξωτερικό του χώρο. Υπάρχει βέβαια και το κλαμπ «Remember» όπου κυριαρχεί το μαύρο χρώμα και η μουσική 80ς, στο δρόμο προς τη «La Luna», αλλά παρά το ωραίο στήσιμό του συγκεντρώνει μόνο φανατικούς μοναχικούς του κλαμπ αυτού.
Το πιο…έτσι μπαρ της Αντίπαρου είναι το «Boogaloo» του Δημήτρη που είναι bartender και φτιάχνει απίθανα κοκτέιλ που τα επιλέγεις σε ένα απίθανο κατάλογο που είναι γεμάτο φωτογραφίες από την «Studio 54». Η γλυκιά Σάρα με απίστευτη θετική ενέργεια και χαμόγελο που σερβίρει μας πρότεινε στη γυναίκα μου το κοκτέιλ Shy κι εγώ προτίμησα το «B.B. King» λόγω ονόματος ! Ατμοσφαιρικό περιβάλλον, lounge μουσική και πιο κυριλέ κόσμο από τα άλλα μπαρ. Οι τιμές των κοκτέιλ κυμαίνονται από 9 έως 14 ευρώ.

Υπάρχει βέβαια και το «Nixon On The Beach» στην παραλία Beach House, όπου παίζει πολύ καλή μουσική και έχει καλό εστιατόριο – στο διπλανό μας τραπέζι καθόταν ο Παύλος, ο γιος του τέως με την Μαρί Σαντάλ και τα παιδιά τους, ενώ εκεί πετύχαμε και τον τζαζίστα Κώστα Μπαλταζάνη που ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και 5 χρόνια και είχε τη διάθεση να μου δώσει μια συνέντευξη για τον «Ήχο». Τον προηγούμενο βράδυ είχε τζαμάρει στο «Nixon» με άλλους μουσικούς. Είναι το ίδιο μαγαζί που βρίσκεται και στο Γκάζι !
Η αλήθεια είναι ότι η Αντίπαρος τα τελευταία χρόνια έχει γίνει της μόδας και συναντάς διάφορους επωνύμους στο δρόμο, από τον δημοσιογράφο Κίρτσο και τον μπασκετμπολίστα Παπαλουκά, έως τον Λαζόπουλο και τον Κούλογλου, αλλά και το γνωστό ζεύγος Πάνου Μουζουράκη – Μαρίας Σολωμού. Ο πιο αυθεντικός παραμένει ο Τζίμης Πανούσης που είναι η εμβληματική πια φυσιογνωμία του νησιού καθώς αυτός έχει ανακαλύψει το νησί και πάει εκεί από τις αρχές του ’80. Τον πέτυχα να τρώει σουβλάκια στο «Οικογενειακό» με τη οικογένειά του, το καλό σουβλατζίδικο του νησιού που ιδρύθηκε το 1982, τη χρόνιά που οι Μουσικές Ταξιαρχίες έβγαλαν τον πρώτο του δίσκο ! Άρα, τυχαίο που πέτυχα εκεί τον Τζιμάκο ;
Ουρές σχηματίζονται και στο παγωτατζίδικο της Βίκυς, λίγο πιο πέρα από το «Loco», αλλά όσες φορές έφαγα παγωτό δεν ενθουσιάστηκα, ιδιαίτερα στις σοκολάτες της…  

Απίθανη φάση είναι το θερινό σινεμαδάκι της Αντίπαρου, το «Ωλιαρός», όπου ο Γιάννης προβάλλει ψαγμένες ταινίες σε ένα ωραίο περιβάλλον με ελεύθερη είσοδο ! Πληρώνεις σε πολύ χαμηλές τιμές μόνο ότι πάρεις από το μπαρ (τα αναψυκτικά 1 ευρώ, το ποπ-κορν 1.5 το μεγάλο κλπ). Εκεί λοιπόν είδαμε το «Τσάινα Τάουν» και το «Φρανκεστάιν Τζούνιορ». Είναι «επικίνδυνα» ωραία εκεί και μπορεί κανείς να «κολλήσει» και να πηγαίνει κάθε βράδυ σινεμά στις 10.30 μ.μ. Ο χώρος φιλοξενεί ενίοτε και συναυλίες και παιδικές προβολές νωρίτερα ! Αξιέπαινη προσπάθεια.  

Για φαγητό υπάρχει καλό στο «Περαματάκι» με θέα την παραλία του μικρού Σωρού, με νοστιμιές ψητές, αλλά και εξαιρετικό μαγειρευτό, ο «Ντάμης» μέσα στη χώρα σε πολύ χαμηλές τιμές και εξαιρετικό φαγητό με τραπέζια μέσα σε μια όμορφη αυλή. Στο λιμάνι υπάρχει το «Σταθερό» με καλές σχετικά τιμές και μέτριο προς το καλό φαγητό, ανάλογα τι θα πάρεις. Για ψάρι όλα τα λεφτά είναι ο «Ιάκωβος» στο πρώτο στενάκι δεξιά στη χώρα, ένας απίθανος τύπος που ανοίγει την ταβέρνα του γύρω στις 7 το απόγευμα με λίγα τραπέζια, ενώ θα μπορούσε άνετα να έχει κι άλλα, με τεράστιες μερίδες (βλ. καλαμαράκια, γαριδάκι, πατάτες, σαλάτα κ.α.) και παλιά λαϊκά αλανιάρικα παιγμένα από κασέτες ! Μια μάλλον είχε γράψει , Καζαντζίδη, Ζαγοραίο, Γαβαλά και Χρηστάκη πάνω σε χιπ-χοπ, όπως φάνηκε στο τέλος της πλευράς ! Τα πιάτα είναι όλα στα 7-7.5 ευρώ και την κάνεις «ταράτσα» ! Καλό φαγητό σας περιμένει και στην ταβέρνα του «Γιώργη» στη χώρα όπου έχει επίσης καλές τιμές. Ο ίδιος ο κυρ-Γιώργης κερνάει με του καθίσεις τσιπουράκι, κάτι που κάνει και στους περαστικούς διαλαλώντας το μαγαζί του !  Για πρωινό ότι καλύτερο είναι η «Μαργαρίτα», αλλά και βραδινό με ιταλικές γεύσεις και ωραία γλυκά.  Επίσης το «Lalouche» έχει καλό και ακριβό φαγητό, ενώ αξιόλογο είναι και το «Yava» με ethnic κουζίνα. Την ‘Κληματαριά» ξεχάστε την έχει χαλάσει το φαγητό της (μόνο τα παπουτσάκια της αξίζουν), άσε που είδαμε και τις μόνες κοκαλιασμένες γάτες στο νησί εκεί μέσα. Γενικά το νησί είναι φιλόζωο και υπάρχουν πολλές γάτες στα σπίτια και γύρω, αλλά πολλοί έχουν μαζί το σκύλο του χωρίς κανένα πρόβλημα πουθενά.     


Όλα τα λεφτά όμως είναι το κάμπινγκ, όπου το μέσο όρο ηλικίας πλέον των κάμπερς είναι πολύ χαμηλό, μιλάμε για ηλικίες 18-22 ετών στο 80 %, ενώ το άλλο 20 % είναι πιστοί του κάμπινγκ που πηγαίνουν εκεί κάθε καλοκαίρι εδώ και 10 έως 30 χρόνια ! Έχει πιστούς κάμπερς μεγαλύτερης ηλικίας από Ιταλία, Γαλλία και Βέλγιο, όχι μόνο Έλληνες. Το κάμπινγκ εκτός από πολύ ζωντάνια διαθέτει και απίθανη παραλία με κέδρους και γαλαζοπράσινα νερά, ένα απίθανο πράγμα, με ρηχή όμως θάλασσα που περπατώντας μπορείς να βγεις στο απέναντι νησάκι και να ξαναγυρίσεις πολύ εύκολα. Φυσικά και εκεί υπάρχει παραλία γυμνιστών, που όμως δεν τηρείται απόλυτα κυρίως από τους νεαρούς και νεαρές λουόμενες που καταπατούν τον κανόνα του γυμνισμού και μάλιστα χωρίς καμιά παρατήρηση. Η ταμπέλα «Μόνο γυμνιστές» (Nudist official beach) σηματοδοτεί το χώρο αυτό όπου τελικά συνυπάρχει ένα μείγμα γυμνιστών και λουόμενων ! Το καλό είναι η παντελής απουσία από παιδάκια και φωνές τους, οπότε υπάρχει απολαυστική ησυχία, τουλάχιστον έως τέλος Ιουλίου.

  Η καλύτερη εποχή για το κάμπινγκ εκεί είναι έως περίπου 25 Ιουλίου γιατί μετά γεμίζει και ο θόρυβος είναι ανυπόφορος για όσους θέλουν ησυχία. Οι σκιές είναι πολλές και το κάμπινγκ τεράστιο. Στο κάτω μέρος έχει αυτόνομα δωμάτια – καλαμιές για τις σκηνές. Διαθέτει σκηνές το ίδιο το κάμπινγκ με άνετα στρώματα μέσα, ενώ μπορεί να σε προμηθεύσει και αιώρες, τραπέζια, καρέκλες. Το άτομο κοστίζει 8 ευρώ ημερησίως και 2 ευρώ η σκηνή του κάμπινγκ. Οι άνθρωποι εκεί συχνά κάνουν και καλύτερες τιμές στο τέλος και είναι γενικά χαλαροί μέσα στο κλίμα της φιλοσοφίας του κάμπινγκ. Ο χώρος του εστιατορίου, μέσα κι έξω είναι σχεδόν μόνιμα γεμάτος από κόσμος κι εκεί μπορείς να φας σε καλές σχετικά τιμές, ενώ υπάρχει καθημερινά μεγάλη ποικιλία φαγητών. Πολλοί μένουν στο κάμπινγκ όλη την ημέρα πίνοντας καφέ το πρωί, τρώγοντας εκεί μετά, συνεχίζοντας το απόγευμα κάνοντας μπάνιο στην παραλία του κάμπινγκ και το βράδυ εκτός του μπαρ γίνονται συχνά live (πέτυχα εκεί τον Βασίλη Σαλταγιάννη, αλλά και τους Alcalica με την Γερμανίδα τραγουδίστρια και το πειραματικό τους ήχο με βιολί και προγραμματιστή) που ξεκινούν στις 10 μ.μ., ενώ έγινε και μια βραδιά stand up comedy. Επίσης παρέες συγκεντρώνονται κάποια απογεύματα και τραγουδούν και παίζουν ρεμπέτικα. Οι περισσότεροι πάνε με τα πόδια από το κάμπινγκ στη χώρα καθώς είναι περίπου 1 χιλιόμετρο περπάτημα. Το δράμα είναι για όσους κοιμούνται, η ώρα που καταφθάνουν πιωμένες οι παρέες. Καλό είναι να πάρετε και ωτοασπίδες μαζί σας, εάν ξυπνάτε με το παραμικρό.  

Το σημαδιακό ήταν ότι μπροστά από την σκηνή μας υπήρχε ένα ηλιοκαμένο μαύρο «δόντι» από 45άρι δισκάκι που είχε μείνει μισό και ούτε ο διάβολος δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί.
Σ’ ένα ξεκαρδιστικό στιγμιότυπο στην παραλία, Ιταλός γυμνός από την Τζένοβα, οπαδός της Σαμπτόρια που έρχεται χρόνια εκεί χαζεύει και σχολιάζει πίνοντας μπύρα κάποια ωραία οπίσθια των οποίων δηλώνει μέγας λάτρης και του επικεντρώνει την προσοχή ξαφνικά η γυναίκα μου σε ένα ώριμο οπίσθιο αδύνατου ψηλού κορμιού που σκύβει στα τέσσερα αλλάζοντας πλευρά στον ήλιο και τότε εκείνος σχολιάζει : «Α, είναι της πρώην γυναίκας μου !»…Ήταν αλήθεια καθώς πήγαιναν 20 χρόνια εκεί και είναι χωρισμένοι τα τελευταία 3 χρόνια και πήγαν εκεί με διαφορετικούς συντρόφους ώστε να δει ο Τζιανκάρλο τα παιδιά του που έχουν κι ελληνικά ονόματα !  
Από παραλίες ξεχωρίζει ο Σωρός όπου μαζεύει «δήθεν» άτομα, φάτσες που ακούν Βέρτη και Παντελίδη, ψωνισμένες και Νεοέλληνες στις ξαπλώστρες του μπαρ που πληρώνουν 25 ευρώ την καθεμιά. Πιο πέρα όμως στα αρμυρίκια και στο τέρμα στους βράχους είναι καλά, Καλύτερα είναι στον μικρό Σωρό, κολυμπάς χωρίς κόσμο, αλλά υπάρχει κίνδυνος να σκάσει καμιά ντόπια οικογένεια με παιδάκια και τι να τους πεις…απλώς φεύγεις. Το ίδιο και στον Αγ. Γεώργιο όπου είναι μια ωραία παραλία με δεντράκια, αλλά είναι το χωριό από πάνω και οι ντόπιοι την μεταμορφώνουν σε οικογενειακή, οπότε πας αλλού. Στη Φανερωμένη και στον Αγ. Σώστη θέλει τζιπ για να φτάσεις λόγω του κακοκτράχαλου δρόμου, εκτός κι αν το πάρεις με το πόδι.  Στο Απάντημα είναι καλά στο Beach House, αλλά από την αριστερή πλευρά κάτω από το Nixon γιατί από την άλλη είναι τίγκα στις οικογένειες και τα μπρατσάκια κι έχει και στρώματα, αλλά και ξαπλώστρες που χαλάνε την ομορφιά της παραλίας που διαθέτει επίσης αλμυρίκια στο πάνω μέρος της.

Η Αντίπαρος δεν είναι το νησί που θα πάθεις πλάκα με τις νοστιμιές των φαγητών, ούτε με την νυχτερινή διασκέδαση, αλλά ούτε και με τις παραλίες. Ωστόσο όλα αυτά τα στοιχεία δένουν με ένα μυστήριο τρόπο και δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα συνολικά που τελικά χαίρεσαι τελικά για την επιλογή σου να πας Αντίπαρο.