Το rock ζει στην Αντίπαρο !
Το 1978 ένας Ιταλός προκάλεσε τον Κυρ – Γιάννη που είχε ένα
αμπελώνα 23 στρεμμάτων , όταν του ζήτησε να του τον πουλήσει για να το κάνει
κάμπινγκ. Ο κυρ – Γιάννης πήρε την ιδέα και αντέδρασε στην πρόταση του Ιταλού στήνοντας
ο ίδιος το κάμπινγκ που μέχρι σήμερα είναι το σημείο αναφοράς της Αντίπαρου. Το
εναλλακτικό νησί της πρώτης κείνης φουρνιάς των νησιών που επισκεπτόμασταν στα
80ς στις Κυκλάδες, όπως η Ιός, η Σαντορίνη και η Πάρος - πρωτοπόρος ο φίλος μου
Άγγελος Ευθυμίου πιστός της Αντιπάρου, ο μόνος τότε - που ωστόσο δεν το κατάπιε
ο χρόνος και έστω και εν 2016 πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στην ένδοξη
Αντίπαρο. Εκτός του κάμπινγκ το άλλο εμβληματικό σημείο της είναι η ντίσκο «La Luna» που παραμένει ίδια κι
απαράλλακτη από το 1981, εκεί στην άκρη της χώρας που άντε να γυρίσεις πιωμένος
πίσω με τα πόδια στο ξημέρωμα. Ανοίγει στις 4 τα χαράματα, ενώ καμιά ώρα πριν
ηχούν τα ξυπνητήρια στο κάμπινγκ ώστε να πάνε εκεί !
Στο κάμπινγκ της Αντιπάρου ο Μιχάλης, παλιός θαμώνας του
θρυλικού ροκ κλαμπ «Όμπρε» παίζει την καλύτερη μουσική στο νησί ! Όταν κλείνει
το εστιατόριο στις 10 το βράδυ, αυτός ανοίγει τα φώτα στο χώρο ακριβώς δίπλα
στο εστιατόριο και παίζεις τις πρώτες ροκιές ! Το μπαρ του κάμπινγκ μένει ανοιχτό ως τις 5 το
πρωί και η κατανάλωση του αλκοόλ δεν έχει τελειωμό ! Ένας ψιλόλιγνος
τατουαζάτος τύπος είναι αυτός που γνωρίζει καλά τα μυστικά της μουσικής και
γίνεται οδηγός στην μακριά νύχτα καθημερινά με εναλλασσόμενο πρόγραμμα ανάλογα
το κοινό εάν είναι πιο rock
ή metal ή grunge. Συνήθως ξεκινά με
ψυχεδέλεια και garage – rock και περνάει στο classic rock.
Η Αντίπαρος γενικά δεν μπορείς να πεις ότι έχει ξέφρενη νυχτερινή
ζωή, αλλά έχει μερικά καλά στέκια να περάσεις το βράδυ για όσους δεν αντέχουν
το ξενύχτι με προορισμό την «La Luna».
Υπάρχει το «Loco» που
είναι στην στροφή της βόλτας στη χώρα, όπου παίζει κυρίως «μαύρη» μουσική και
το έχει ένα παιδί από το Γουδί, στην Αθήνα. Μπροστά από τα μπαρ αυτό περνάει
όλο το νησί καθώς είναι η συνηθισμένη βόλτα στα μαγαζιά και τα φαγάδικα που
καταλήγει στην πλατεία που είναι γεμάτη μπαράκια. Εκεί σε ένα στενό υπάρχει το rock bar «Doors» που σε προκαλεί να το
επισκεφτείς και μόνο λόγω ονόματος. Είναι μικρό και ζεστό και πάντα χορεύει
μέσα ο κόσμος κάτω από τις αφίσες του Jim Morrison και του David Bowie στους
ρυθμούς του d.j. Γιώργου, παλιού θαμώνα επίσης
του «Όμπρε» που παίζει classic rock,
soul και
χορευτικές επιτυχίες όλων των παλιότερων δεκαετιών. Δίπλα του πιο χωμένο είναι
το «Louky Louk»
με τραπέζακια α λα σαλούν στον εξωτερικό του χώρο. Υπάρχει βέβαια και το κλαμπ «Remember» όπου κυριαρχεί το
μαύρο χρώμα και η μουσική 80ς, στο δρόμο προς τη «La Luna», αλλά παρά το ωραίο
στήσιμό του συγκεντρώνει μόνο φανατικούς μοναχικούς του κλαμπ αυτού.
Το πιο…έτσι μπαρ της Αντίπαρου είναι το «Boogaloo» του Δημήτρη που είναι bartender και
φτιάχνει απίθανα κοκτέιλ που τα επιλέγεις σε ένα απίθανο κατάλογο που είναι γεμάτο
φωτογραφίες από την «Studio
54». Η γλυκιά Σάρα με απίστευτη θετική ενέργεια και χαμόγελο που σερβίρει μας πρότεινε
στη γυναίκα μου το κοκτέιλ Shy κι εγώ προτίμησα το «B.B. King» λόγω ονόματος ! Ατμοσφαιρικό
περιβάλλον, lounge μουσική και πιο κυριλέ κόσμο από τα άλλα μπαρ. Οι τιμές των
κοκτέιλ κυμαίνονται από 9 έως 14 ευρώ.
Υπάρχει βέβαια και το «Nixon On The Beach» στην παραλία Beach House, όπου παίζει πολύ καλή μουσική και έχει καλό εστιατόριο – στο
διπλανό μας τραπέζι καθόταν ο Παύλος, ο γιος του τέως με την Μαρί Σαντάλ και τα
παιδιά τους, ενώ εκεί πετύχαμε και τον τζαζίστα Κώστα Μπαλταζάνη που ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και 5 χρόνια και είχε τη διάθεση να μου δώσει μια συνέντευξη για
τον «Ήχο». Τον προηγούμενο βράδυ είχε τζαμάρει στο «Nixon» με άλλους μουσικούς. Είναι το
ίδιο μαγαζί που βρίσκεται και στο Γκάζι !
Η αλήθεια είναι ότι η Αντίπαρος τα τελευταία χρόνια έχει
γίνει της μόδας και συναντάς διάφορους επωνύμους στο δρόμο, από τον
δημοσιογράφο Κίρτσο και τον μπασκετμπολίστα Παπαλουκά, έως τον Λαζόπουλο και
τον Κούλογλου, αλλά και το γνωστό ζεύγος Πάνου Μουζουράκη – Μαρίας Σολωμού. Ο
πιο αυθεντικός παραμένει ο Τζίμης Πανούσης που είναι η εμβληματική πια φυσιογνωμία
του νησιού καθώς αυτός έχει ανακαλύψει το νησί και πάει εκεί από τις αρχές του ’80.
Τον πέτυχα να τρώει σουβλάκια στο «Οικογενειακό» με τη οικογένειά του, το καλό
σουβλατζίδικο του νησιού που ιδρύθηκε το 1982, τη χρόνιά που οι Μουσικές
Ταξιαρχίες έβγαλαν τον πρώτο του δίσκο ! Άρα, τυχαίο που πέτυχα εκεί τον
Τζιμάκο ;
Ουρές σχηματίζονται και στο παγωτατζίδικο της Βίκυς, λίγο
πιο πέρα από το «Loco»,
αλλά όσες φορές έφαγα παγωτό δεν ενθουσιάστηκα, ιδιαίτερα στις σοκολάτες της…
Απίθανη φάση είναι το θερινό σινεμαδάκι της Αντίπαρου, το «Ωλιαρός»,
όπου ο Γιάννης προβάλλει ψαγμένες ταινίες σε ένα ωραίο περιβάλλον με ελεύθερη
είσοδο ! Πληρώνεις σε πολύ χαμηλές τιμές μόνο ότι πάρεις από το μπαρ (τα
αναψυκτικά 1 ευρώ, το ποπ-κορν 1.5 το μεγάλο κλπ). Εκεί λοιπόν είδαμε το «Τσάινα
Τάουν» και το «Φρανκεστάιν Τζούνιορ». Είναι «επικίνδυνα» ωραία εκεί και μπορεί κανείς να «κολλήσει» και να πηγαίνει κάθε βράδυ σινεμά στις 10.30 μ.μ.
Ο χώρος φιλοξενεί ενίοτε και συναυλίες και παιδικές προβολές νωρίτερα ! Αξιέπαινη
προσπάθεια.
Για φαγητό υπάρχει καλό στο «Περαματάκι» με θέα την παραλία
του μικρού Σωρού, με νοστιμιές ψητές, αλλά και εξαιρετικό μαγειρευτό, ο «Ντάμης»
μέσα στη χώρα σε πολύ χαμηλές τιμές και εξαιρετικό φαγητό με τραπέζια μέσα σε
μια όμορφη αυλή. Στο λιμάνι υπάρχει το «Σταθερό» με καλές σχετικά τιμές και
μέτριο προς το καλό φαγητό, ανάλογα τι θα πάρεις. Για ψάρι όλα τα λεφτά είναι ο
«Ιάκωβος» στο πρώτο στενάκι δεξιά στη χώρα, ένας απίθανος τύπος που ανοίγει την
ταβέρνα του γύρω στις 7 το απόγευμα με λίγα τραπέζια, ενώ θα μπορούσε άνετα να έχει
κι άλλα, με τεράστιες μερίδες (βλ. καλαμαράκια, γαριδάκι, πατάτες, σαλάτα κ.α.)
και παλιά λαϊκά αλανιάρικα παιγμένα από κασέτες ! Μια μάλλον είχε γράψει ,
Καζαντζίδη, Ζαγοραίο, Γαβαλά και Χρηστάκη πάνω σε χιπ-χοπ, όπως φάνηκε στο
τέλος της πλευράς ! Τα πιάτα είναι όλα στα 7-7.5 ευρώ και την κάνεις «ταράτσα»
! Καλό φαγητό σας περιμένει και στην ταβέρνα του «Γιώργη» στη χώρα όπου έχει επίσης
καλές τιμές. Ο ίδιος ο κυρ-Γιώργης κερνάει με του καθίσεις τσιπουράκι, κάτι που
κάνει και στους περαστικούς διαλαλώντας το μαγαζί του ! Για πρωινό ότι καλύτερο είναι η «Μαργαρίτα»,
αλλά και βραδινό με ιταλικές γεύσεις και ωραία γλυκά. Επίσης το «Lalouche» έχει καλό και ακριβό φαγητό, ενώ αξιόλογο είναι και το «Yava» με ethnic κουζίνα.
Την ‘Κληματαριά» ξεχάστε την έχει χαλάσει το φαγητό της (μόνο τα παπουτσάκια της
αξίζουν), άσε που είδαμε και τις μόνες κοκαλιασμένες γάτες στο νησί εκεί μέσα.
Γενικά το νησί είναι φιλόζωο και υπάρχουν πολλές γάτες στα σπίτια και γύρω,
αλλά πολλοί έχουν μαζί το σκύλο του χωρίς κανένα πρόβλημα πουθενά.
Όλα τα λεφτά όμως είναι το κάμπινγκ, όπου το μέσο όρο
ηλικίας πλέον των κάμπερς είναι πολύ χαμηλό, μιλάμε για ηλικίες 18-22 ετών στο
80 %, ενώ το άλλο 20 % είναι πιστοί του κάμπινγκ που πηγαίνουν εκεί κάθε
καλοκαίρι εδώ και 10 έως 30 χρόνια ! Έχει πιστούς κάμπερς μεγαλύτερης ηλικίας από Ιταλία, Γαλλία και Βέλγιο, όχι μόνο Έλληνες. Το κάμπινγκ εκτός από πολύ
ζωντάνια διαθέτει και απίθανη παραλία με κέδρους και γαλαζοπράσινα νερά, ένα απίθανο
πράγμα, με ρηχή όμως θάλασσα που περπατώντας μπορείς να βγεις στο απέναντι
νησάκι και να ξαναγυρίσεις πολύ εύκολα. Φυσικά και εκεί υπάρχει παραλία
γυμνιστών, που όμως δεν τηρείται απόλυτα κυρίως από τους νεαρούς και νεαρές
λουόμενες που καταπατούν τον κανόνα του γυμνισμού και μάλιστα χωρίς καμιά
παρατήρηση. Η ταμπέλα «Μόνο γυμνιστές» (Nudist official beach) σηματοδοτεί το χώρο αυτό όπου
τελικά συνυπάρχει ένα μείγμα γυμνιστών και λουόμενων ! Το καλό είναι η παντελής
απουσία από παιδάκια και φωνές τους, οπότε υπάρχει απολαυστική ησυχία,
τουλάχιστον έως τέλος Ιουλίου.
Η καλύτερη εποχή για το κάμπινγκ εκεί είναι
έως περίπου 25 Ιουλίου γιατί μετά γεμίζει και ο θόρυβος είναι ανυπόφορος για
όσους θέλουν ησυχία. Οι σκιές είναι πολλές και το κάμπινγκ τεράστιο. Στο κάτω
μέρος έχει αυτόνομα δωμάτια – καλαμιές για τις σκηνές. Διαθέτει σκηνές το ίδιο
το κάμπινγκ με άνετα στρώματα μέσα, ενώ μπορεί να σε προμηθεύσει και αιώρες,
τραπέζια, καρέκλες. Το άτομο κοστίζει 8 ευρώ ημερησίως και 2 ευρώ η σκηνή του
κάμπινγκ. Οι άνθρωποι εκεί συχνά κάνουν και καλύτερες τιμές στο τέλος και είναι
γενικά χαλαροί μέσα στο κλίμα της φιλοσοφίας του κάμπινγκ. Ο χώρος του
εστιατορίου, μέσα κι έξω είναι σχεδόν μόνιμα γεμάτος από κόσμος κι εκεί μπορείς
να φας σε καλές σχετικά τιμές, ενώ υπάρχει καθημερινά μεγάλη ποικιλία φαγητών.
Πολλοί μένουν στο κάμπινγκ όλη την ημέρα πίνοντας καφέ το πρωί, τρώγοντας εκεί
μετά, συνεχίζοντας το απόγευμα κάνοντας μπάνιο στην παραλία του κάμπινγκ και το
βράδυ εκτός του μπαρ γίνονται συχνά live (πέτυχα εκεί τον Βασίλη Σαλταγιάννη,
αλλά και τους Alcalica με την Γερμανίδα τραγουδίστρια και το πειραματικό τους ήχο
με βιολί και προγραμματιστή) που ξεκινούν στις 10 μ.μ., ενώ έγινε και μια
βραδιά stand up comedy.
Επίσης παρέες συγκεντρώνονται κάποια απογεύματα και τραγουδούν και παίζουν
ρεμπέτικα. Οι περισσότεροι πάνε με τα πόδια από το κάμπινγκ στη χώρα καθώς
είναι περίπου 1 χιλιόμετρο περπάτημα. Το δράμα είναι για όσους κοιμούνται, η
ώρα που καταφθάνουν πιωμένες οι παρέες. Καλό είναι να πάρετε και ωτοασπίδες
μαζί σας, εάν ξυπνάτε με το παραμικρό.
Το σημαδιακό ήταν ότι μπροστά από την σκηνή μας υπήρχε ένα
ηλιοκαμένο μαύρο «δόντι» από 45άρι δισκάκι που είχε μείνει μισό και ούτε ο
διάβολος δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί.
Σ’ ένα ξεκαρδιστικό στιγμιότυπο στην παραλία, Ιταλός γυμνός
από την Τζένοβα, οπαδός της Σαμπτόρια που έρχεται χρόνια εκεί χαζεύει και σχολιάζει
πίνοντας μπύρα κάποια ωραία οπίσθια των οποίων δηλώνει μέγας λάτρης και του
επικεντρώνει την προσοχή ξαφνικά η γυναίκα μου σε ένα ώριμο οπίσθιο αδύνατου
ψηλού κορμιού που σκύβει στα τέσσερα αλλάζοντας πλευρά στον ήλιο και τότε
εκείνος σχολιάζει : «Α, είναι της πρώην γυναίκας μου !»…Ήταν αλήθεια καθώς
πήγαιναν 20 χρόνια εκεί και είναι χωρισμένοι τα τελευταία 3 χρόνια και πήγαν
εκεί με διαφορετικούς συντρόφους ώστε να δει ο Τζιανκάρλο τα παιδιά του που
έχουν κι ελληνικά ονόματα !
Από παραλίες ξεχωρίζει ο Σωρός όπου μαζεύει «δήθεν» άτομα,
φάτσες που ακούν Βέρτη και Παντελίδη, ψωνισμένες και Νεοέλληνες στις ξαπλώστρες
του μπαρ που πληρώνουν 25 ευρώ την καθεμιά. Πιο πέρα όμως στα αρμυρίκια και στο
τέρμα στους βράχους είναι καλά, Καλύτερα είναι στον μικρό Σωρό, κολυμπάς χωρίς
κόσμο, αλλά υπάρχει κίνδυνος να σκάσει καμιά ντόπια οικογένεια με παιδάκια και
τι να τους πεις…απλώς φεύγεις. Το ίδιο και στον Αγ. Γεώργιο όπου είναι μια
ωραία παραλία με δεντράκια, αλλά είναι το χωριό από πάνω και οι ντόπιοι την μεταμορφώνουν
σε οικογενειακή, οπότε πας αλλού. Στη Φανερωμένη και στον Αγ. Σώστη θέλει τζιπ
για να φτάσεις λόγω του κακοκτράχαλου δρόμου, εκτός κι αν το πάρεις με το πόδι.
Στο Απάντημα είναι καλά στο Beach House, αλλά από την αριστερή
πλευρά κάτω από το Nixon γιατί από την άλλη είναι τίγκα στις οικογένειες και τα
μπρατσάκια κι έχει και στρώματα, αλλά και ξαπλώστρες που χαλάνε την ομορφιά της
παραλίας που διαθέτει επίσης αλμυρίκια στο πάνω μέρος της.
Η Αντίπαρος δεν είναι το νησί που θα πάθεις πλάκα με τις νοστιμιές
των φαγητών, ούτε με την νυχτερινή διασκέδαση, αλλά ούτε και με τις παραλίες.
Ωστόσο όλα αυτά τα στοιχεία δένουν με ένα μυστήριο τρόπο και δίνουν ένα
ιδιαίτερο χρώμα συνολικά που τελικά χαίρεσαι τελικά για την επιλογή σου να πας
Αντίπαρο.
Καλημέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία δουλειά! Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να έχω την άδεια σας να χρησιμοποιήσω την πρώτη φωτογραφία με τα παιδιά στην παραλία σε επαγγελματική παρουσίαση για την προώθηση αλκοολούχου προϊόντος. Ευχαριστώ!
Με εκτίμηση,
Λητώ