JIM MORRISON : ««Όταν συμβιβαστείς με την
εξουσία, γίνεσαι ο ίδιος εξουσία»
Του Γιάννη Αλεξίου
«Υπάρχει ένα σημείο που αν το
ξεπεράσουμε δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Σε αυτό το σημείο πρέπει να
φτάσουμε», έγραψε κάποτε ο Κάφκα. Σε αυτό το σημείο έφτασε ο Jim Morrison…
O Jim Morrison γεννήθηκε σαν σήμερα, 8 Δεκεμβρίου 1943. Με λίγη
φαντασία θα μπορούσε να ήταν πατέρας μας. 73χρονος δηλαδή σήμερα. Κι όμως οι
περισσότεροι ούτε καν το έχουμε διανοηθεί, γιατί απλά δεν ήταν ο τύπος αυτός.
Ήταν διαφορετικός από όλους. Ήταν επαναστάτης και οραματιστής. Ήταν ο ένας και μοναδικός
Jim Morrison.
Επηρεάστηκε πολύ από τον ποιητή Arthur Rimbaud του 19ου αιώνα και μετέδωσε τη φιλοσοφία του Γάλλου στους Doors. Οι Doors «πάντρεψαν» την rock με την υπαρξιακή ποίηση και με το αυτοσχεδιαστικό
θέατρο.
« Κυρίες και κύριοι από το
Λος Άντζελες, της Καλιφόρνια…The Doors!»
Ήταν οι καλύτεροι «δάσκαλοι»
στην περιβόητη «Τάξη του ’67» τότε που η μουσική έφθασε στην πιο δημιουργική
της περίοδο. Οι Doors ήταν το επιδραστικότερο
γκρουπ στα 60’ς στην Αμερική. O Jim Morrison
με την μανία του για τους παλιούς μαύρους τραγουδιστές των blues, ο Ray Manzarek με τις γνώσεις
κλασικής μουσικής, των blues και της folk του, ο Robbie
Krieger που έπαιζε εξαιρετική flamenco κιθάρα και ο John Densmore με την jazz του διαμόρφωσαν το χαρακτηριστικό στιλ των Doors.
Ο Rimbaud υποστήριξε
τη "λογική
διαταραχής όλων των αισθήσεων προκειμένου να επιτευχθεί το
άγνωστο". Το
άγνωστο ήταν ότι πιο ελκυστικό για τον Jim. Αγάπησε επίσης τον σπουδαίο Λονδρέζο, ποιητή και ζωγράφο, William Blake, τον οποίο περιγράφει σαν οδηγό του "στο δρόμο για το
παλάτι της σοφίας".
Ο Morrison ήταν άτομο που, δεν θα μπορούσε, και δεν ήξερε πώς να συμβιβαστεί με την τέχνη του. Η δύναμη του αυτοσχεδιασμού τον οδηγούσε στην σκηνή.O Jim περιέγραψε ότι "μια συναυλία των Doors είναι μια δημόσια συνεδρίαση και απαιτείται από το κοινό να πάρει μέρος σε μια ειδική δραματική συζήτηση. Όταν εκτελούμε, συμμετέχουμε στη δημιουργία ενός κόσμου και το γιορτάζουμε με το πλήθος". Κραύγαζε για να "ξυπνήσει" το ακροατήριο από το λήθαργο και την ύπνωση της τηλεόρασης και την επιβαλλόμενη έλλειψη συναίσθησης.
Ο Morrison ήταν άτομο που, δεν θα μπορούσε, και δεν ήξερε πώς να συμβιβαστεί με την τέχνη του. Η δύναμη του αυτοσχεδιασμού τον οδηγούσε στην σκηνή.O Jim περιέγραψε ότι "μια συναυλία των Doors είναι μια δημόσια συνεδρίαση και απαιτείται από το κοινό να πάρει μέρος σε μια ειδική δραματική συζήτηση. Όταν εκτελούμε, συμμετέχουμε στη δημιουργία ενός κόσμου και το γιορτάζουμε με το πλήθος". Κραύγαζε για να "ξυπνήσει" το ακροατήριο από το λήθαργο και την ύπνωση της τηλεόρασης και την επιβαλλόμενη έλλειψη συναίσθησης.
Μερικές ημέρες προτού να «πετάξει» στο Παρίσι, έκανε την τελευταία δήλωσή του στον Τύπο : "για μένα, δεν ήταν ποτέ πραγματικά μια πράξη, εκείνες οι
αποκαλούμενες αποδόσεις. Ήταν ένα πράγμα μεταξύ ζωής και θανάτου, μια προσπάθεια να επικοινωνήσω, για να
περιβάλω πολλούς ανθρώπους σε έναν ιδιωτικό κόσμο σκέψης"
Οι νύχτες του άνηκαν στο Διόνυσο και τα τραγούδια του επικαλέσθηκαν τα ισχυρά πάθη των ανθρώπων, τον εφιάλτη του «τέλους», τον καλπασμό της ζωής, τη μοίρα του και τη δελεαστική απώλεια συνείδησης. Και όπως με το Διόνυσο, οι «πόρτες» προσφέρθηκαν πρόθυμα ως θυσία. Επέλεξε το αγκάλιασμα της τραγικής μοίρας της τραγωδίας…
Στο τέλος δραπέτευσε στο Παρίσι, παραδοσιακό σπίτι τόσων πολλών εκπατριζόμενων καλλιτεχνών, για να ακολουθήσει τη ζωή του ως ποιητή. Αλλά το σώμα του εξαντλήθηκε επίσης και η καρδιά του ήταν πάρα πολύ αδύνατη. Είχε ζήσει τη ζωή με τους όρους του, είχε συγκεντρώσει τις ανταμοιβές, και τώρα ο λογαριασμός του ήταν οφειλόμενος. Το πνεύμα του ήταν κουρασμένο. Ο θάνατος ήταν απλά πιο στενός και ευκολότερος στην ατελείωτη διαδοχή των σταδίων που απαίτησε. Όταν ο Jim άφησε την Αμερική και πήγε στο Παρίσι έπαψε να έχει επαφή με τους υπόλοιπους τρεις Doors, επαφή που περιορίστηκε σε κάποιες αραιά τηλεφωνήματα. Αυτό όμως είχε ξεκινήσει και πριν εγκαταλείψει την Αμερική. Οι Doors δούλευαν μόνοι τους πια στο στούντιο και ο Morrison πήγαινε να τους βρει μετά από πολλές τηλεφωνικές επαφές και παρακαλητά, ενώ τις περισσότερες φορές ή αργούσε απελπιστικά στο ραντεβού τους ή δεν πήγαινε καθόλου. Jim Morrison πέρασε στην…άλλη πλευρά, στο Παρίσι στις 3 Ιουλίου 1971. Η επιθυμία του ήταν να αναφερθεί ως ποιητής…
Οι νύχτες του άνηκαν στο Διόνυσο και τα τραγούδια του επικαλέσθηκαν τα ισχυρά πάθη των ανθρώπων, τον εφιάλτη του «τέλους», τον καλπασμό της ζωής, τη μοίρα του και τη δελεαστική απώλεια συνείδησης. Και όπως με το Διόνυσο, οι «πόρτες» προσφέρθηκαν πρόθυμα ως θυσία. Επέλεξε το αγκάλιασμα της τραγικής μοίρας της τραγωδίας…
Στο τέλος δραπέτευσε στο Παρίσι, παραδοσιακό σπίτι τόσων πολλών εκπατριζόμενων καλλιτεχνών, για να ακολουθήσει τη ζωή του ως ποιητή. Αλλά το σώμα του εξαντλήθηκε επίσης και η καρδιά του ήταν πάρα πολύ αδύνατη. Είχε ζήσει τη ζωή με τους όρους του, είχε συγκεντρώσει τις ανταμοιβές, και τώρα ο λογαριασμός του ήταν οφειλόμενος. Το πνεύμα του ήταν κουρασμένο. Ο θάνατος ήταν απλά πιο στενός και ευκολότερος στην ατελείωτη διαδοχή των σταδίων που απαίτησε. Όταν ο Jim άφησε την Αμερική και πήγε στο Παρίσι έπαψε να έχει επαφή με τους υπόλοιπους τρεις Doors, επαφή που περιορίστηκε σε κάποιες αραιά τηλεφωνήματα. Αυτό όμως είχε ξεκινήσει και πριν εγκαταλείψει την Αμερική. Οι Doors δούλευαν μόνοι τους πια στο στούντιο και ο Morrison πήγαινε να τους βρει μετά από πολλές τηλεφωνικές επαφές και παρακαλητά, ενώ τις περισσότερες φορές ή αργούσε απελπιστικά στο ραντεβού τους ή δεν πήγαινε καθόλου. Jim Morrison πέρασε στην…άλλη πλευρά, στο Παρίσι στις 3 Ιουλίου 1971. Η επιθυμία του ήταν να αναφερθεί ως ποιητής…
Τα παιδικά χρόνια του Jim
Ο πατέρας του James Douglas Morrison, ήταν ναύαρχος του αμερικανικού ναυτικού, ένας πολύ αυστηρός άνθρωπος, ιρλανδικής καταγωγής. Ο Jim από την άλλη ήταν ένα ευαίσθητο και απομονωμένο παιδί που αργότερα εξέφρασε την ακραία εχθρότητα του προς την οικογένεια και τις παραδοσιακές αξίες της. Στα 4 του χρόνια βίωσε ένα αιματηρό ατύχημα που είχε μεγάλη επίδραση στη ζωή του. Κάπου στη Σάντα Φε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πατέρας του, με την οικογένεια Morrison μέσα, τράκαρε με φορτηγό Ινδιάνων που πέθαναν αιμόφυρτοι στο δρόμο. Το φριχτό αυτό γεγονός που συνέβη μπροστά στα μάτια του νεαρού Jim τον «τραυμάτισε» και θεώρησε ότι το πνεύμα ενός Ινδιάνου (shaman) μπήκε για πάντα στην ψυχή του…
Επαναστάτης
και μονογαμικός
Ο Jim Morrison θαύμαζε τις θεωρίες του Γερμανού φιλόσοφου Νίτσε για
το άτομο και την ηθική. Ευαίσθητος και ντροπαλός υπήρξε στην προσωπική ζωή του
ο Jim, αλλά άγριος στην σκηνή. Προσπάθησε να ρίξει φως στο άγνωστο που τόσο τον
συνέπαιρνε. Πάντα είχε μαζί του ένα βιβλίο στο χέρι. Αληθινός βιβλιοφάγος. Τα
ενδιαφέροντα του ήταν η επανάσταση, η αναταραχή, το χάος και ιδιαίτερα για τη
δραστηριότητα που φαίνεται να μην έχει καμιά έννοια, ο ίδιος έλεγε : «Όταν
συμβιβαστείς με την εξουσία, γίνεσαι ο ίδιος εξουσία».
Παρά το οργισμένο του χαρακτήρα του ήταν
μονογαμικός τύπος με σύντροφο της ζωής του την Pamela Courson, την
οποία υποδύθηκε με επιτυχία η Meg Ryan στην ταινία του Ολίβερ Στόουν
«The Doors» (1991). Τον ίδιο είχε
υποδυθεί ο Βαλ Κίλμερ, δεύτερη επιλογή αρχικά του σκηνοθέτη. Πρώτη ήταν ο Ian Astbury, που τελικά πήρε τη θέση του στο συγκρότημα όταν
επανασυστάθηκε πριν μερικά χρόνια – εμφανίστηκαν και σε κατάμεστο Λυκαβηττό - για
μια σειρά συναυλιών που συνεχίστηκαν για ένα διάστημα. Από αυτή την επιστροφή
απουσιάζει ο ντράμερ John Densmore που έχει δικαστικές διαμάχες
με τους άλλους δύο Doors : Ray Manzarek και Robbie Krieger και
εξ’ αρχής ήταν αντίθετος με την κίνηση αυτή.
Άγνωστες
στιγμές των Doors
H εμφάνιση του Jim Morrison πριν
από κάθε συναυλία των Doors ήταν τις περισσότερες φορές
καθυστερημένη και αβέβαιη. Ακόμη κι όταν ήρθε να τους δει ο Mick Jagger στο Hollywood Bowl τον Ιούνιο του ’68 μαζί με
τον παραγωγό των Rolling Stones, Jimmy Miller, ο Jim είχε
εξαφανιστεί στο «δικό του κόσμο» πριν την έναρξη. Τελικά εμφανίστηκε. «Παίξαμε
καλά, άλλα έλειπε το πάθος», λέει στην «Ζωή του με τους Doors» ο John Densmore. Αργότερα ο Jagger δήλωσε στο «Melody Maker» για την εμπειρία της συναυλίας αυτής : Καλοί ήταν, αλλά έπαιξαν πολλή
ώρα». Στην αναμονή της συναυλίας εκείνης ο Jim είχε καπνίσει για πρώτη φορά
από την αγωνία του…
Ο Frank Zappa είχε ενδιαφερθεί να γίνει παραγωγός του ομώνυμου πρώτου άλμπουμ των Doors. Το
γκρουπ όμως δεν ήθελε παραγωγό, αλλά μια εταιρία δίσκων με όνομα. Το κατάφεραν
χάρις τις συστάσεις του Arthur Lee των Love που τους πήγε στην Electra. Τότε
στο δυναμικό της ανερχόμενης εταιρίας ήταν οι Love, Judy Collins και Paul Butterfield. Αμέσως οι Doors πήραν τα σκήπτρα. Πρώτος
μάνατζέρ τους, τον Αύγουστο του ’67 ανέλαβε ο Σαλβατόρ Μποναφέτι, μάνατζερ των Dion and the Belmonts. «Μέχρι σήμερα μετανιώνω για
την επιλογή αυτή», λέει ο John Densmore.
Ο
ντράμερ Densmore είχε κυρίως jazz επιρροές και λάτρευε τους Elvin Jones και McCoy Tyner και προσπαθούσε να τους
φτάσει. Είχε εκστασιαστεί όταν είδε ζωντανά τον John Coltrane. Ωστόσο
ήθελε να παίξει τόσο πολύ σ’ ένα συγκρότημα και οι Doors ήταν η λύση, χωρίς όμως να
τον γεμίζουν πραγματικά : «Έπρεπε να παίξω σ’ ένα γκρουπ». Του άρεσαν πολύ οι Rolling Stones και μάλιστα με πρώτα λεφτά του πρώτου συμβολαίου του με τους Doors έβαψε μαύρο
το αυτοκίνητό του, μια Σίνγκερ Γκαζέλ επηρεασμένος από το τραγούδι των Stones «Paint it black». Σήμερα αποτιμώντας τη
γνωριμία του με τον Jim Morrison λέει : «Η γνωριμία μου με τον
Jim ήταν το τέλος της αθωότητάς μου…». Ίσως να μην κατάλαβε ποτέ τον Jim κι έτσι
όταν έσπευσε στο τάφο του στο Παρίσι τα πρώτα λόγια που του βγήκαν ήταν : «Ποιο
ήταν το γαμημένο μήνυμά σου Jim ; Η Αναρχία ; Γιατί τα
υπέφερα όλα αυτά τα χρόνια ;».
Οι Doors στην πρώτη πρόβα τους έπαιξαν
τραγούδια του Jimmy Reed για να συντονιστούν σαν
μουσικοί. Η πρώτη εντύπωση του Densmore για τον Morrison :
«Εξωτερικά ο Jim έμοιαζε με φυσιολογικό φοιτητή. Ήταν εμποτισμένος με
μια επιθετικότητα για τη ζωή και τις γυναίκες. Ήξερε κάτι για τη ζωή που δεν το
ήξερα. Η περιέργεια του ήταν ακόρεστη και διάβαζε με λαιμαργία. Τα μισά απ’
αυτά που έλεγε, δεν τα’ πιανα, αλλά το πάθος του το ένοιωθα…Η ζωή μου με τους Doors ήταν
ψυχεδελισμός, κοπέλες, διαλογισμός».
Η
υπόθεση μπασίστας ή αλλιώς το «χαμένο» μέλος των Doors. Ήταν το συγκρότημα που δεν
είχε μπασίστα στην σύνθεσή του ! Κάποια στιγμή στο ξεκίνημά τους δοκίμασαν μια
κοπέλα κυνηγώντας την πρωτοτυπία. Έπαιξαν μαζί της στην πρόβα το «Unhappy Girl» και το «Break on Through», μερικά blues και τα
«Back door man» και την έκδοσή τους στο «Little Red Rooster». Ό ήχος τους έμοιαζε με
εκείνον των Rolling Stones. Τελικά ο Ray Manzarek βρήκε ένα μπάσο με πλήκτρα, Fender Rhodes κι
τελειοποίησαν τον ήχο τους. Ο Ray έπαιζε με το αριστερό χέρι
μπάσο και με το δεξί το όργανο. Αυτό ήταν ! Ο ήχος δεν έμοιαζε με άλλου
συγκροτήματος. Ήταν Doors…
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ JIM MORRISON
Εκλεκτικός βαρύτονος ποιητής, ιρλανδικής καταγωγής, με ένα έμφυτο συνθετικό δώρο.
Οραματιστής
και πνευματικός ηγέτης της εποχής του, ασυμβίβαστος, persona, έχει χαρακτηριστεί «Ο Διόνυσος της rock μουσικής». Ύμνησε την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης
φύσης…Ήρωές του ο Διόνυσος, ο Νίτσε και ο Ριμπό.Τον αποκάλεσαν «ηλεκτρικό shaman», «πρίγκιπα του σκότους» και οι φίλοι του τον φώναζαν
«Jimbo».
Ημερομηνία και τόπος γέννησης: 8 Δεκεμβρίου ..1943, Μελβούρνη,
Φλώριδα
Χρώμα τρίχας : Καφετί, μάτια: μπλε-γκρι
Σχολείο : UCLA της Φλώριδας
Αγαπημένα γκρουπ : Beach Boys, Kinks, Love
Αγαπημένοι τραγουδιστές:Frank Sinatra, Elvis Presley
Αγαπημένοι ηθοποιοί : Jack Palance, Sarah Miles
Στην τηλεόραση έβλεπε : ειδήσεις
Αγαπημένο χρώμα: τυρκουάζ
Φαγητό: κρέας
Χόμπι: Ιπποδρομίες
Αγαπημένο σπορ: κολύμβηση
Αυτό που έψαχνε σ’ ένα κορίτσι : τρίχα, μάτια, φωνή, περπάτημα
Αυτό που επιθυμούσε : συζήτηση
Σχέδια/φιλοδοξίες: να κάνει ταινίες
Χρώμα τρίχας : Καφετί, μάτια: μπλε-γκρι
Σχολείο : UCLA της Φλώριδας
Αγαπημένα γκρουπ : Beach Boys, Kinks, Love
Αγαπημένοι τραγουδιστές:Frank Sinatra, Elvis Presley
Αγαπημένοι ηθοποιοί : Jack Palance, Sarah Miles
Στην τηλεόραση έβλεπε : ειδήσεις
Αγαπημένο χρώμα: τυρκουάζ
Φαγητό: κρέας
Χόμπι: Ιπποδρομίες
Αγαπημένο σπορ: κολύμβηση
Αυτό που έψαχνε σ’ ένα κορίτσι : τρίχα, μάτια, φωνή, περπάτημα
Αυτό που επιθυμούσε : συζήτηση
Σχέδια/φιλοδοξίες: να κάνει ταινίες
*Πήγες
: Αρχεία Electra, η βιογραφία του John Densmore «Riders on the Storm – Η ζωή μου με τους Doors»
(εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου