ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΥΤΙΜΟ
Ο μακροβιότερος ενεργός Έλληνας ρόκερ θυμάται τις καλύτερες
στιγμές της ζωής του με αφορμή το live του γκρουπ του Drifting Around στο
Vinyl Is Back !
Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
Φυσιογνωμία στο rock’n’ roll. Μισό αιώνα και βάλε…on the road ! Στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε
Ακόμη» κλείνει την πόρτα και πέφτουν τα γράμματα. Στην ίδια του τη ζωή η πόρτα
αυτή παραμένει ανοιχτή για τον βετεράνο πιανίστα Δημήτρη Πολύτιμο, από τους
πρώτους που πειραματίστηκαν με την τζαζ στην Ελλάδα. Ιδρυτής του απόλυτα ροκ
συγκροτήματος της δεκαετία του ’60, τους M.G.C., αρχικά που σημαίνουν Modern Greek Combo, ονομασία που έδωσε στο
γκρουπ ο Ντίνος Ηλιόπουλος ! Άφησαν τρία 45άρια με σπάνιες σήμερα ηχογραφήσεις.
Ο Πολύτιμος έβγαλε τον Δημήτρη Πουλικάκο στο τραγούδι και από τότε είναι
αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες, πάντα στο ίδιο γκρουπ. Και το πέρασμα του από
τον Εξαδάκτυλο, έγραψε στο δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο», παρών στην αφρόκρεμα
των Ελλήνων μουσικών στην συνεύρεση στο «Crazy Love στου Ζωγράφου», αλλά και στο «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος»
του Πουλικάκου και στις ηχογραφήσεις του
Παύλου Σιδηρόπουλου «Φλου», με την Σπυριδούλα και «Zorba the Freak», το κύκνειο άσμα του.
Το πέρασμα του από τους Socrates
τα τρία χρόνια στο Κύτταρο (1979-82), έχει τη δική του ιστορία, όπως και η
εμφάνισή του με τους M.G.C. τον Απρίλιο του ’67 στην συναυλία των
Rolling Stones
στην Αθήνα, όπως και η φιλοξενία του Έρικ Κλάπτον, αλλά και η συνεύρεσή τους
την εποχή που βρέθηκε στην Ελλάδα ως Άντζελο Μυστεριόζο, λόγω προβλημάτων με
την εταιρία του και διάθεση ανωνυμίας.
Χαμηλό είναι και το προφίλ του Δημήτρη Πολύτιμου, που δεν το
βάζει κάτω και συνεχίζει να ροκάρει και μετά τα 80 του χρόνια ! Είναι αισίως
83… Πίσω του περάσματα και από γκρουπ που έχουν σημαντική παρουσία όπως οι Drifting Around στη δεκαετία του ’90.
Καλός αποδέκτης, με το ανοιχτό μυαλό του, των μηνυμάτων της δεκαετίας του ’60,
άφησε την φυσική προς χάριν της μουσικής, χωρίς να αποφύγει το στυλ του
καθηγητή. Δεν υπάρχει Έλληνας μουσικός που να μην σέβεται τον Πολύτιμο, όχι
μόνο για τις πιανιστικές του ικανότητες, αλλά και για σωστή αντίληψη για τον
κόσμο και την μουσική. Η συζήτηση μαζί του πάει μακριά κάθε φορά που
συνδιαλεγόμαστε γιατί έχει ατελείωτες ιστορίες να διηγηθεί με προσφιλή και
γνωστά πρόσωπα. Η άποψη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι
έζησε όλη την εξέλιξη της μουσικής από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα χωρίς να
παροπλιστεί ποτέ και έπαιζε την μουσική που τον εξέφραζε πάντα.
Το rock’ n’ roll
στην Ελλάδα έχει το πιανίστα του, τον Δημήτρη Πολύτιμο…
-Τελικά πίσω από κάθε
δεκαετία υπάρχει ένας μύθος ;
«Είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον
τη δεκαετία του εξήντα γιατί δεν υπήρχε ο επαγγελματισμός που υπάρχει τώρα. Τα
πράγματα ήταν πιο αυθόρμητα κάτι που φαινόταν και από τις εκδηλώσεις του
κόσμου. Με τους M.G.C. συνέβη και έξω με τα τους Stones, τους Beatles και όλα εκείνα τα
συγκροτήματα της βρετανικής σκηνής. Μια Κυριακή θυμάμαι παίξαμε πρωινή συναυλία
στον Πειραιά, το απόγευμα στο Χίλτον σε χορό της ΔΕΗ και το βράδυ κανονικά στο
μαγαζί στην Πλάκα. Εκεί υπήρχαν τρία μαγαζιά, μεταξύ των οποίων και οι Εννέα
Μούσες, όπου δημιουργήθηκαν οι M.G.C., και ένα άλλο ενδιαφέρον πίσω από το
Χίλτον, Ο Φριχτός Νάνος…».
-Κυκλοφορούσε εκεί
κάποιος τέτοιος…νάνος ;
«Αυτό που έκανε όλους να αναρωτιούνται για τον τίτλο, ήταν
και ο λόγος της επωνυμίας του αυτής. Η ενδιαφέρουσα αυτή εποχή σταμάτησε κάπως
απότομα με την έλευση των συνταγματαρχών και το ’69 διαλύσαμε. Εγώ πήγα στο
Παρίσι, ο Πουλικάκος στο Λονδίνο, διάφοροι άλλοι στην Αμερική. Από τα
εικοσιτέσσερα άτομα που είχαν παίξει από την αρχή ως το τέλος των M.G.C., τουλάχιστον καμιά δεκαριά πήγαν στο εξωτερικό. Όταν αρχίσαμε
έπαιζα σε ένα πιάνο στις Εννέα Μούσες, όπου πάταγες μερικά πλήκτρα και δεν
ξανασηκωνόντουσαν ! Έπρεπε με το χέρι να τα σηκώσεις για να τα ξαναπαίξεις.
Όταν έγινε το δυστύχημα με το γκρουπ του Έρικ Κλάπτον, αγοράσαμε τα όργανά τους,
τα Vox, κάτι που
γράφτηκε σαν μεγάλο γεγονός στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί : Οι M.G.C.αγόρασαν Vox
! Μετά πήρα ένα φαρφίσα και το πράγμα έφτιαξε. Τις πρώτες μέρες ο μπασίστας ο
Ντόβας έπαιζε με ενισχυτή ραδιοφώνου. Παρ’ όλα αυτά το κέφι που έγινε και ο
κόσμος που μαζεύτηκε δεν περιγράφεται. Τελευταία εμφάνιση μας ήταν στις Σπέτσες
από την οποία υπάρχει το All along The Watchtower
σε στίχους του Πουλικάκου στο δίσκο του «Αδέσποτα Σκυλιά», όπου ακούγεται η
φωνή μου να λέει : Σήμερα είναι η τελευταία μέρα των M.G.C. και
ευχαριστώ όλους τους φίλους που είναι εδώ…».
-Η δύναμη της
μουσικής σας έκανε να αφήσετε στην άκρη τη φυσική…
«Σαν τελειόφοιτος πανεπιστημίου στη φυσική συγχρόνως έκανα
μαθήματα φυσικής, χημείας και μαθηματικών σε μαθητές που ήξερα από τη μεγάλη
παρέα που συχνάζαμε στο Κολωνάκι. Ένα βράδυ όταν πάρκαρα το αυτοκίνητο στην
Πλάκα, άκουσα να βγαίνει τζαζ ζωντανή μουσική από το κλαμπ Κουκουβάγια του
Γάλλου Μισέλ. Μπαίνω και βλέπω να παίζουν κάτι ξένοι που μετά εκδιώχθηκαν από
τις αρχές γιατί δεν είχαν ούτε άδεια παραμονής ούτε άδεια εργασίας. Ο Γάλλος
ιδιοκτήτης μου ζήτησε να αναλάβω τη ζωντανή μουσική στο μαγαζί, γιατί με είχε
δει να παίζω μαζί τους κάποια βράδια. Βρίσκω τον Στέλιο Κατσαδωράκη, τον πρώτο
ντράμερ των M.G.C. και παίζουμε μαζί με τους ξένους
προσέχοντας νέα έφοδο αστυνομίας. Έγιναν τρομερές βραδιές που συμμετείχαν
ονόματα όπως οι Βαγγέλης Παπαθανασίου, Λουκάς Σιδεράς και πολλοί άλλοι. Τότε
στις Εννέα Μούσες έπαιζε και η Νινή Ζαχά.. Για μια βδομάδα βρέθηκε μαζί μας και
ο ηθοποιός Άλκης Παναγιωτίδης στα ντραμς. Οι εμφανίσεις μας στην Κουκουβάγια
είχαν γίνει μόδα, μπήκαμε στα τουριστικά φυλλάδια και ρωτούσαν ακόμα και οι
ξένοι στα στενά Where is Koukouvaja Jazz Club
; Παίρναμε εξακόσιες δραχμές, καλά λεφτά τότε, όταν ο μέσος μισθός ήταν
τρεισήμισι χιλιάδες το μήνα. Από εκεί ξεκίνησε και η ροκ καριέρα μου και η
Κουκουβάγια έγινε η αφορμή να συσταθεί ο πυρήνας των M.G.C.Δεν
μετάνιωσα καθόλου που άφησα τη φυσική. Μόνο τα ταξίδια που έχω κάνει σε όλη την
Ελλάδα και το εξωτερικό με αφετηρία την μουσική, φτάνουν. Παρατήρησα ότι
διάφοροι συμφοιτητές μου που ακολούθησαν την πεπατημένη όταν τους συναντούσα
φαίνονταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτεροί μου. Αυτό δείχνει ότι αν συνεχίσεις
την ροκ μουσική και ιδιαίτερα το live που είναι ιδιαίτερα αγαπητό σε μένα, σε κρατά και πιο
ζωντανό».
-Ποια ήταν τα
χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής που δεν σε άφηναν
ασυγκίνητο ;
«Οι αντιλήψεις της εποχής δεν πέρασαν επιδερμικά από πάνω
μου και η επαφή μου με τους άλλους ήταν πολύ άνετη και σωστή. Άλλο
χαρακτηριστικό ήταν το χιούμορ που κάναμε το χρόνο που βρισκόμασταν μεταξύ μας.
Τώρα τα πράγματα είναι πιο ψυχρά. Υπάρχει επαγγελματισμός και ο ήχος είναι
καλύτερος, αλλά επαφή έχεις μόνο με αυτούς που παίζεις μαζί, όπως συμβαίνει με
τα άλλα μέλη του γκρουπ του Πουλικάκου. Με τον Δημήτρη παίζουμε μαζί από το
’67».
-Για το μεγάλο
σχολείο της τζαζ το κλαμπ του Μπαράκου στην Πλάκα τι έχετε να πείτε ;
«Είναι πάρα πολύ παλιός φίλος, πριν να δημιουργηθούν οι M.G.C. και ακόμη κάνουμε παρέα. Συναντιόμαστε και πάμε στο Half Note. Είχα παίξει εκεί
κάποιες φορές με τον μακαρίτη τον Φιλιππίδη στο μπάσο, τον Αλέκο Χρηστίδη στα
τύμπανα και εγώ στο πιάνο, ως τρίο. Και μια φορά έπαιξα στην ταινία του Ζερβού,
Εξόριστος στη Λεωφόρο, με γυρίσματα στου Μπαράκου. Μου είχε προτείνει τον πρώτο
ρόλο, που έπαιξε ο Φέρρης, αλλά αρνήθηκα γιατί δεν είχα ιδιαίτερο υποκριτικό
ταλέντο».
-Η διασκέδαση ήταν το
ίδιο ακριβή με σήμερα σε αναλογία ;
«Δεν μπορώ να συγκρίνω, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι όπου
είχε ζωντανή μουσική ήταν γεμάτο το μαγαζί, και μάλιστα με γκρουπ που έπαιζαν
ολόκληρη σεζόν, κάτι ασύλληπτο σήμερα. Ως Socrates βγάλαμε τρεις σεζόν στο Κύτταρο, μία σεζόν ως M.G.C. στην παραλία και δυο – τρεις σεζόν στην Πλάκα».
-Διδάσκετε μουσική ;
«Αυτό ξεκίνησε όταν έπαιζα στο Κύτταρο με τους Socrates και μου έκανε
πρόταση το Πινδάρειο Ωδείο, που ήταν και το πρώτο ωδείο στην Ελλάδα που έκανε
τμήμα μοντέρνας μουσικής : ροκ, μπλουζ, τζαζ, στα τέλη της δεκαετίας του
εβδομήντα. Μετά ακολούθησαν πολλά ωδεία με αντίστοιχα τμήματα γιατί υπήρχαν
παιδιά που πήγαιναν στο κλασικό ωδείο και μάθαιναν το όργανό τους σε μουσική
που δεν άκουγαν. Έτσι βαριόντουσαν και χάνονταν πολλά ταλέντα. Είχα πάρα πολλούς
καλούς μαθητές – όπως την Λευκή Συμφωνία - που έμαθαν πολλά πράγματα που δεν
μπόρεσαν να παίξουν στην Ελλάδα γιατί είναι σκληρά τα πράγματα εδώ. Πολλά
συγκροτήματα μετά το ’75 ήταν μη βιώσιμα, κρατούσαν λίγο, τρομερός
συναγωνισμός, δεν υπήρχαν χώροι να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργηθούν
γκρουπ και έτσι υπήρχαν συγκροτήματα που είχαν για παράδειγμα ένα τρομερό
κιθαρίστα και οι υπόλοιποι ήταν τρεις κλάσεις από κάτω».
-Ο Πουλικάκος πώς
ήρθε στο συγκρότημα ;
«Ο Πουλικάκος μπήκε στους M.G.C. ως μπασίστας. Είδα ότι
κάποια τραγούδια που έλεγε παίζοντας μπάσο του πήγαινε και του είπα : Δημήτρη
παρατάς το μπάσο και αρχίζεις τραγούδι. Στο μπάσο τον αντικατέστησε ο Αντώνης
Τριανταφύλλου, από τους καλύτερους που πέρασαν. Για ένα – δυο βράδια έχουν
τραγουδήσει με τους M.G.C. και οι Τάσος Φαληρέας, Νίκος
Παπάζογλου και Ντέμης Ρούσσος. Με τον Πουλικάκο είχαμε κάνει διάλεξη μέσω της
Εταιρίας Ελλήνων Επιστημόνων, εκείνος για τον σουρεαλισμό και εγώ για τον
Βάγκνερ. Η ποικιλία χαρακτήριζε τη ζωή μας. Δεν ήμασταν κολλημένοι. Μας άρεσε ο
αθλητισμός, πηγαίναμε σινεμά, στο θέατρο, στα κλαμπ, στη βιβλιοθήκη της
αμερικάνικης λέσχης…».
-Ποιο στοιχεία
χαρακτήριζε σε όλες αυτές τις κινήσεις σας ;
«Για να είμαι ειλικρινείς ήμουν από τους πιο οργανωμένους
μουσικούς απ’ όλα τα γκρουπ, έτρεχα, κανόνιζα, πρόβες, μετακινήσεις…Βέβαια όταν
πήγα στο εξωτερικό είχα πάρα πολύ μικρή σχέση με αυτό που λέμε καθημερινή
ενασχόληση με την μουσική. Ήταν πιο περιπετειώδης η εποχή εκείνη, με ταξίδια να
γνωρίσεις μέρη στον πλανήτη που ζεις. Το ταξίδι ήταν μέσα στην κουλτούρα
εκείνης της εποχής, όλη η δύση ταξίδευε προς την ανατολή. Ήταν ευκολότερη η
μετακίνηση τότε, χωρίς πολλούς ελέγχους, χωρίς πολύ ακρίβεια. Θέλαμε να βγούμε,
να γνωρίσουμε, να νοιώσουμε περιπέτεια. Όταν είχα στο ωδείο μαθητές που ήταν
και φοιτητές, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι πιθανότατα όλη τους τη ζωή
θα βγάλουν στο Παγκράτι λόγω δυσκολιών να βγουν έξω, να ταξιδέψουν. Την ευκολία
των ταξιδιών την καταλάβαμε στην εποχή μας, ασυνείδητα κατά κάποιο τρόπο, και
ταξιδέψαμε όλο τον κόσμο».
-Ποια ήταν η μουσική
πληροφόρησή σας τις μέρες που ανακαλύπτατε και ψάχνατε παίζοντας όλο και
περισσότερο μουσική ;
«Ξεκινούσε από τις γνωριμίες που είχαμε, φίλοι ερχόντουσαν
άλλοι έφευγαν και ξαναρχόντουσαν, την ψάχναμε μόνοι μας όπως όταν ακούσαμε μ’
ένα φίλο, το Θανάση Κούλη, πρώτοι στην Ελλάδα το πρώτο δίσκο που είχε έρθει του
Τελόνιους Μονκ. Τον πήγαμε στο τζαζ κλαμπ της αμερικανικής ενώσεως κοντά στο
σπίτι του μακαρίτη Καραμανλή στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά έπαιζε ακόμη
δυσκολονόητα πράγματα και τους παραξένεψε ο ήχος του. Μα και εμείς χρειάστηκε
να παίξουμε το δίσκο του Μονκ πέντε – έξι φορές για να τον καταλάβουμε. Όταν
μπήκε εξώφυλλο στο Time
τους τον κολλήσαμε στην μούρη. Έπαιρνα και δίσκους από την αμερικάνικη βάση.
Μουσική πληροφόρηση υπήρχε στην τζαζ ώρα που είχε η Ελληνική Ραδιοφωνία, μία
φορά την εβδομάδα. Αργότερα αγόραζα το περιοδικό Down Beat και ρίχναμε κλεφτά και
καμιά ματιά στα άλλα ξένα. Έτσι είδα ότι πρώτος κιθαρίστας της χρονιάς βγήκε ο
Έρικ Κλάπτον, που είχα φιλοξενήσει ένα χρόνο πριν στο σπίτι μου χωρίς να
αντιληφθώ το μέγεθος του ταλέντου του. Επίσης είχα την τύχη ακόμη να
πληροφορούμε από το τζαζ κλαμπ της ΧΑΝ, όπου ο πατέρας μου ήταν μέλος της
αδερφότητας. Εκεί άκουσα το Take That Train
του Ντιουκ Έλλινγτον. Δεν ξέρεις εσύ από αυτά, μου είπε ένας μεγαλύτερος. Αυτό
ήταν. Κόλλησα ! Κάπως έτσι ακούγαμε μουσική…».
-Η τεχνολογία ευνόησε
την μουσική δημιουργία ή εγκλώβισε τελικά τους μουσικούς ;
«Δεν είμαι εναντίον της εξέλιξης της τεχνικής και μάλιστα η
μουσική είναι η μόνη τέχνη που χρησιμοποίησε τόσο πολύ την εξέλιξη στα
ηλεκτρονικά, εάν εξαιρέσεις τον κινηματογράφο που είναι σύνθεση πολλών τεχνών.
Πολύς κόσμος νομίζει ότι τα μηχανήματα παίζουν μόνα τους πατώντας διάφορα
κουμπιά. Παίζεις ένα σόλο καταπληκτικό και κάνεις ένα λάθος σε μια νότα. Παλιά
το ξανάπαιζες και μπορεί να έβγαινε χειρότερο, ενώ τώρα με το ποντίκι του
κομπιούτερ έχεις τη κάθε νότα μπροστά σου, τρομερή ευκολία. Δεν νομίζω ότι
χάθηκε η γοητεία της μουσικής με τα παραδοσιακά όργανα. Η τζαζ ζει και
βασιλεύει με τα παραδοσιακά όργανα. Δε πιστεύω ότι η εξέλιξη της μουσικής πήγε
πίσω την ίδια την μουσική. Έχω αντιρρήσεις για τα είδη μουσικής που
χρησιμοποιείται κατά κόρον η μηχανική στην μουσική και το καταλαβαίνεις πια με
το αυτί σου στην ρέηβ και γενικότερα στην ηλεκτρονική μουσική που μπορεί ακόμη
να προχωρήσει γιατί με βάση τις δυνατότητες που υπάρχουν στα σύγχρονα στούντιο,
αξίζει ακόμη καλύτερες συνθέσεις. Μην κλείσει το θέμα με τον Ζαν Μισέλ Ζαρ…».
-Εκτός της μουσικής
ποια ήταν η πιο κοντινή τέχνη στη ζωή σας ;
«Ο κινηματογράφος. Υπήρξαν περίοδο που μελέτησα και
παρακολούθησα τη ζωγραφική, την ποίηση, βασικά κλασικά βιβλία, αλλά από μικρός
θυμάμαι με κέρδισε ο κινηματογράφος και μάλιστα για μερικά χρόνια είχα μια
στήλη σε αθλητική εφημερίδα. Μάλιστα είχα προβλέψει το Όσκαρ που πήρε στο
Ζορμπά ο Βασίλης Φωτόπουλος γράφοντας χαρακτηριστικά ότι ιδίως στο δωμάτιο της
Μαντάμ Ορτάνς η δουλειά του αξίζει Όσκαρ…».
-Η σχέση σας με το
χρόνο πώς είναι ;
«Αρμονική. Με το ίδιο σέβας βλέπω το παρελθόν, το παρών και
το μέλλον».
· *
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ DRIFTING AROUND ΣΤΟ VINYL IS BACK TO ΣΑΒΒΑΤΟ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΣΤΙΣ 6 Μ.Μ. (Γ ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ). ΕΙΣΟΔΟΣ : ΕΛΕΥΘΕΡΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου