Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Συνέντευξη του Γιάννη Βόγλη, στον Γιάννη Αλεξίου





                      Συνέντευξη του Γιάννη Βόγλη, στον Γιάννη Αλεξίου









Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ  

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΓΛΗ
(Δημοσιεύτηκε στην Βραδυνής Της Κυριακής 26.9.2004
Φωτογραφίες : Γ. Κανελλόπουλος




Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό μου για το Γιάννη Βόγλη, είναι δύναμη. Δύναμη στη ζωή και στην τέχνη. Ιδεολόγος. Ανυποχώρητος και ελεύθερος. Μια πορεία στάση ζωής. Σου δίνει την εντύπωση ανθρώπου χωρίς αδυναμίες. Έχει μια φυσική δύναμη. Αρχαιοελληνικός χαρακτήρας. Δεν δείλιασε ποτέ να πάρει θέση για πράγματα που πιστεύει. Κλείνει φέτος 43 χρόνια προσφοράς.
Πρωτοσυνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν όταν η σχολή του Πέλλου Κατσέλη που τελείωσε, έδινε ένα βραβείο για τους αριστούχους, να τους βρίσκει την πρώτη δουλειά Βόγλης, Καλαβρούζος, Χηνάς ήταν οι αριστούχοι. Τους πήγε η Αλέκα Κατσέλη στον Κουν, εκτός του δεύτερου που πήγε φαντάρος. Έτσι έπαιξε στον «Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ. Το δεύτερο βήμα ήταν στις «Όρνιθες», η περίφημη παράσταση που πήγε στο Παρίσι και πήρε το Βραβείο Εθνών. Μετά πήγε στου Ροντήρη και εκεί γνωρίστηκε με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και μπήκε στο θίασό του. Τον πρώτο επώνυμο ρόλο, του τον εμπιστεύτηκε ο Αλέξης Σολωμός στο «Πεερ Γκυντ» του Ίψεν, μια μεγάλη θεατρική επιτυχία. Ήταν η αρχή μιας μεγάλης καριέρας του κορυφαίου ηθοποιού Γιάννη Βόγλη που ευτύχησε να δουλέψει με τους μεγάλους δασκάλους, τους θεατράνθρωπους που δεν υπάρχουν πια.
Θέατρο και κινηματογράφος πήγαιναν χέρι –χέρι για τον Βόγλη που στην μεγάλη οθόνη εμφάνισε ένα νέο είδος ερμηνείας, του δυναμικού ήρωα που τον συντροφεύει μέχρι σήμερα από την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Το Αίμα Βάφτηκε Κόκκινο», υποψήφια για Όσκαρ ξένης ταινίας, σημείο αναφοράς για τον ίδιο. Άλλα χαρακτηριστικοί ρόλοι του στις ταινίες «Κορίτσια στον ήλιο», «Ένας μάγκας στα σαλόνια», «Γενναίοι του Βορρά», «Ο Βάλτος» και τελευταία "Beautiful People".
Στο αρχαίο δράμα γιγαντώθηκε και έγινε Οιδίποδας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με το Θέατρο Τέχνης. 
Πολύπλευρος ηθοποιός, πολύπλευρη προσωπικότητα, κοινωνικός και πολιτικοποιημένος. Πρωτοστάτησε με τον Μίνω Βολωνάκη στην προσπάθεια να γίνουν θέατρο τα νταμάρια του Βύρωνα, το γνωστό  σήμερα Θέατρο Βράχων, την εποχή που ήταν δημοτικός σύμβουλος.
Παγκρατιώτης, μεγαλωμένος στον Αγ. Αρτέμη. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο. Τον συνάντησα στον σπίτι του στο Καρέα, σε ένα καταπράσινο μέρος στους πρόποδες του βουνού, με αφορμή το νέο θεατρικό έργο που ανεβάζει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε περίοδο που κάνει πρόβες. Παράλληλα ετοιμάζει το δεύτερο κύκλο του τηλεοπτικού σήριαλ «Ακροβατώντας» στον Alpha.

-Νοιώθετε την ανάγκη να επικοινωνήσετε μέσα από μια κωμωδία με τον κόσμο ;

«Η κωμωδία πάντα μου άρεσε, αλλά συνήθως στην Ελλάδα το κοινό το ίδιο ταξινομεί τον ηθοποιό. Εάν ανέβαζα μια κωμωδία με δικό μου θίασο ίσως να μην ερχόταν ο κόσμος γιατί με έχει τοποθετήσει στην κατηγορία : σοβαρός και δραματικός, σε εισαγωγικά, ηθοποιός. Το έργο που ανεβάζουμε φέτος είναι μια κωμωδία καταστάσεων του Άικμπουρν – από τους ανθρώπους που υποστήριξε ο Πήντερ - που διαδραματίζεται παραμονή Χριστουγέννων, ανήμερα και τη δεύτερη μέρα σε ένα μεσοαστικό αγγλικό σπίτι στην εξοχή, όπου εκεί συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια και οι φίλοι. Εκεί βγαίνουν πολλές καταστάσεις και οι σχέσεις των ανθρώπων, που είναι κωμικές και ταυτόχρονα δραματικές. Υποδύομαι ένα πρώην σεκιουριτά, συνταξιούχο, που θέλει να τακτοποιήσει τον κόσμο, τιμωρός του κακού και τηλεορασομανής που παρακολουθεί συνήθως περιπέτειες».
-Ταιριάζει στην ψυχολογία του Έλληνα το βρετανικό χιούμορ ;
«Τα όσα διαδραματίζονται στο έργο θα μπορούσαν να συμβούν σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου και σε οποιαδήποτε χώρα. Όταν μαζεύεται η οικογένεια τα Χριστούγεννα, δυο – τρεις μέρες μαζί, γίνονται τα ίδια πράγματα. Συμπάθειες, αντιπάθειες, κόντρες, καυγάδες καθημερινοί. Ένα ανθρώπινο έργο που ετοιμάζουμε  με πολύ κέφι στις πρόβες. Το θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, ο θεατρικός οργανισμός Πράξη της Μπέτυς Αρβανίτη, δεν επιλέγει τα έργα με γνώμονα τι θα άρεσε σήμερα στο κοινό. Έχει μια πορεία δεκαπέντε ετών στην οποία διαλέγει έργα που πρέπει ν’ ανέβουν. Έχει μια συγκεκριμένη ιδεολογία από την οποία δεν παρεκκλίνει. Οι απαιτήσεις του έργου καλύπτονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κάτι που οφείλεται στον οργανωτή Βασίλη Πουλαντζά. Έχω συνεργαστεί αρκετές φορές με την Μπέτυ Αρβανίτη και έχουμε κάνει πάρα πολλές επιτυχίες. Η σκηνοθεσία είναι του Τάσου Πανδή, σκηνικά και κοστούμια έκανε η Νικολοπούλου, που έδειξε τη δουλειά της και στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, η περίφημη παρέλαση της ιστορίας μας, είναι δική της δουλειά. Εκτός της Μπέτυς και εμένα παίζουν επίσης οι Άλκης Παναγιωτίδης, Σμαράγδα Σμυρναίου, Χρήστος Στέργιογλου, Ράνια Σχίζα, Νίκος Αρβανίτης, Μαριάνθη Σοντάκη και Δημήτρης Λεξορής».
-Έχει νοιώσει ποτέ το βάρος της ταύτισης με το ρόλο του σκληρού που συνήθως υποδύεστε ;
«Ομολογώ ότι δεν έχω τυποποιηθεί και η εικόνα αυτή έχει εντυπωθεί από τους ρόλους μου στον κινηματογράφο. Δεν πιστεύω ότι ένας ηθοποιός πρέπει να τυποποιείται. Ποτέ δεν έπαιξα ρόλους τύπου που είναι ο κακός, όπως λέγαμε για τον Μάτσα. Στο Ακροβατώντας παίζω ένα επιχειρηματία δολοπλόκο, όπου όμως εξελίσσεται ο ρόλος και δεν μένει σταθερός. Η μετατροπή έχει γίνει ήδη στο σήριαλ».
-Στην Επίδαυρο έχετε κάνει δύο μεγάλες ερμηνείες στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι ως Αγαμέμνονας και Οιδίποδας επί Κολωνώ με το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν, που είχα την ευκαιρία να τις απολαύσω…
«Με το δεύτερο έργο που είναι και η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Μίμη Κουγιουμτζή, εκπλήρωσα κι ένα όνειρο. Η καταγωγή μου είναι από την Σμύρνη, συγκεκριμένα από την χερσόνησο της Εφέσου. Εκεί ανακάλυψα ότι υπάρχει ένα θέατρο και μπήκε στο μυαλό μου ότι κάποτε πρέπει να παίξω τραγωδία σε ένα αρχαιοελληνικό θέατρο στην Ιωνία και έτσι πήγαμε πέρυσι με το Θέατρο Τέχνης και εκπληρώθηκε αυτό το όνειρο. Πέρυσι πήγα με μια ομάδα στην Τροία, όπου παίχθηκαν οι Τρωάδες σε ένα θεατράκι που ζωντάνεψε μετά από χρόνια και έτσι έχει ανοίξει αυτή η ιστορία. Στην Πέργαμο έχει δύο θέατρα. Ο ελληνικός λόγος πρέπει να ακούγεται σε αυτούς τους χώρους γιατί εκεί πρωτοακούστηκε και έτσι αποδεικνύουμε ότι προϋπήρξαμε εκεί».
-Παρακολουθώντας αρχαίο δράμα διαπιστώνω ότι και όλοι οι άνθρωποι, αφέντες ή δούλοι, έχουν τη δική τους υπόσταση…
«Το αρχαίο δράμα έχει μια δική του νομοτέλεια, τους δικούς του κανόνες Το δυστύχημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει υποβαθμιστεί το αρχαίο δράμα από το μέγεθός του. Και η δομή του και η πυκνότητά του λόγου, αλλά και δραματουργική δομή του είναι τέτοια που δεν είναι καθημερινό θέατρο. Οι ήρωες είναι τεράστιοι με φοβερές συγκρούσεις. Οι απλοί άνθρωποι που υπάρχουν σε μερικά από αυτά τα έργα αυτά, όπως ο βοσκός στον Οιδίποδα, ο φρουρός στην Ορέστεια, σαφώς δεν είναι περιφρονητέοι και μπαίνουν από τον συγγραφέα για να μεταφέρουν κάποια πληροφορία. Όμως η καθεαυτού σύγκρουση και η σχέση είναι ανάμεσα στους ήρωες. Ο Οιδίποδας είναι ένα θηρίο, δεν είναι κοινός άνθρωπος. Η Ηλέκτρα και η Κλυταιμνήστρα είναι δύο θηρία. Η μία είναι λέαινα και η άλλη πάνθηρας. Κατασπαράζονται. Δεν είναι πονεμένες γυναίκες με την έννοια της λύπησης και του οίκτου, αλλά με φοβερές δυνάμεις. Αντί εμείς οι ηθοποιοί και γενικότερα η προσέγγιση από τους σκηνοθέτες να πλησιάσουμε αυτό το μέγεθος, το οποίο δεν φτάνεις ποτέ στο κορύφωμά του, κοιτάζουμε να κατεβάσουμε το πράγμα και να το κόψουμε στα μέτρα μας γιατί μας ταιριάζει σαν κοστουμάκι. Έτσι ένα τεράστιο θεατρικό είδος γίνεται μικρό αστικό δραματάκι και χάνει την υπόστασή του. Το ίδιο και ο Σαίξπηρ. Δεν μπορείς να παίξεις Σαίξπηρ καθημερινά, σε εισαγωγικά. Ούτε τον Οιδίποδα μοντέρνα. Μεγάλη ευθύνη έχουν και οι μεταφράσεις. Έχουν παραβιάσει τον στίχο. Το ποιητικό θέατρο έχει μια δομή και δεν έχεις δικαίωμα να την παραβιάζεις. Δεν έχεις; Δικαίωμα να συμπληρώνεις τον συγγραφέα. Οι συγγραφείς αυτοί είναι σοφοί. Το περιεχόμενο των έργων τους είναι τεράστιο που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί ακόμη, τώρα αρχίζουν να το κάνουν. Υπάρχουν μεγάλες γνώσεις μέσα σε αυτά τα έργα. Ο Προμηθέας του Αισχύλου έχει φοβερές πληροφορίες γνώσεως για την εποχή μας τις οποίες δεν έχουμε αντιληφθεί. Λοιπόν δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τα έργα αυτά με σημερινά δεδομένα. Το αποκλείω…». 


-Η εξέλιξη του κόσμου τι επίδραση έχει πάνω σας ;
«Ο κόσμος προχωράει και αλίμονο αν δεν τον ακολουθήσεις και δεν μπεις στο γίγνεσθαι. Για το μόνο που έχω αντίρρηση αυτή την στιγμή είναι ότι η τηλεόραση μέσα από μία ανταγωνιστικότητα, αθέμιτη ή θεμιτή, έχει πέσει σε μία ολισθηρότητα μίμησης και κακής ποιότητας ευτελισμού των ανθρώπων. Τα ριάλιτυ είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορείς να αρνηθείς γιατί είναι της εποχής, αλλά πιστεύω ότι δεν εκφράζουν το κοινωνικό σύνολο. Μελετήθηκαν με την αίσθηση ότι το πλατύ κοινό ενδιαφέρεται να παρακολουθεί το περίεργο και τη δυστυχία του άλλου. Έτσι νοιώθει ίσως καλύτερα. Τα ριάλιτυ μας ήρθαν από μία χώρα που κατ’ εξοχήν μελετάει και προγραμματίζει και κάνει το λεγόμενο μάρκετινγκ για πράγματα τα οποία προβάλλει, πιστεύοντας ότι κρατάει τους Αμερικάνους σε μία νωθρότητα και μαλθακότητα, και μια έλλειψη σκέψης. Αυτό όμως στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν ξέρω πως λειτουργεί. Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι πάμε κατά διαόλου. Πιστεύω ότι υπάρχει κρίση. Τα βλέπουμε μεν αλλά δεν τα δεχόμαστε σαν τρόπο ζωής παρά την υπερβολική προβολή που γίνεται όλων των ριάλιτυ. Στο διαγωνιστικό μέρος βγαίνει ένα εμπόρευμα και όσο πουλήσει, μετά πουλάμε κάτι άλλο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι καθορίζει τα πράγματα».
-Παραμένετε κοντά στους στόχους και στις φιλοδοξίες σας ;


«Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στο ιδεατό και στο πραγματικό, αλλιώς μπορεί να χαθεί εκτός πραγματικότητας. Να πορεύεται ανοδικά με πολύ κόπο και κούραση, αλλά σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο του τι θέλει και τι πιστεύει ότι μπορεί να κάνει».
-Στο έργο του Άλμπυ «Ο Θάνατος της Μπέσσυ Σμιθ» τι ρόλο παίξατε ;
«Ένα νέγρο νοσοκόμο. Η Μπέσσυ Σμιθ πέθανε γιατί δεν την δέχονται σε νοσοκομεία λευκών. Μπορεί να υπήρχαν νέγροι νοσοκόμοι, αλλά ασθενείς δεν έβαζαν. Οι τζαζ τραγουδιστές της εποχής, όπως η Σμιθ, ήταν ότι για μας το ρεμπέτικο. Ήταν στην παρανομία. Στην Αφρική τώρα που οι ντόπιοι μαύροι στην Κένυα που δουλεύουν σε εταιρίες και τουριστικά ξενοδοχεία δεν έχουν το δικαίωμα να πάνε στο μπαρ να πιουν ένα καφέ. Ο ρατσισμός δεν έχει αλλάξει στην ουσία, παρά μόνο χρώμα. Τώρα υπάρχει ρατσισμός από τους ίδιους…».
-Έχετε παίξει ακόμη στη λαϊκή όπερα «Βασίλης Τσιτσάνης» καθώς και το ρόλο του Χαίντελ σε μια φανταστική συνάντησης με τον Μπαχ. Ποια είναι η σχέση σας με την μουσική ;
«Έχω πολλούς φίλους τραγουδιστές και μουσικούς. Την εποχή που πήγαινα σχολείο το να ασχοληθεί κανείς με την μουσική ήταν πολυτέλεια. Προτιμώ να ακούω το ρεμπέτικο τραγούδι, σαφώς δεν μου αρέσει το σύγχρονο λαϊκο-ποπ σε εισαγωγικά, παρακολουθώ τους νέα γενιά των τραγουδοποιών όπως ο Μαχαιρίτσας, ο Περίδης και επίσης ακούω τζαζ και κλασική μουσική».
-Πώς ήταν τα εφηβικά χρόνια του Γιάννη Βόγλη ;
«Δύσκολα γιατί ήταν μετά τον πόλεμο, η εκπαίδευση ήταν άθλια, υπήρχε στέρηση και δυσκολία. Τελείωσα το νυχτερινό σχολείο γιατί έπρεπε να εργάζομαι πριν πάω στο σπίτι, όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου που δεν προερχόντουσαν από την αστική τάξη. Μεγάλωσα στο σχολείο ακούγοντας ότι είμαστε μια χώρα…  Ψωροκώσταινα. Ο καθηγητής όταν μας έπιανε αδιάβαστους ηδονιζόταν και έβαζε μονάδα. Γλεντούσαμε και διασκεδάζαμε με πολύ πιο απλά πράγματα απ’ ότι σήμερα. Η δυσκολία ήταν πολλαπλή. Υπήρχαν πολιτικές αντιπαραθέσεις. Κυνηγητό. Παρανομία. Παίζαμε κρυφτούλι και εξακολουθούμε να το παίζουμε και στη ζωή μας. Ήμουν οργανωμένος στη νεολαία της ΕΔΑ. Είχε ενδιαφέρον, είχε ζωντάνια, είχε κίνδυνο. Απολαύσεις ήρθαν μετά το εξήντα. Το τραγούδι του Κραουνάκη για το Μωσαϊκό ήταν ακριβώς αυτή η εποχή».
-Ποιοι υπήρξαν οι «φάροι» της ζωής σας ;


«Οι μεγάλοι συγγραφείς ήταν τροφή για μένα. Δεν είναι η ποσότητα, αλλά πώς αφομοιώνεις αυτά που διαβάζεις. Μέντοράς μου ήταν ο Μάνος Κατράκης. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν από τους ανθρώπους που γνώρισα και βίωσα και διάβασα πάρα πολύ. Από το χώρο της μουσικής και με τον Μίκη Θεοδωράκη περάσαμε την περίοδο του Λαμπράκη, ο Μάνος Χατζιδάκις και στην συνέχεια ο Μάνος Λοΐζος που γίναμε φίλοι».
-Όλοι τους πολιτικοποιημένοι…


«Ακόμη και το αρχαίο δράμα είναι πολιτικό θέατρο. Διαφωνώ με την στρατευμένη τέχνη. Αυτό που με τρομάζει είναι το απολίτικο της νεολαίας. Είναι η μεγαλύτερη ζημιά που έγινε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου, που δημιούργησε γενιές απολίτικες. Για μένα αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το μέλλον. Κατ’ αρχάς είμαι πατριώτης και αγαπώ την Ελλάδα, δεν φοβάμαι μη με πουν σοβινιστή γιατί δεν ξέρω κανέναν άλλο Ευρωπαίο που δεν είναι σωβινιστής. Όταν βρέθηκα και έζησα και δούλεψα έξω, συνειδητοποίησα πόσο πιο πολιτισμένοι είμαστε από τους Ευρωπαίους. Πιστεύω ότι εάν χάσεις την επαφή σου με την ταυτότητά σου και την ιστορία σου, κινδυνεύεις σαν λαός. Αυτό που προσπαθώ να κάνω και μέσα από τη διδασκαλία στη σχολή είναι να καταλάβουν οι μαθητές μου ότι πρέπει να αφυπνιστούν και να ψάξουν την ιστορία μας γιατί μέσα από την ιστορία διατηρείς την ταυτότητά σου. Η παγκοσμιοποίηση έχει έρθει στα σπίτια μας και υπάρχει, αλλά δεν πρέπει να πάρει την ταυτότητά, την υπόσταση και τα χαρακτηριστικά μας ως έθνος και φυλή. Σαφώς να συνυπάρξουμε μέσα σε μια παγκόσμια κοινωνία όσο γίνεται πιο ειρηνική αλλά διατηρώντας τον πολιτισμό μας  σεβόμενοι τον πολιτισμό των άλλων λαών».
-Σε ποια γυναίκα θα προσφέρατε…καρύδια, όπως στην Ανν Λόμπεργκ στην ταινία «Κορίτσια στον ήλιο» ;
«Σήμερα προτιμώ να μου προσφέρουν οι γυναίκες !».

         


*Στις 15 Νοεμβρίου ανεβαίνει το θεατρικό έργο «Καλά Χριστούγεννα» του Alan Ayckbourn σε σκηνοθεσία Τάσου Πανδή, με τον Δημήτρη Βόγλη στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.   

2 σχόλια: