Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Πέθανε στον ύπνο του ο Leon Russell - Του Γιάννη Αλεξίου












Πέθανε στον ύπνο του ο Leon Russell

Του Γιάννη Αλεξίου

Το RocknRoll έχασε ένα από τους πιο ενεργούς «παίκτες» του. Ο Leon Russell απεβίωσε στον ύπνο του το βράδυ του Σαββάτου, στο σπίτι του στο Νάσβιλ, σε ηλικία 74 ετών, όπως επιβεβαίωσε η σύζυγός του. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
 Πιανίστας, κιθαρίστας, τρομπετίστας, συνθέτης, ενορχηστρωτής, leader band, παραγωγός δίσκων ήταν μερικές από τις πολλές ιδιότητες του Russell, ο οποίος επίσης έκανε καριέρα στο χώρο της κάντρι ως Hank Wilson. Ήταν μέλος του RocknRoll Hall Of Fame από το 2011 και είχε κυκλοφορήσει τον τελευταίο του δίσκο το 2014 με τίτλο «Life Journey».
Να σημειωθεί ότι ο Leon Russell δεν είχε την καλύτερη φήμη για τον χαρακτήρα του στο μουσικό κύκλωμα, ενώ μεταξύ των ανεξάντλητων μουσικών δραστηριοτήτων ήταν ο dealer πολλών μουσικών, όπως του Joe Cocker.    


Ο Leon Russell γεννήθηκε στις 2 Απριλίου  1942 στο Λόουτον της Οκλαχόμα, στην Αμερική και ξεκίνησε τη μουσική του πορεία σε ηλικία 14 ετών. Την περίοδο 1956-57 έκανε session εμφανίσεις με τους Jerry Lee Lewis και τους Hawks του Ronnie Hawkins. Στις αρχές του ’60 απέκτησε φήμη στη μουσική βιομηχανία χάρις τη δεξιότητά του στο πιάνο και στην τρομπέτα κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του παραγωγού Phil Spector που συνεργάστηκε αμέσως μαζί του σε διάφορες ηχογραφήσεις όπως των Ronettes το 1963. Στα μέσα της δεκαετίας συνεργάστηκε με τους Gary Lewis and the Playboys, ως μουσικός, ενορχηστρωτής και συνθέτης. Το 1965 συμμετείχε ως πιανίστας στην επιτυχία των Byrds «Mr. Tambourine Man». Στην συνέχεια περιόδευσε και ηχογράφησε με τους Delaney and Bonnie και μετά με τον Joe Cocker. To 1970 κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό του δίσκο και περιόδευσε με τον Joe Cocker στην περίφημες συναυλίες του «Mad Dog and Englishmen» που έβγαλαν ένα διπλό live δίσκο και μια ταινία. Η φήμη του εκτοξεύτηκε και έτσι συμμετείχε σε δίσκους των Rolling Stones (συνεργάστηκε μαζί τους στην παραγωγή του τραγουδιού «Shine A Light» στο δίσκο τους «Exile On Main Street» (1974), τραγούδι που έγινε τίτλος στην ταινία που έκανε γι’ αυτούς ο Μάρτιν Σκορτσέζε το 2008), Rita Coolidge για την οποία έγραψε το «Delta Lady», Glen Campbell, Delaney and Bonnie, Dave Mason και συμμετείχε στο ιστορικό «Κονσέρτο για το Μπαγκλαντές» στο Madison Square Garden της Ν. Υόρκης. Στα τέλη του ’73 ήταν από τα λαμπρότερα αστέρια της ποπ. Το 1975 ιδρύει τη δική του δισκογραφική Paradise Records που ανέλαβε η Warner Brothers Records. Εκεί αμέσως κυκλοφόρησε το «Wedding Album» με την Mary Russell γιορτάζοντας το γάμο τους. Τότε στρέφεται περισσότερο στην κάντι μουσική και στα τέλη 1978 συνεργάζεται με τον παλιό φίλο του Willie Nelson σε μια πολύ πετυχημένη περιοδεία και το 1979 κυκλοφορεί το διπλό live τους «One For The Road» που ανακηρύσσεται καλύτερος κάντρι δίσκος της χρονιάς.

Ο Leon Russell σκόπευε να κάνει περιοδεία μέσα στο 2017. Οι αποχωρήσεις μουσικών δεν έχουν τελειωμό το δίσεκτο έτος του 2016…

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

O Neil Young γιορτάζει τα 71 του χρόνια και κυκλοφορεί νέο δίσκο - Του Γιάννη Αλεξίου
















 O Neil Young γιορτάζει τα 71 του χρόνια και κυκλοφορεί νέο δίσκο

 Του Γιάννη Αλεξίου

Τα 71 του χρόνια γιορτάζει ο Neil Young παραμένοντας ενεργός στην μουσική σκηνή ! Άλλωστε τόσο ο ίδιος, όσοι και οι εκατομμύρια οπαδοί του σε όλο τον πλανήτη αναμένουν το νέο του άλμπουμ «Peace Trail» που κυκλοφορεί στις 9 Δεκεμβρίου, ηχογραφημένο στα ShangiLa Studio του παραγωγού και διευθυντή της Columbia Rick Rubin, που συνέβαλε στη διάδοση της hip-hop. Παλιά καραβάνα και περσόνα του RocknRoll ο Neil Young αρέσκεται να παρουσιάζει ένα διαφορετικό μουσικό πρόσωπο από δίσκο σε δίσκο, ιδιαίτερα από την δεκαετία του 80 έως σήμερα. Ο Καναδός τραγουδοποιός πριν μερικά χρόνια είχε δηλώσει για τον κακό ήχο στις σημερινές ηχογραφήσεις : «Να σώσουμε τη μουσική από την ψηφιακή λαίλαπα», υποστηρίζοντας ότι : «Ο σκοπός μου είναι να προσπαθήσω να σώσω την τέχνη μου που ασκώ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ζούμε στην ψηφιακή εποχή και αυτό, δυστυχώς, υποβαθμίζει την μουσική μας, δεν τη βελτιώνει», μιλώντας στο συνέδριο «D : Dive into Media» στο Ντάνα Πόιντ της Καλιφόρνια. 


Η αποστροφή του για τον συμπιεσμένο ήχο και της μετατροπής του σε MP3, καθώς και την προτίμηση πολλών να ακούν μουσική μέσω των iPods καταστρέφει την ποιότητα, κάτι γνωρίζει καλά ο Neil Young καθώς έχει βάλει τη σφραγίδα του στην μουσική μέσα από τον αναλογικό ήχο του βινυλίου. Τα τελευταία χρόνια ηγείται μάλιστα του κινήματος που ίδρυσε ο ίδιος με την επωνυμία «Occupy Audio» με μότο «Καταλάβατε τον Ήχο». Πρόκειται για ένα κίνημα μουσικόφιλων που πιέζει τις δισκογραφικές εταιρίες να βελτιώσουν τον ψηφιακό ήχο. Φυσικά και είναι αντίθετος με τις επανεκδόσεις βινυλίων από ψηφιακή ηχογράφηση και όχι από αναλογική μορφή, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει ακόμη κι εκεί σε πολλές περιπτώσεις.

Ο Neil Young γεννήθηκε στο 12 Νοεμβρίου 1945 στο Τορόντο του Καναδά κι έκανε την εμφάνιση στα μέσα του΄60 στο Yorkville της γενέτειράς του σαν φολκ τραγουδιστής, φανερά επηρεασμένος από το στυλ του Bob Dylan. Για την ροκ μουσική ενδιαφέρθηκε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο τραγούδια του Bill Haley και του Elvis Presley μετά τα μέσα των 50ς. Το πρώτο όργανο που έμαθε να παίζει ήταν το γιουκαλίλι και μετά έμαθε ακουστική κιθάρα.
 Σχημάτισε τους Neil Young and The Squires και μετά προσχώρησε στους θρυλικούς Buffalo Springfield, στο Λος Άντζελες το 1966. Έκαναν τρεις εξαιρετικούς δίσκους, όπου ο Young έπαιζε lead κιθάρα, συνέθετε και ενίοτε τραγουδούσε.  Μετά τη διάλυση του γκρουπ κυκλοφόρησε το πρώτο του και ομώνυμο δίσκο, το 1969. Έγινε ευρύτερα γνωστός με το τρίτο και αριστουργηματικό άλμπουμ «After The Goldrush», το 1970, που περιείχε το «Southern Man» που ήταν η απάντησή του στο «Sweet Home Alabama» των Lynyrd Skynyrd με θέμα τον αμερικανικό νότο. Στο μεταξύ κι είχε βγει ο πρώτος προσωπικός του δίσκος και μόλις ο δεύτερος «Everybody Knows This Is Nowhere»,  το καλοκαίρι του ’69 μαζί με τους Stephen Stills, David Crosby και Graham Nash σχηματίζουν τους Crosby, Stills, Nash and Young, ένα super group της εποχής, στο οποίο πήγε μετά από πιέσεις των μελών του. Εδώ κάνει ένα εξαιρετικό κιθαριστικό δίδυμο με τον Stills, που αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων τραγουδιών, στα «Helpless» και «Ohio».
 Κορυφαία στιγμή η εμφάνιση τους  στο Woodstock στις 18 Αυγούστου του ’69.  Μετά από δύο κορυφαία άλμπουμ, «Déjà Vu» (1969) και «4 Way Street» (1970) που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία σε Αμερική, Βρετανία και Ευρώπη, το γκρουπ διαλύθηκε και ο Neil Young έκανε την ταινία «Journey Through The Past», όπου έπαιζε, σκηνοθετησε κι έγραψε το σενάριο, που πέρασε απαρατήρητη, ενώ ετοίμαζε το καλύτερό του άλμπουμ «Harvest» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ’72, με την μεγαλύτερή του επιτυχία «Heart Of Gold». Έγραψε τραγούδια επηρεασμένος από το θάνατο Danny Whitten από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Επίσης έχασε και το φίλο του από τους CSN&Y, του Bruce Berry. Δύο γεγονότα


που τον  επηρέασαν και τα επόμενα χρόνια στις συνθέσεις του. Η φωνή του ήταν τόσο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη, αυτή η λεπτή κρυστάλλινη φωνή που λάτρεψαν οι φίλοι της ροκ μουσικής. Στα επόμενα άλμπουμ του αρχίζει να πειραματίζεται με τον ήχο του και στους στίχους του που κάποιες φορές είναι σουρεαλιστικοί, όπως στο «On The Beach» (1974). Από τα πιο σημαντικό άλμπουμ της καριέρας του ήταν το «Comes A Time» του 1978, στο οποίο ο Young δείχνει ανεξάντλητος. 


Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο ήχος του γίνεται πιο ηλεκτρικός και μέσα στο punk κλίμα της εποχής βγάζει το «Rust Never Sleeps», από τα πιο σημαντικά του, που περιέχει το κλασσικό πια «Hey Hey, My My (Into The Black)», με αναφορά στον Johnny Rotten των Sex Pistols θέτοντας το ερώτημα «Is this the story of Johnny Rotten ?». Ακολούθησε μεγάλη περιοδεία στην Αμερική μετά από χρόνια από την οποία βγήκε το «Live Rust» (1980), που έγινε χρυσό. Το απωθημένο του για το rocknroll του ’50 που τον έβαλε στην μουσική το έβγαλε στο δίσκο «Everybodys Rockin’», το 1983, διασκευάζοντας εξαιρετικά, αγαπημένα του τραγούδια, όπως το «Mystery Train» του Elvis. Η δισκογραφία του πυκνή με συνεχή παρουσία από τότε μέχρι σήμερα.

Μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκο του, το 1969 συνεργάζεται με το συγκρότημα Crazy Horse που πρωτοάκουσε στο Whiskey A Go-Go» και έμελλε να τον συνοδεύει επί 30 χρόνια, αλλά και με τους The Band, Joni Mitchell, Linda Ronstadt, Emmylou Harris.  
Εκτός της ταινίας του 1973, έχει σκηνοθετήσει αρκετές ταινίες με το ψευδώνυμο Bernard Shakey, ενώ δεν έγινε ποτέ Αμερικανός υπήκοος παρ’ ότι μόνιμος κάτοικος της Καλιφόρνιας. Είναι επιληπτικός και το 2005 μετά από χειρουργική επέμβαση ξεπέρασε ένα εγκεφαλικό ανεύρυσμα. Διατηρεί σχέση με την ηθοποιό Daryl Hannah.



Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

O Leonard Cohen μας αποχαιρέτησε - Του Γιάννη Αλεξίου





ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ του Μαρτίου, το 1960, γυρίζοντας από τον οδοντίατρο, ο Leonard Cohen, πρόσεξε ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας σε μια γωνία του East End του Λονδίνου. Μπήκε μέσα και ρώτησε τον ταμία : "Τι καιρό κάνει στην Αθήνα ; "Είναι άνοιξη", του απάντησε εκείνος. Την επόμενη ώρα έβγαλε εισιτήριο και πετούσε για την Ελλάδα...Επισκέφτηκε την Ακρόπολη. Τελικός προορισμός η Ύδρα..

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΙΧΑΝ πολιτικο-ερωτιικές μεταφορές και ανέπτυσαν τη φαντασία μας ενώ η βελόνα κυλούσε στο αυλάκι πάνω στο πικάπ και η τραχειά φωνή του τραγουδούσε απαγγέλοντας.. Κύριος. Σεμνός που τίμησε τη λέξη τροβαδουρος. ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ στο καφέ του "Ianos" το 2008 να μιλά με αφορμή τις εκδόσεις του στα ελληνικά των βιβλίων του "Το Βιβλίο του Πόθου", το βιβλίο των ποιημάτων και των σχεδίων του και "Η Μουσική του Ξένου" σε μετεγραφή Λίνα Νικολακοπούλου, η οριστική έκδοση των τραγουδιών και ποιημάτων του.
Προσωπικές σχέσεις, η Ύδρα, ο δρόμος προς τη Λάρισα, Λος Άντζελες, Καναδάς, Παρίσι, Λονδίνο, Ισραήλ, Μανχάτταν, η Τσιγγάνα...μια ολόκληρη ζωή γεμάτη τόπους, φωνές και συναντήσεις...

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ στο Μόντρεαλ το 1934, σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια McGill και Columbia. Συστήθηκε στο κοινό με το μυθιστόρημα Beautiful Losers και μετά ηχογράφησε τα δύο πρώτα άλμπομυ του "The Songs of Leonard Cohen" (1967) και "Songs From A Room" (1969) που έγιναν επιτυχίες. Κλασσικά έμειναν τα "Suzanne" και "Sisters Of Mercy" και αργότερα το "Dance Me To Τhe End Of Love".

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Ο Chuck Berry, ο ήρωας του rock’n’roll, επιστρέφει ! Του Γιάννη Αλεξίου













 








Ο Chuck Berry, ο ήρωας του rocknroll, επιστρέφει !


Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου


Η πρώτη ηχογράφηση του Chuck Berry ήταν το κλασικό σήμερα rocknroll «Maybellene». Κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1955 κι έγινε επιτυχία πουλώντας 1.000.000 αντίτυπα μέσα σε λίγες βδομάδες φτάνοντας στο Νο5 του αμερικάνικου τσαρτ. Ο ίδιος δήλωσε αργότερα για το όνομα που έδωσε τον τίτλο στο τραγούδι του : «Η μόνη Maybellene που γνώρισα ποτέ ήταν μια αγελάδα». Έγραψε ιστορία με το θρυλικό πια «Johnny B. Goode».
Χθες γιορτάζοντας τα 90 του γενέθλια ανακοίνωσε ότι έχει έτοιμο το καινούργιο του άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2017 με τον τίτλο «Chuck» και θα είναι πολύ προσεγμένο καθώς έχει 37 ολόκληρα χρόνια να βγάλει δίσκο ! Μάλιστα ο μπασίστας του και επί σειρά ετών συνεργάτης είπε ότι η ποιότητα του νέου υλικού θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολυπληθών οπαδών του Chuck Berry καθώς χρειάστηκε τόσα χρόνια να βγάλει δίσκο ώστε να είναι ένα άλμπουμ αντάξιο του ονόματος του Chuck Berry ! Όσο για το θέμα των συναυλιών του έχει κλείσει από καιρό καθώς έχει αποσυρθεί από την σκηνή, αλλά έχει μείνει στην ιστορία οι ρυθμικές κινήσεις των γοφών του και τη μίμηση του περπατήματος της πάπιας, το γνωστό «Chuck Walk» όταν έπαιζε ζωντανά, αλλά και οι επαναστατικοί στίχοι του !


O Chuck Berry, γεννημένος στο St. Louis του Missouri το 1926, είναι ένας από τους τρεις ζωντανούς θρύλους του rocknroll μαζί με τον Little Richard και τον Jerry Lee Lewis, από τη χρυσή εποχή των 50ς, με δαφνοστεφανωμένη καρριέρα και είναι σήμερα από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς στην ιστορία της μουσικής. Τόσο οι Rolling Stones, όσο και οι Beatles επηρεάστηκαν από εκείνον και ηχογράφησαν τραγούδια του στα πρώτα βήματα της καριέρας τους. Μέχρι σήμερα οι Stones παίζουν τραγούδια του, όπως τα «Little Queenie», «Sweet Little Rock & Roller» (αγαπημένο του Keith Richards που το λέει ο ίδιος), «Carol». Ο Keith Richards μάλιστα όταν πρωτοσυνάντησε τον Mick Jagger κρατούσε ένα δίσκο του Chuck Berry με επιτυχίες του !
Άλλες μεγάλες επιτυχίες του : «Thirty Days», «Almost Grown», «Nadine», «School Days», «RocknRoll Music», «Roll Over Beethoven», «Memphis», «Maybelline», «No Particular Place To Go», «Bye Bye Johnny», «My Ding - A Lang», «Let It Rock», «Dont You Lie To Lie» σ’ ένα μεγάλο κατάλογο επιτυχιών που διασκεύασαν συγκροτήματα όπως οι Animals, Status Quo και πολλοί ακόμη, ενώ οι Beach Boys πήραν την μελωδία του «Sweet Little Sixteen» κι έκαναν την πρώτη του επιτυχία «SurfinUSA», αλλά και ο Bob Dylan στο τραγούδι του «Subterranean Homesick Blues» βασίστηκε στο τραγούδι του Chuck Berry «Too Much Monkey Business». Κάθε συγκρότημά που σέβεται τον εαυτό του ηχογραφούσε τουλάχιστον ένα κομμάτι του Chuck Berry !
Η αναβίωση των 50ς έφερε τον Chuck Berry στο προσκήνιο και στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80 και η επεισοδιακή συναυλία του στον Λυκαβηττό στις 20 Ιουλίου 1987 είναι σήμερα η πιο γλυκιά ανάμνηση των ροκαμπιλάδων της εποχής εκείνης. Στο ημερολόγιο μου αναφέρω σχετικά για την υπέροχη στιγμή που ήρθε για μία και μοναδική στιγμή ο Chuck Berry στην Ελλάδα : «Άρχισε στις 9.50 μ.μ. και διακόπηκε στις 11.10 μ.μ. γιατί τα’σπασαν όλα ! Ο κόσμος έπαθε αμόκ και ανέβηκε στην σκηνή, δέρνοντας τους σεκιουριτάδες. Όπως τον παλιό καλό καιρό ! Διατηρήθηκε στην Αθήνα η παράδοση οι rocknroll συναυλίες να διακόπτονται, όχι να τελειώνουν. Στο Sweet Sixteen διακόπηκε η συναυλία, ενώ πρόλαβε να παίξει το Johnny B. Goode ! Είχε μαζί του την κόρη του που τραγούδησε φανταστικά τα «Mojo Working» , «Key Of The Highway» και «Stand By Me». Έξω από το Λυκαβηττό επικρατούσε rocknroll ατμόσφαιρα με 100 μεθυσμένους ροκαμπιλάδες μαζεμένους γύρω από μια κόκκινη Cadillac του΄50. Τραγουδούσαν πριν και σε όλη την συναυλία «1,2,3,4,5 , RocknRol Will Never Die”! O Chuck Berry μάζεψε τον περισσότερο κόσμο που έχει μαζέψει ποτέ κανείς σε συναυλία στον Λυκαβηττό !» (η καταγραφή αυτή περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Βινύλιο, τα καλύτερά μας χρόνια ! (εκδόσεις Φαρφουλάς).  
O Chuck Berry είναι μέλος του Hall Of Fame από το 1986. Αναμένουμε λοιπόν τι καλό μας έχει ετοιμάσει ο πρωτοπόρος αυτός μουσικός !

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

«Είμαι ο Zappa. Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε απόψε ;» Του Γιάννη Αλεξίου










«Είμαι ο Zappa. Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε απόψε ;»

Του Γιάννη Αλεξίου


 Έκανε τρία sold-out ο Frank Zappa στις «Νύχτες Πρεμιέρας» με την Γαλλο-Γερμανική ταινία του Τόρστεν Σέτε «Eat That Question : Frank Zappa In His Own Words» (Βγάλε τον Σκασμό : Ο Φράνκ Ζάππα με δικά του λόγια) ! Κάτι που εν ζωή δεν θα φανταζόταν ποτέ ο ίδιος ο ιδιοφυής καλλιτέχνης, που καταγόταν από ένα ελληνόφωνη κωμόπολη Παρτίνικο της Σικελίας. Ο πατέρας του ήταν Ελληνο-Ιταλός με καταγωγή από τον πατέρα του την Ήπειρο. Είναι η πρώτη ταινία για τον Zappa. Ευτυχώς στάθηκα τυχερός καθώς είδα την τελευταία προβολή αγοράζοντας κυριολεκτικά το τελευταίο εισιτήριο, αν και ζήτησα δύο, από το ταμείο του Odeon Opera την προηγουμένη μέρα στις 6.30 το απόγευμα.  Ο Ζάππα είχε ανέκαθεν ένα επιλεκτικό και πιστό κοινό στην Ελλάδα, χωρίς να είναι ευρέως αποδεκτός από την ροκ κοινότητα, λόγω της ιδιαίτερης μουσικής του που δεν είναι εύπεπτη και ψυχαγωγική, αν και ό ίδιος πάντα δήλωνε διασκεδαστής. Κυρίαρχη στην μουσική του η πολιτική σάτιρα.


Ο Frank Zappa ήταν πάντα το εισιτήριο για να μπεις μέσα σε πιο ψαγμένες παρέες, με ανοιχτό μυαλό, χωρίς συντηρητισμούς που τις διέκριναν επαναστατικές και φιλοσοφημένες ιδέες, που κι αυτές δεν ήταν αποδεκτές από το σύνολο των μουσικόφιλων. Για πολλούς όσοι άκουγαν Zappa ήταν περίεργοι καθώς τους διέκρινε το σουρεαλιστικό στοιχείο και συνήθως η απόσταση και η αντιπάθειά τους για την πολιτική. Θυμάμαι τον μεγαλύτερο της παρέας, ένας ψηλός και μαυροντυμένος με μουσάκι «ζαπικό» που είχε διαδώσει το έργο και την προσωπικότητα του Zappa είχε συμπεριφορά περάν των όποιων ευπρεπών κανόνων. Σε μια στιγμή ρώτησε μια κοπελίτσα αν θέλει τσίχλα, βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι του στο τσεπάκι του πουκαμίσου του και εκείνη όταν ανταποκρίθηκε θετικά της έφτυσε την τσίχλα που μασούσε στα μούτρα ! Κάπως έτσι ήταν και ο ίδιος ο Zappa που αποδεικνύονταν «σκληρό καρύδι» και απρόβλεπτος για τους δημοσιογράφους που του έπαιρναν συνέντευξη. Ο ίδιος έλεγε ότι «από τα πιο ανώμαλα πράγματα που υπάρχουν είναι να δίνεις συνεντεύξεις. Δύο κλικ πριν την ιερά εξέταση…». Συνήθως ήταν άπιαστος και οι απαντήσεις του ήταν κοφτερές και ευθείες που τις περισσότερες φορές κόμπλαραν τους δημοσιογράφους που επιχειρούσαν να προσεγγίσουν το μυαλό του χωρίς να βρίσκουν εκείνη την κλειδαρότρυπα για να εισχωρήσουν μέσα, προκαλώντας το γέλιο του ακροατηρίου. Ώσπου κάποια στιγμή τον αποκαλούσαν αναρχικό, όταν τους έβγαζε νοκ-άουτ καθώς αποκάλυπτε με ευρηματικό τρόπο την αποστροφή του για τα παραδοσιακά πράγματα για τα οποία ερωτούνταν. «Κάνω μουσική σάτιρα και είμαι διασκεδαστής» τους απαντούσε για το πώς τοποθετούσε τον εαυτό του στην μουσική του. Σε μια στιγμή πριν αρχίσει η συζήτησή σε ένα τηλεοπτικό σταθμό αιφνιδίασε τους πάντες λέγοντας ; «Είμαι ο Zappa. Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε απόψε ;».


Η αποφοίτησή του από το γυμνάσιο το 1958 έγινε κάπως βιαστικά : «Πήρα το απολυτήριο μου με 20 μονάδες λιγότερες απ’ ότι χρειαζόταν, μόνο και μόνο επειδή βιάζονταν να με ξεφορτωθούν. Με είχαν διώξει τόσες φορές που είχαν βαρεθεί πια. Έτσι προτίμησαν να με αφήσουν έξω, αντί να με κρατήσουν μέσα. Θεωρητικά δεν θα έπρεπε να πάρω απολυτήριο, αλλά είχα κάτσει σχολείο, όσα χρόνια χρειάζονταν…».

Η καλλιτεχνική του καριέρα του ξεκίνησε κάπως περίεργα καθώς αν και έγινε ιδιοκτήτης ενός στούντιο ηχογραφήσεων, παράλληλα διακινούσε πορνοταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ! Όμως έπεσε στην παγίδα της αστυνομίας και συνελήφθη με την 19χρονη φίλη του Lorraine Beltcher. Ο Frank επειδή «μετανόησε» και «βοήθησε» την αστυνομία την γλύτωσε μ ‘ ένα μικρό πρόστιμο, αλλά η φίλη του φυλακίστηκε.



Όλα αυτά τα διαβάζαμε και τα λέγαμε στόμα με στόμα στις παιδικές παρέες, μας γαργαλούσαν το μυαλό και κάναμε γούστο που ο τύπος αυτός, του οποίου η μουσική του μας έκανε ένα κλικ παραπάνω από άλλους rock μουσικούς και συγκροτήματα που χορεύαμε στα πάρτι και ακούγαμε στο ραδιόφωνο, έκανε τρελά πράγματα που δεν συνάδουν με την έγκριση του οικογενειακού περίγυρου. Σε μια συναυλία του κι ενώ ο κόσμος ζητούσε να βγει στην σκηνή, εκείνος καθόταν σε ένα τραπεζάκι στην είσοδο και κάπνιζε παρατηρώντας τον κοινό του. Οι μύθοι πολλοί, ένας εξ αυτών έλεγε ότι έφαγε κόπρανα στην σκηνή στη διάρκεια μιας συναυλίας του. Όλα αυτά είναι ένα δυνατό κομμάτι στη ζωή του, το οποίο παρακάμπτεται στην ταινία, όπως περιέργως η πρώτη και επαναστατική περίοδος του με τους Mothers και το θρυλικό πρώτο άλμπουμ του, το «Freak Out» (1966) που περιέχει τραγούδια με πολιτικά σχόλια, αποστροφής στο πολιτικό σύστημα όπως το  «Who Are The Brain Police?» (Ποια είναι η αστυνομία του μυαλού ;), «Help, Im A Rock» ή το «Hungry Freaks Daddy» που ανοίγει το δίσκο και συστήνει τους Mothers : «Μίστερ Αμέρικα, προσπέρασε τα σχολεία σου που δεν διδάσκουν, Μίστερ Αμέρικα προσπέρασε τα μυαλά που δε μπορείς ν’αγγίξεις, Μίστερ Αμέρικα, προσπάθησε να κρύψεις το κενό που έχεις μέσα σου, Μα θ’ αποκαλύψεις πως όσα ψέματα κι αν πεις, όσα βρώμικα τεχνάσματα κι αν δοκιμάσεις, Δεν θα μπορέσεις να εμποδίσεις το φουσκωμένο κύμα των Πεινασμένων φρικιών, μπαμπά…» . Το «Freak Out» πούλησε μόλις 30.000 αντίτυπα, αρκετά όμως για να συνεχίσει τη δισκογραφία του στην Verve. Οι Mothers τότε εγκατέλειψαν το Λος Άντζελες και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Οι δίσκοι του Zappa άρχισαν να έχουν εμπορική επιτυχία στα 70ς. Ωστόσο η έκφραση freak out έμεινε έως σήμερα παρακινώντας για απόδραση από τις κοινωνικά στερεότυπα. Εξ αρχής ο Zappa και το συγκρότημά του ταυτίστηκαν με την αισχρότητα Η πολυαναμενόμενη ταινία – πορτραίτο του, πιάνει τον Zappa στη δισκογραφία του από το τέταρτο και πιο πετυχημένο εμπορικά έως τότε άλμπουμ του, το «Were Only In It For The Money» (1968), όπου χλευάζει την μουσική βιομηχανία και σατιρίζει την χίπικη ιδεολογία με τον καυστικό τρόπο του που ήδη είχε γίνει γνωστός, σε ένα μουσικό κλίμα παρωδίας των 50ς. Είναι η εποχή του συγκροτήματός του, των Mothers Of Invention (Οι Μητέρες της Επινόησης), μια παρέας εξαιρετικών μουσικών που είχαν μπει στο νόημα της μουσικής του και την απέδιδαν έτσι ώστε ο Zappa να βγάζει το πηγαίο ταλέντο του, το οποίο πυροδότησε κατά τα άλλα η κλασσική μουσική.
Όπως αφηγείται στην ταινία ο Zappa άκουσε στο γυμνάσιο τον Έντγκαρ Βαρέζε στο έργο του για κρουστά «Ionisation», αλλά και την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Ίγκορ Στραβίνσκι, δύο επιδραστικοί συνθέτες στη ζωή και στο έργο του, ιδιαίτερα όταν έπιασε την κλασσική μουσική στην οποία αφιερώθηκε περισσότερο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κάποια στιγμή μάλιστα για πρώτη φορά το Albert Hall είχε τόσες πολλές κρατήσεις θέσεων, 5.000 συνολικά, για την συναυλία του Zappa με την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα ! Το πρώτο μεροκάματό του σαν μουσικός το έκανε μόλις στα 15 του χρόνια, ως ντράμερ, παίζοντας κατσαρόλες και μπόγνκος ! Ωστόσο η πρώτη τέχνη που άγγιξε ήταν η ζωγραφική καθώς μικρός ζωγράφιζε συνήθως δολάρια ! Ενώ σαν μουσικός τα πρώτα του κομμάτια τα συνέθεσε σε ηλικία 21-22 ετών επηρεασμένος από τα παιδικά του ακούσματα στο ύφος του rocknroll, του rhythmnblues και του doo-wop των 50ς.


Σε μια από τις πρώτες εμφανίσεις του σε τηλεοπτικά σόου, του Steve Allen, παρουσίασε το έργο του Ορχήστρα για Ποδήλατο, βγαίνοντας με δύο ανάποδα ποδήλατα στην σκηνή και πίσω από το παραβάν αποκάλυψε ολόκληρη κλασσική ορχήστρα που τον συνόδευσε στους ήχους από τις ακτίνες του ποδηλάτου ! Η πλάκα ήταν ότι ο παρουσιαστής τον ρώτησε «πόσο καιρό παίζει το όργανο ;» κι ενώ το κοινό στο στούντιο γελούσε, εκείνος αποκρίθηκε σοβαρά «δύο βδομάδες !». Με έντονο το σουρεαλιστικό στοιχείο σε όλη την καριέρα του και χωρίς ήρωες προχώρησε σε μια αυτόνομη μουσική πορεία, χωρίς μιμήσεις και κάποια στιγμή έφτιαξε τη δική του δισκογραφική εταιρία κυκλοφορώντας αρχικά το καταπληκτικό διπλό δίσκο «Sheik Yerbouti», το 1979. Ο Zappa ήταν επίσης σπουδαίος κιθαρίστας κάτι που δεν προβλήθηκε αρκετά μέσα στο μουσικό του έργο, αλλά ο ίδιος έβγαλε το απωθημένο του με ένα ινστρουμένταλ τριπλό δίσκο «Shut Upn Play Yer Guitar» (1981).
Ο Zappa αυτό που έκανε δεν το θεωρούσε δουλειά και ονειρευόταν να μην δουλεύει ! Δήλωνε «πάντα φρικιό, ποτέ χίπης». Επίσης απεχθανόταν τα ναρκωτικά «έχω καπνίσει καμιά δεκαριά μπάφους μέσα σε 9 χρόνια και όσες φορές το έκανα δεν διαπίστωσα καμιά νοηματική διάταση. Το πιο σκληρό από τα ναρκωτικά που έχω παίρνω σε περιοδείες είναι η πενικιλίνη γιατί κολλάω βλεννόρροια..!».
                                                   Zappa και πολιτική

 Όσο για τις κατά καιρούς πολιτικές τοποθετήσεις του ή κινήσεις του, που ίσως διχάζουν το φανατικό κοινό του, έχουν, κατά τη γνώμη μου, την ίδια χαώδη υποκίνηση όπως και η μουσική του, αλλά και η εκκεντρικότητα του ως καλλιτέχνης. Ήταν ελεύθερο πνεύμα. Σε καμία περίπτωση αριστερός ή κομμουνιστής. Αλλά σίγουρα μεταξύ αναρχισμού και αριστεράς με το δικό του τρόπο. Ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος πέρα από στα στενά κομματικά όρια, όπως τα ξέρουμε. Πολεμήθηκε από την Αμερική με διάφορους τρόπους, όπως δικαστήρια, καταδίκες και διάδοση του έργου του. Μεγάλωσε σε δεξιά οικογένεια, αλλά ο ίδιος πολέμησε τον συντηρητισμό της Αμερικής και ήταν αντίθετος σε ότι αδικία ένοιωθε. Υπήρξε στενός φίλος του Βάτσλαβ Χάβελ, του πολιτικού, συγγραφέα και δραματουργού, του τελευταίου προέδρου της Τσεχοσλοβακίας και πρώτου προέδρου της Τσεχίας.  Ο Frank Zappa ήταν άθεος, απεχθανόταν την πολιτική γενικότερα και τα συνδικάτα τα οποία τα στολίζει με την υπέρτατη βρισιά, αν πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι πίστευε δεν υπήρχαν κακές γλώσσες και αυτό ήταν ένα τέχνασμα της θρησκείας για να δημιουργεί ενοχές στους πιστούς και να τους διαχειρίζεται. Ότι και να ήταν άφησε εποχή !


                                      Το Ελληνικό Fan Club του Frank Zappa

Εδώ και περίπου 2,5 χρόνια ο Frank Zappa έχει αποκτήσει το δικό του Fan Club στην Ελλάδα, το οποίο βρίσκεται στην οδό Βρυάντος 33, σε ένα υπόγειο στην Άνω Κυψέλη ! Λειτουργεί στο πλαίσιο της δραστηριότητας της μη κερδοσκοπικής εταιρίας Mellifera για το περιβάλλον την κοινωνία και τις τέχνες, που ίδρυσαν ο Νίκος Αγόρτσας – ένα φεγγάρι κιθαρίστας του Παύλου Σιδηρόπουλου – και της Μαρίας Χωριανοπούλου. Το fan club του Zappa έχει δώσει τιμητικές βραβεύσεις στους Κορνήλιο Διαμαντόπουλο, Γιώργο Χαρωνίτη, Δημήτρη Πολύτιμου, Γιώργου Μακρή και Δημήτρη Πουλικάκου στη διάρκεια του Vinyl Is Back, για τη προσφορά τους στη διάδοση του έργου του Frank Zappa.