Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΣΤΟ CAN CAN - Του Γιάννη Αλεξίου













Ο ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΣΤΟ CAN CAN

Του Γιάννη Αλεξίου






Φωτογραφίες : Γιάννης Κανελλόπουλος

Φτάνοντας στο «Can Can» σε περιμένουν δύο μεγάλα διαφημιστικά υποδοχής με τον Τζίμη Πανούση στο αριστερό με χτένισμα Τραμπ και ξανθό μαλλί και στο δεξιό ένα διπρόσωπο κεφάλι με μορφή εξ αριστερών τον Αλέξη Τσίπρα και εκ δεξιών τον Ντόναλντ Τραμπ, που ανοίγουν την όρεξη για μια μουσικο-πολιτική σάτιρα με τίτλο «Mouniall», με δύο L, σε μια πρώτη δόση σουρεαλισμού για την συνέχεια.



Αφού λοιπόν πήρα το τελευταίο του βιβλίο και έβδομο συνολικά στην συγγραφική του πορεία, με τίτλο «Magic Baff – Ο Τυφώνας Τζέφρυ» με εξώφυλλο τον Γιώργο Παπανδρέου να αθλείται, από τον πάγκο που βρίσκεται στην είσοδο με βινύλια cd, dvd, μπλούζες και ότι άλλο με Τζίμη Πανούση βρέθηκα στο χώρο που επέλεξε φέτος να «χτυπήσει» ο Τζίμης, σε πρώτη εμφάνιση εκεί. Πάντα ο Πανούσης διαλέγει διαφορετικούς χώρους στην Αθήνα για να παρουσιάσει τη δουλειά του, τους οποίους αναδεικνύει και δεν επιστρέφει ποτέ εκεί, με εξαίρεση το «Κύτταρο». Μετά το reunion των Μουσικών Ταξιαρχιών στο χώρο αυτό πέρυσι για τα 35 χρόνια από την ίδρυση του συγκροτήματος που τάραξε τότε την μουσική σκηνή στις αρχές των 80ς, ο πήχης του Πανούση πήγε ακόμη ψηλότερα γιατί ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή που σημαδεύτηκε από μεγάλη επιτυχία παίζοντας θαυμάσια ένα best of της πορείας του γκρουπ και του ιδίου στη σόλο πορεία του. Ωστόσο το πρόγραμμά εκείνο ήταν καθαρά μουσικό, χωρίς πρόζα. Η συνέχεια δόθηκε στο «Gagarin 205» του αείμνηστου Νικόλα Τριανταφυλλίδη, όπου ο Τζίμης Πανούσης με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, με την βαρύτητα στην σύνθεση και πάλι του Γιάννη Δρόλαπα, συνδύασε ένα πρόγραμμα τραγουδιών επαναφέροντας την πρόζα και ταυτόχρονα ανιχνεύοντας ένα νέο κοινό που είχε έρθει να δει το συγκρότημα αυτό ίσως κυρίως λόγω Πανούση, αλλά και να πάρει και μια γεύση από όσα έχει ακούσει γι’ αυτόν ως εκείνη την στιγμή. Το αποτέλεσμα δεν ήταν εντελώς πετυχημένο με επίκεντρο τον νεοέλληνα και τα μουσικά του γούστα, στο δεύτερο μέρος του προγράμματος.


Έτσι λοιπόν έχει ιδιαίτερη σημασία τι παρουσιάζει φέτος ο Τζίμης Πανούσης καθώς επιστρέφει σε ένα καθαρά δικό του σόου χωρίς τις Ταξιαρχίες, αλλά πάντα μπροστά σε ένα κοινό που διευρύνεται συνεχώς, ενώ υπάρχει πάντα ένα πιστό κοινό που τον παρακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια φανατικά σε όλες τις εμφανίσεις του και τον ακολούθησε και στο «Can Can».
Εκεί λοιπόν λίγα λεπτά μετά τις 11 έκανε την εμφάνισή του ο Τζιμάκος, όπως προτιμά να το αποκαλούν οι πιστοί φίλοι του με το κλασσικό πλέον μαύρο κολάν και μια μαύρη μπλούζα που αναγράφει τον τίτλο του σόου του, μια ντισκο – μπάλα να κρέμεται από το ταβάνι, τον Αλέκο Αράπη με το ρυθμικό του μπάσο σε επανεμφάνιση μετά από καιρό στην μπάντα του Πανούση, την οποία η παρουσία του την ανεβάζει ποιοτικά. Χωρίς ταμπέλες αυτή τη φορά στους τοίχους του μαγαζιού με διάφορα αποφθέγματά του, όπως συνήθιζε έως σήμερα, αλλά με πολλά καινούργια βίντεο που αποτελούν σημαντικό μέρος του προγράμματος του και ισχυρή δόση «Τσιπραλέξ» παρουσιάζει το «Mouniall» σε 10 παραστάσεις στο «Can Can». Αυτή ήταν η δεύτερη του παράσταση το περασμένο Σάββατο. Στον Πανούση ανέκαθεν πηγαίνω στην πρεμιέρα καθώς κάθε επανεμφάνισή του αποτελεί γεγονός για μένα, πρεμιέρα την όποια αυτή τη φορά έχασα καθότι ήταν αδύνατο λόγω του Vinyl Is Back που συνέπεσε με την πρεμιέρα του, να παρακολουθήσω.

Η σάτιρά του είχε καθαρά αντι-κυβερνητικό προσανατολισμό, όπως κάθε φορά άλλωστε και ήταν η δεύτερη φορά – η πρώτη ήταν στο «Gagarin 205» - που στο επίκεντρο βρισκόταν ο Αλέξης Τσίπρας και οι επιλογές του τις οποίες τρολάρει με περίσσια ευρηματικότητα, φαντασία και χιούμορ. Πριν δύο χρόνια είχε προβλέψει και προειδοποιήσει πολλά από αυτά που συμβαίνουν πριν γίνει κυβέρνηση η τωρινή, στην παράσταση του στην «Ακτή Πειραιώς». Τότε είχε δεχθεί σφοδρή κριτική από την αριστερά, αλλά τελικά ο χρόνος φαίνεται ότι τον δικαιώνει καθώς βγάζει πολύ γέλιο στο κομμάτι της πρόζας στη διάρκεια της παράστασης.
«Πληρώνουμε νοίκι στο σπίτι μας, ούτε ο Μπακούνιν δεν το σκέφτηκε», «φορώ γραβάτα και με περνούν για Συριζαίο», «Είμαι υπέρ του Χημείου, αν ήμουν του Πολυτεχνείου θα ήμουν υπουργός» λέει χαρακτηριστικά σε κάποια σημεία του προγράμματος σκορπώντας το γέλιο, ενώ μεταξύ των αποκαλύψεών του ήταν και ότι ο Άγιος Βασίλης είναι Τούρκος, από την Καππαδοκία και μας φέρνει δώρο 3.000.000 μετανάστες !
Από μουσικής πλευράς ο Πανούσης άφησε τη δόξα του πρώτου και καλύτερου δίσκου των Μουσικών Ταξιαρχιών (1982) στο reunion της μπάντας στο «Κύτταρο» και έπιασε την ιστορία του από το δεύτερο δίσκο τους «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν» (1984) έως τον πιο πρόσφατο του «Obi-Obi-Bi» (2013). Το πρόγραμμα ξεκίνησε με το «17 Νοέμβρη Απόγευμα» και ακολούθησαν τραγούδια όπως «Ο Κάιν Ζει», « Do It», «Χημεία και Τέρατα», «Κάγκελα Παντού», «Πυγολαμπίδα», «Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι», «Σουζάννα», «Νεοέλληνας», «Το μ… και το δελφίνι», «Ανακωχή», «Αχ Ευρώπη» και άλλα. Πολύ γερή στιγμή του προγράμματος είναι ένα ποτ- πουρί στο δεύτερο μέρος όπου αλλάζει τους στίχους σε ελληνικά τραγούδια, όπως στην «Τσιμινιέρα», ενώ μιμείται τον Γιάννη Πάριο, την Κατερίνα Στανίση και την Κατερίνα Μποφίλιου, με ενδιάμεσα ριφ από τα classic roc τραγούδια «Black Night» και «Man On The Silver Mountain» !


Σε γενικές γραμμές το «Mouniall» είναι ένα πρόγραμμα κλασσικού Τζίμη Πανούση που θα ικανοποιήσει το κοινό του, νεώτερο και παλιότερο και για όσους αναφέρουν ότι είναι «ίδιος ο Πανούσης» που ακούστηκε και πάλι από κάποιο διπλανό τραπέζι, μάλλον αυτοί δεν έχουν καταλάβει τον καλλιτέχνη Τζίμη Πανούση καθώς αυτό είναι το είδος που παρουσιάζει και πάνω σε αυτό χτίζει κάθε πρόγραμμά του και έτσι πρέπει να το αποδεχθεί κανείς. Το ίδιο, περί επαναληψης, μπορεί να ισχυριστεί κανείς όταν παρακολουθεί έναν οποιονδήποτε καλλιτέχνη ή μουσικό, όταν επαναλαμβάνει κάποια ίδια τραγούδια στη διάρκεια μιας συναυλίας του. Ο Τζίμης Πανούσης παραμένει καλλιτέχνης – φαινόμενο, μοναδικός στο είδος του κι ας είναι αισίως 62 ετών.  



Τα μέλη του συγκροτήματός του είναι οι : Βασίλης Γκίνος (πλήκτρα), 35 χρόνια συνεργάτης του, Στέλιος Φράγκος (κιθάρα), Κώστας Περόγλου (ντραμς) και Αλέκος Αράπης (μπάσο). 

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Άκης Έβενης - Μέρες Ραδιοφώνου - Συνέντευξη στον Γιάννη Αλεξίου









ΑΚΗΣ ΕΒΕΝΗΣ – Μέρες Ραδιοφώνου 


«Χάθηκε πια το ραδιόφωνο που ξέραμε. Το ΕΣΡ (Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο) πρέπει να απαγορέψει το play list γιατί δεν είναι ραδιόφωνο»


«Είμαι φανατικά πια κατά των καταλόγων επιτυχιών και οι μουσικοί απολογισμοί της χρονιάς δεν λένε τίποτε σε μένα»



Του Γιάννη Αλεξίου




Είναι Παγκρατιώτης γέννημα θρέμμα. Ένα φοβισμένο παιδί που πέρασε στην απέναντι όχθη. Όταν χτυπά το κινητό του ακούγεται το Baba O’ Riley των Who. Σεμνός και χαμηλών τόνων, αλλά με τεράστιο όγκο ραδιοφωνικής προσφοράς από διάφορες θέσεις. Αυτή του ραδιοφωνικού παραγωγού στη θρυλική εκπομπή του «Στούντιο 344», στη χρυσή εποχή της δημόσιας ραδιοφωνίας και αργότερα στο Αθήνα 9.84, όπου διετέλεσε από τα ιδρυτικά και διευθυντικά στελέχη του και παραγωγός της εκπομπής «Μπουμ στον Αέρα». Από ηγετική θέση υπήρξε καινοτόμος και στην Ελληνική Ραδιοφωνία κάνοντας τομή στο σχεδιασμό προγράμματος κατά τη μετάβαση του Τέταρτου Προγράμματος σε ΕΡΑ-σπορ, φέρνοντας την άνοιξη στην ραδιοακρόαση. Η ΕΡΤ ήταν το «σπίτι» του κι εκεί επέστρεψε κι έμεινε ως τις αρχές των 00’ς. Από 17 ετών είχε την δική του εκπομπή στο τότε Ε.Ι.Ρ.Τ. Σήμερα δραστηριοποιείτε ως Project και Content manager, σε διάφορα διαδικτυακά projects. Στο σύντομο πέρασμα του από το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο (Ε.Ο.Α),ολοκλήρωσε την έρευνα για την συνολική καταγραφή των ηχητικών αρχείων του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου της Γενικής Γραμματείας Τύπου. Τις μέρες αυτές που το ραδιόφωνο έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα για τις μοναχικές καρδιές είναι το κατάλληλο πρόσωπο για να μιλήσουμε μαζί του για ραδιόφωνο, μουσική, ελληνική ραδιοφωνία και προβληματισμούς γι’ αυτήν. Είναι η φωνή που αγαπήσαμε όλοι όσοι μεγαλώσαμε ακούγοντας ραδιόφωνο, είναι ο Άκης Έβενης.

-Από τι ηλικία μπήκες μέσα στην μουσική ;

«Η σχέση μου με την μουσική ξεκίνησε από την βρεφική ηλικία. Η μητέρα μου έπαιζε βιολί πάνω από την κούνια μου. Κάτω από την κούνια υπήρχε ένα music box, αυτό το μουσικό ξύλινο κουτί που έχει ένα μπρούτζινο κύλινδρο με ακίδες, το οποίο έπαιζε άριες. Το κουτί αυτό υπάρχει ακόμα και το έχω στο υπνοδωμάτιο. Σε ηλικία τριών ετών, με πήγαινε κάθε Δευτέρα στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Καλοκαίρι στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και χειμώνα στο Ρεξ. Στα οκτώ μου έγινα μέλος της παιδικής χορωδίας του παρεκκλησίου των Ανακτόρων όπου εκεί γνώρισα δύο σπουδαίους μουσικοπαιδαγωγούς τον Στέφανο Βασιλειάδη και τον Μιχάλη Αδάμη. Ανάμεσα στα μέλη της ήταν ο Γιώργος Ρωμανός (Γκουζούλης) και ο Βασίλης Ριζιώτης. Εκεί, απόκτησα μια ενεργή σχέση με την μουσική λόγω των εντατικών μαθημάτων σε επίπεδο ωδικής, αρμονίας – σολφέζ, αλλά και των πολλών εμφανίσεων που κάναμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Η μεγάλη στιγμή για εμάς ήταν όταν εντατικοποιήθηκαν οι πρόβες με τον Στέφανο Βασιλειάδη και τον Μάνο Χατζιδάκι κατά την περίοδο των Χριστουγέννων του 1963, διότι ο Μάνος προετοίμαζε τους «Όρνιθες» που θα ανέβαζε το επόμενο καλοκαίρι στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών, την Μικτή Χορωδία του Φεστιβάλ Αθηνών και την Παιδική Χορωδία των Ανακτόρων, μια αναθεωρημένη εκδοχή της μουσικής που γράφτηκε το 1959 για το ανέβασμα της κωμωδίας του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, σε απόδοση Βασίλη Ρώτα. Το έργο αυτό κυκλοφόρησε σε άλμπουμ το 1965 από την Columbia / EMI.


Ο Στέφανος Βασιλειάδης ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος της χορωδιακής μουσικής και ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους o οποίος μπορούσε, με έναν γλυκύτατο τρόπο, να αντιμετωπίσει παιδιά που συμπεριφέρονταν όπως εγώ. Υπήρξε εισηγητής του θεσμού των Μουσικών Σχολείων, δημιουργός του πρώτου στην Ελλάδα Μουσικού Γυμνασίου Παλλήνης, (1989) και ο πρώτος πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του υπουργείου Παιδείας. Βασικός άξονας του σχεδιασμού του για τα Μουσικά Σχολεία δεν ήταν τόσο η μουσική εξειδίκευση όσο ή παροχή ευρύτερης μουσικής, καλλιτεχνικής και αισθητικής καλλιέργειας.
Ο Μιχάλης Αδάμης ήταν ο ιδρυτής και διευθυντής της χορωδίας. Ανάμεσα στο μεγάλο δημιουργικό έργο του ήταν και το γεγονός ότι διετέλεσε Πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού για τη Χορωδιακή Ανάπτυξη, που μελέτησε και προώθησε πρόγραμμα για την τόνωση της χορωδιακής δραστηριότητας με παράλληλη ανάπτυξη της παιδείας και μιας γενικότερης υποδομής, υποστηρίζοντας πλήθος εκδηλώσεων πραγματοποιώντας Συνέδρια-Σεμινάρια, Χορωδιακές εκδόσεις, αναθέσεις έργων για χορωδία και ένδεκα Χορωδιακές Συναντήσεις με τις οποίες προώθησε ιδιαίτερα το θεσμό του Χορωδιακού Εργαστηρίου και του Ομαδικού Τραγουδιού. Και οι δύο ήταν ογκόλιθοι για την μουσική παιδεία μας. Αν διαβάσει κανείς το δημιουργικό παραγωγικό έργο τους, το οποίο έχει αναγνωριστεί διεθνώς, θα απορήσει για το πως είναι δυνατόν στον κύκλο του βίου τους να έχουν κάνει τόσα πολλά! Σε αυτούς τους δύο οφείλω την μουσική καλλιέργεια μου καθώς και την ακουστική δεξιότητα μου ώστε να διακρίνω την λεπτομέρεια σε κάθε ακρόαση. Στα πρώτα χρόνια της Χούντας, η χορωδία σταμάτησε να δραστηριοποιείται. Συνέχισα σπουδές σε θεωρητικό επίπεδο με τον Γιώργο Βώκο και ιδιαίτερα μαθήματα κλασσικής κιθάρας με τον Δημήτρη Φάμπα στο σπίτι του στη Δάφνη. Για κάποιους μήνες έπαιρνα και μαθήματα πιάνο από την Μαρίκα Χαιρογιώργου - Σιγάρα, αλλά επειδή δεν με συγκινούσε, τότε το πιάνο ως μουσικό όργανο, παράτησα τα μαθήματα. Πολύ αργότερα το μετάνιωσα διότι ήταν σπουδαία καθηγήτρια. Για δύο χρόνια παρακολούθησα μαθήματα φλάουτου υπό την καθοδήγηση του Urs Ruttimann ενός άλλου σπουδαίου μουσικού της Κ.Ο.Α. τα οποία επίσης παράτησα. Βέβαια, όλους αυτούς τους σημαντικούς μουσικοδιδασκάλους δεν θα τους γνώριζα αν η μητέρα μου δεν εργαζόταν σε ένα περιβάλλον μέσα από το οποίο γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, ως γραμματέας του Γιώργου Σισιλιάνου. Πολύ συχνά, ο Σισιλιάνος, τις έδινε συμβουλές για τον κανακάρη της»

-Ο πατέρας σου είχε σχέση με την μουσική;

«Ο πατέρας μου ήταν νομικός και το 1956, αφού συνέταξε το κείμενο του ιδρυτικού κανονισμού του Ε.Ι.Ρ έφυγε από την Ελλάδα επειδή προσελήφθη ως δημοσιογράφος στο BBC. Με το ζόρι κάθισε στο Λονδίνο τρία χρόνια. Όταν έφυγε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Νυρεμβέργη όπου εκεί έμεινε 45 χρόνια. Γνώρισα τον πατέρα μου στα 35 μου, λίγες ημέρες πριν πεθάνει.  Ήταν εξαιρετικά αμήχανη η στιγμή της συνάντησης μου μαζί του, διότι με κυρίευσε η φόρτιση που έχεις για έναν άνθρωπο τον οποίο βλέπεις να υποφέρει από την ασθένεια του, δίχως την επιπρόσθετη συναισθηματική φόρτιση που αισθάνεσαι όταν χάνεις ένα πολύ κοντινό σου πρόσωπο. Για να αισθανθείς ότι χάνεις κάποιον, πρέπει να τον έχεις! Θεωρώ ότι η απουσία του από την ζωή μου, με βοήθησε να εκτιμήσω το ρόλο της γυναίκας. Δεν είναι εύκολο, για μια εργαζόμενη μητέρα, να μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί, ιδίως, αν το παιδί της είναι όπως ήμουν εγώ μικρός".

-Τι τύπος ήσουν πιτσιρικάς;
 


«Ένα ατίθασο παιδί που δε ήταν εύκολο να το μαντρώσεις. Σκέψου ότι, στα 5 1/2 μου, με έβαλαν εσωτερικό στο οικοτροφείο του Εθνικού Εκπαιδευτηρίου Αναβρύτων, το οποίο ακολουθούσε το παράδειγμα των σχολών "Schule Schloss Salem" της Γερμανίας και "Gordonstoun" της Σκωτίας που είχε ιδρύσει ο παιδαγωγός Κουρτ Χαν και μέσα σε δέκα ημέρες, αφού τους έκανα άνω κάτω, ζήτησαν από την μητέρα μου να απομακρυνθώ. Ωστόσο και για να μην αδικήσω το, τότε, εκπαιδευτικό σύστημα τους, να σημειώσω ότι, οι παιδαγωγοί είχαν ιδιαίτερη υπομονή μαζί μου, παρά τα όσα έκανα. Απλώς, αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι αρνιόμουν πεισματικά να μείνω εσώκλειστος.
Με τη γιαγιά μου η οποία με ανέχθηκε περισσότερο ως πιτσιρίκι, είχα σχέσεις οργής - σχέσεις στοργής. Τσακωνόμουν έντονα μαζί της, αλλά, επειδή είχε τσαγανό, δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί της. Έτσι, όταν έβγαινα στους δρόμους και συναντούσα ηλικιωμένους, καταλαβαίνεις τι γινόταν. Όμως, η συνέχεια για μένα γινόταν πιο τραγική όταν επέστρεφα στο σπίτι κι έβλεπα ξαφνικά ανθρώπους έξω από την πόρτα να χτυπούν το κουδούνι μας προκειμένου να διαμαρτυρηθούν στην μητέρα μου για την συμπεριφορά μου. Μιλάμε για ηλικίες του δημοτικού.
Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, η αντίδραση αυτή πήγαζε από φοβισμένα παιδιά τα οποία μεγάλωσαν μέσα σε μια καταπιεστική, για την εποχή, κοινωνία. Καταπίεση στο σπίτι, καταπίεση στο σχολείο με μια εντελώς παρεξηγημένη έννοια για το τι σημαίνει καθωσπρεπισμός. Στη δική μου περίπτωση, ο εγωισμός ήταν τέτοιος που δεν άφηνε περιθώρια ώστε να εκφραστούν οι φόβοι. Βέβαια, σιγά – σιγά, στην εφηβεία τους ξεπέρασα περνώντας στην άλλη όχθη, διότι γρήγορα αντιλήφθηκα ότι, πρέπει να πετάς από πάνω σου αυτά τα οποία αργότερα μπορεί να σου αφήσουν βαρίδια. Βέβαια, με βοήθησαν πολύ και οι παρέες μου. Στα 13 μου, έκανα φιλικές παρέες και με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας τα οποία μου έδιναν, όπως με τον καιρό αποδείχθηκε, χρήσιμες συμβουλές.
Όσον αφορά το ενδυματολογικό σουλούπι μου, τα γνωστά: Μακρύ μαλλί, παντελόνια καμπάνα με φθαρμένο στρίφωμα, χαϊμαλιά, πατσουλιά κι όλα αυτά τα αγοράζαμε, από το Pop11, την He της οδού Νίκης και τα χρωματιστά Jean, από το Alexander της Ακαδημίας. Μαγαζιά όπως η He, το Alexander και δυο τρία ακόμα της Ερμού, τα τροφοδοτούσα με μπλούζες batique και tie dye που έφτιαχνα στο σπίτι προκειμένου να βγάζω το χαρτζιλίκι. Μεγαλώνοντας άρχισε να με κυριαρχεί η λογική κι όταν έφυγα στα 22 μου από το σπίτι, ηρέμησα εντελώς. Μαλάκωσα ως χαρακτήρας επειδή άρχισα να παρατηρώ τα πράγματα με κάθε λεπτομέρεια, πριν θυμώσω. Μετρώ όλες τις παραμέτρους και γενικά προσπαθώ να είμαι εξαιρετικά ψύχραιμος, ιδίως, στα πολύ δύσκολα. Μάλιστα, κάποιοι φίλοι ή συνάδελφοι, εκλάμβαναν την ψυχραιμία μου ως αναισθησία ή βλακεία. Αυτό, ουδόλως με χάλαγε διότι οι εμπειρίες μου, από τον αντίκτυπο της συμπεριφοράς μου, με βρήκαν εξαιρετικά νωρίς»

-Ποιος σου έδωσε την ώθηση  για την μουσική ενημέρωση σου;

«Όσα σου έχω περιγράψει, φανερώνουν μια προσπάθεια η οποία συντόνισε ακούσια την επαγγελματική κατεύθυνση μου. Από παιδί με ενδιέφερε η Αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων. Αυτός ήταν και λόγος που κουβαλούσα στο σπίτι κάθε σαβούρα που έβρισκα στις οικοδομές, προκειμένου να διακοσμήσω το δωμάτιο μου και να ζωγραφίζω με γραμμικά σχέδια τους τοίχους μου και τους τοίχους φίλων. Όμως, σε αυτό το σημείο τερμάτισε και το όνειρο μου, διότι η μουσική με ακολουθούσε συνεχώς από την κούνια. Στα τέλη της δεκαετίας των '60, έκανα καθημερινή παρέα με τον Αλέξανδρο Κορέση. Η μητέρα του, η οποία ασχολείτο με το εμπόριο, ταξίδευε κάθε δυο μήνες στην Αμερική προκειμένου να εισάγει casual ρουχισμό για το κατάστημα Alexander, της οδού Ακαδημίας. Σε κάθε ταξίδι της επιστροφής τους, μαζί με το εμπόρευμα, ερχόταν κι ένα ξυλοκιβώτιο το οποίο περιείχε δίσκους βινυλίου που διάλεγε ο Αλέξανδρος. Μετά το σχολείο, κάθε απόγευμα ακούγαμε δίσκους, δίσκους, δίσκους. Για τρία χρόνια είχα σταματήσει να πηγαίνω στα γνωστά Αθηναϊκά δισκάδικα επειδή κάθε νέα κυκλοφορία δίσκου υπήρχε στη συλλογή του Αλέξανδρου. Τέτοιου επιπέδου ενημέρωση στις καινούργιες παραγωγές ηχογραφημάτων δεν νομίζω ότι, μπορούσε να στην προσφέρει άλλος στην Ελλάδα. Η συλλογή του κάλυπτε όλες τις καινούργιες παραγωγές από Jazz, Soul, Pop, κι ένα πολύ μεγάλο μέρος απ' όλο τα φάσμα της Rock. Εκείνη την περίοδο, αρχές '70, συναντώ τον Γιώργο Παπαστεφάνου, τον οποίο γνώριζε η μητέρα μου από το Ε.Ι.Ρ και, μεταξύ άλλων, τον ρώτησα γιατί η Δημόσια ραδιοφωνία δεν έχει στο πρόγραμμα της μουσικές εκπομπές οι οποίες να παρουσιάζουν τα νέα ρεύματα της εποχής, πέρα από τα διαφημιστικά προγράμματα των εταιρειών δίσκων. Μου εξήγησε ότι εμπόδιο στεκόταν η λογοκρισία η οποία ήθελε να έχει και τον έλεγχο στα μουσικά προγράμματα. Ωστόσο και μέσα από την συζήτηση μας, κατάλαβε την εμμονή που είχα με την νέα παραγωγή του ξένου ρεπερτορίου κι εκεί έκλεισαν οι κουβέντες της πρώτης συζήτησης μας.
Οι πρώτοι δίσκοι που αγόρασα ήταν τα άλμπουμ: Frank Zappa «200 Motels», Electric Prunes «Undreground» και Beatles «White album».

-Μπήκες δηλαδή στα βαθιά από την αρχή!


 


«Ναι, χάρις στον Αλέξανδρο και στο επίπεδο ενημέρωσης του, το οποίο ξεπερνούσε τα όρια του χομπίστα! Πιο πριν η ενημέρωση μου γινόταν πότε από τον Τάσο Φαληρέα και πότε από τον αδελφό του, τον Γρηγόρη στο Pop Eleven. Όσον αφορά την Jazz, καλή ενημέρωση είχα από τον Δημήτρη Θεμελή που είχε τον «Κύκλο» στο Σύνταγμα».

-Πώς ξεκίνησε το κεφάλαιο ραδιόφωνο στη ζωή σου ;
«Τον Μάρτιο του 1971, με καλεί ο Γιώργος Παπαστεφάνου για μια συνάντηση με τον Διευθυντή μουσικών προγραμμάτων, Αντώνη Λάβδα. Ο Γιώργος ήταν τότε ραδιοφωνικός παραγωγός στο Ε.Ι.Ρ.Τ (σημερινή ΕΡΤ) κι έκανε δύο εκπομπές την βδομάδα με ξένο ρεπερτόριο, αλλά τον ενδιέφερε περισσότερο η ελληνική μουσική παραγωγή ηχογραφημάτων. Τότε ήμουν 17 ετών. Στην συνάντηση μαζί τους η οποία πραγματοποιήθηκε στο γραφείο των μουσικών παραγωγών της ραδιοφωνίας της οδού Μουρούζη, δέχθηκα την πρόταση τους να αναλάβω τις δύο ωριαίες εκπομπές του Γιώργου που παρουσίαζε κάθε εβδομάδα και τον Ιούνιο της ίδια χρονιάς, με το καινούργιο πρόγραμμα ξεκινώ υπογράφοντας την πρώτη σύμβαση μου με την Δημόσια Ραδιοφωνία. Ήταν μια περίοδος κατά την οποίαν ακόμη κι η δισκογραφία περνούσε από λογοκρισία, όπως και η ειδησεογραφία. Η σύνταξη των δελτίων ειδήσεων δεν γινόταν μέσα στις εγκαταστάσεις του ΕΙΡΤ. Από τα γραφεία της Προεδρίας στην οδό Ζαλοκώστα έφερναν οι κλητήρες τα κείμενα των δελτίων ειδήσεων έτοιμα, με σφραγίδες οι οποίες επιβεβαίωναν ότι ελέγχθηκαν από την επιτροπή λογοκρισίας. Στη συνέχεια, παρέδιδαν τα δελτία στους εκφωνητές προκειμένου να τα μεταδώσουν. Τα πάντα ήταν σε λογοκρισία. Το περίεργο είναι ότι λαμβάναμε και απαγορεύσεις για μεταδόσεις ηχογραφημάτων ξένου ρεπερτορίου τα οποία ο αμερικανικός ραδιοσταθμός στη βάση του Ελληνικού, μετέδιδε ανελλιπώς! Χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής ήταν, όταν ο, τότε, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Ιερώνυμος, έστειλε επιστολή, στον Γενικό Διευθυντή Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, με την οποία ζητούσε την απόλυση μου επειδή τόλμησα να παρουσιάσω ολόκληρο αφιέρωμα στο άλμπουμ Jesus Christ Superstar του Andrew Lloyd Webber.  Από τότε, πριν από κάθε εκπομπή, έπρεπε να δηλώνω τα κομμάτια που προγραμμάτιζα, προκειμένου να περάσουν από την επιτροπή.

-Αυτή ήταν η θρυλική εκπομπή σου «Studio 344»;



«Όχι. Διατήρησα τον τίτλο «Μουσική Για Νέους» που είχε δώσει ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Το «Studio 344» ξεκίνησε επί Σοφίας Μιχαλίτση. Για μένα ήταν η καλύτερη περίοδος επειδή από την περίοδο της Χούντας και τις απαγορεύσεις, περάσαμε στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Η Σοφία, ήταν παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος της Ραδιοφωνίας και όταν ανέλαβε την Διεύθυνση του Δευτέρου Προγράμματος τόλμησε τα μεγάλα ανοίγματα που χρειαζόταν το ραδιόφωνο. Επί των ημερών της ξεκίνησαν οι απευθείας μεταδόσεις εκπομπών από το στούντιο OnAir, μειώνοντας δραστικά τις ηχογραφημένες εκπομπές. Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε περιορισμός και μπορούσες να παίξεις οτιδήποτε, υπό την προϋπόθεση ότι ακολουθούσες τη χαραγμένη φιλοσοφία η οποία οριζόταν από το πρόγραμμα του ραδιοσταθμού. Βέβαια, ήμασταν ακόμα συγκρατημένοι επειδή δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε το πως θα μας αντιμετώπιζε η διάδοχη πολιτική κατάσταση. Η χαλάρωση έγινε σε όλους συνειδητή, σιγά – σιγά. Αξίζει να επισημάνω ότι, πριν αναλάβει η Σοφία Μιχαλίτση τα ινία του Δευτέρου προγράμματος, υπήρχε απαγόρευση για την μετάδοση τραγουδιών λαϊκού ρεπερτορίου. Το παράδοξο ήταν ότι, για το στρατοκρατούμενο ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ, τέτοιου είδους απαγόρευση δεν ίσχυε. Εν πάση περιπτώσει, ο σχεδιασμός για τις εκπομπές του Δευτέρου Προγράμματος προχωρούσε μέχρι που έγινε το μεγάλο άνοιγμα τόσο στην ελληνική παραγωγή όσο και στου ξένου ρεπερτορίου. Το Studio 344 ήταν ο ραδιοθάλαμος του τρίτου ορόφου απ’ τον οποίο ξεκίνησαν να παράγονται και να μεταδίδονται οι εκπομπές απ' ευθείας, το 1975».

-Τι μουσική έπαιζες στην εκπομπή σου;

«Τα πρώτα χρόνια, από Isaak Hayes και Aretha Franklin, μέχρι Billy Cobham, Airto, Deodato, Ron Carter, Herbie Hancock κ.α. Και, από King Crimson, Mountain, Grateful Dead, MC5, Black Sabbath, Pink Floyd και Beatles, έως Frank Zappa, Return To Forever, Weather Report, Soft Machine, Passport. Επειδή η Δημόσια ραδιοφωνία μονοπωλούσε στα ερτζιανά, οι επιλογές μας δεν ήταν αυστηρά οριοθετημένες σε μουσικά είδη. Άρα ήμασταν ανοικτοί ώστε να ακολουθούμε τις τάσεις της μουσικής βιομηχανίας. Η υποχρέωση που είχα, βάσει του προγράμματος, ήταν να επιλέγω μέσα από της νέες κυκλοφορίες των ηχογραφημάτων».

-Πώς ενημερωνόσουν για τον Τοπ  10;
«Για το Top10 δεν αντιμετώπιζα δυσκολία, επειδή είχαμε συνεννοηθεί με το μορφωτικό τμήμα της Αμερικανικής πρεσβείας να μας στέλνουν σε μαγνητοταινίες ήχου τα τραγούδια  που κυκλοφορούσαν στην Αμερικανική αγορά, από τα προγράμματα της Voice Of America (VOA). Η δυσκολία μας ήταν στην πρόσβαση για κάθε πληροφορία που αφορούσε τα διεθνή μουσικά δρώμενα. Στην αρχή ζητήσαμε να γίνουμε συνδρομητές στα περιοδικά: New Musical Express, Melody Maker, Cashbox, Billboard, Gramophone, Music Week, Rolling Stone κ.α. Κάποιες φορές, όταν έληγαν οι συνδρομές, τα αγοράζαμε εμείς».

-Υπήρχε επικοινωνία με το ακροατήριο;

«Τηλεφωνικώς δεν υπήρχε η δυνατότητα για απ' ευθείας γραμμή μέσα στο Studio. Όλες οι γραμμές περνούσαν μέσα από το τηλεφωνικό κέντρο και θα ήταν πολύ δύσκολο για την τηλεφωνήτρια βάρδιας να διεκπεραιώσει, εκτός από τις τηλεφωνικές ανάγκες ενός ολόκληρου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού και τις τηλεφωνικές κλήσεις των ακροατών που εμείς θα προκαλούσαμε.  Δίναμε τη ταχυδρομική διεύθυνση και μας έστελναν γράμματα. Οι περισσότεροι μιλούσαν για το ρεπερτόριο που ήθελαν να ακούσουν, σε επανάληψη. Με τον καιρό καθιερώσαμε και μια εκπομπή αποκλειστικά αφιερωμένη στις μουσικές επιλογές των ακροατών».

-Και πότε πήρες εικόνα της ακροαματικότητας του Studio 344 ;
«Όταν ξαφνικά άρχισαν να στοιβάζονται τα γράμματα σε χαρτοκιβώτια και να έρχονται κάθε μέρα τεράστια πακέτα! Πού να τα διαβάσεις όλα;
Κάποια μέρα, ο Γιώργος ο Μητρόπουλος, μου λέει: «Τι θα κάνουμε με αυτές τις κούτες που έχεις μαζέψει εδώ; Θα μας φάνε τα ποντίκια.»

-Τι ώρες ήταν η εκπομπή ;

«Στη 1:30 με 2:30 το μεσημέρι. Μεταδιδόταν ακριβώς την ώρα που σχολούσαν τα σχολεία. Οι περισσότεροι ακροατές τότε ήταν μαθητές γυμνασίου, λυκείου και φοιτητές. Ήταν αυτοί που μεγαλώσαμε μαζί τους!».

-Σήμερα πώς είναι το ραδιόφωνο;

«Πριν αρχίσουμε να το αναλύουμε, θα ήθελα να σου πω ποιοι ραδιοσταθμοί θεωρώ ότι αποτελούν ορόσημο, από την μεταπολίτευση έως σήμερα:

α) Η περίοδος του Τρίτου Προγράμματος, επί Μάνου Χατζιδάκι.
β) Η περίοδος του Δευτέρου Προγράμματος επί Σοφίας Μιχαλίτση.
γ) Η περίοδος του Αθήνα 9.84 FM επί Γιάννη Τζαννετάκου και
δ) H περίοδος του Jazz FM επί Κώστα Γιαννουλόπουλου

Αφού, λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο να έχουμε στην Ελλάδα 1.300 και, ραδιοφωνικούς σταθμούς, δεν ξέρω πόσοι έχουν μείνει στην επταετία της οικονομικής ύφεσης, καταφέραμε να ακούμε ένα ίδιο πράγμα. Δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω; Στους περισσότερους ραδιοσταθμούς αναπαράγεται ένα track list, με ρεπερτόριο 3.000 τίτλων το οποίο επαναλαμβάνεται σε μορφή random. Όταν στην ημερήσια μετάδοση πρέπει να ακουστούν 300 με 400 διαφορετικά τραγούδια non stop, πως είναι δυνατόν να έχεις στη βάσει δεδομένων μόνο 3000 τίτλους; Πόσες φορές θα επαναλάβεις τον κατάλογο σου; Το play list δεν μπορείς να το πεις ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο ξέφυγε εντελώς από το ρόλο του με ευθύνη της πολιτείας.
Θα πρέπει, λοιπόν, όλοι μας να καταλάβουμε ότι το μοναδικό μέσο που μπορεί να στηρίξει τη μουσική δημιουργία, είναι το ραδιόφωνο! Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας κόσμος ο οποίος βρίσκεται σε αναμονή επειδή δεν υπάρχουν τα μέσα να προβληθεί το μουσικό έργο τους. Αυτό το κενό πρέπει οπωσδήποτε να το καλύψει άμεσα το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ), γιατί αν στρώσει η κατάσταση στα μουσικά ραδιόφωνα θα μπορέσουν και οι μουσικές παραγωγές να μπουν σε μια διαδικασία κινητοποίησης που θα ωφελήσει πολλούς τομείς. Μέρος της ζητούμενης ανάπτυξης είναι και αυτό».

-Πόσο κράτησε η εκπομπή σου Στούντιο 344 ;

«Έως τα μέσα του 1987, ενώ παράλληλα δουλεύαμε με μια ομάδα τον σχεδιασμό του πρώτου μη κρατικού ραδιοσταθμού. Του Αθήνα 9.84FM. Οι ζυμώσεις για την προετοιμασία του ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του ’86 και τον Μάιο του ’87 βγήκαμε στον αέρα. Όταν ξεκίνησε η εκπομπή μου δεν είχε τίτλο. Μια μέρα μας ειδοποίησαν ότι έχουν βάλει βόμβα στον σταθμό  και μας είπαν να βγούμε έξω. Εγώ αρνήθηκα να βγω, διότι ο φαρσέρ μου έδωσε την ιδέα για τον τίτλο: Μπουμ στον Αέρα!».

-Με τι συνθήκες έφυγες από την ΕΡΤ ;

 


«Έπρεπε να διαλέξω, δεν γινόταν να είμαι και στα δύο. Κι εγώ διάλεξα τον Αθήνα 9.84 γιατί ήταν κάτι που πίστευα ότι μπορούσε να προχωρήσει σύμφωνα με μια φιλοσοφία που είχαμε χαράξει τότε. Η ιστορία του Αθήνα 9.84 τουλάχιστον με μας, κράτησε περίπου δυόμιση χρόνια, αφήνοντας στο ταμείο του δήμου της Αθήνας 2.5 δισ. δραχμές από έσοδα διαφημίσεων και φύγαμε. Κάποιοι από εκείνη την ομάδα πήγανε στον Flash κι εγώ το ’91 επέστρεψα στην ΕΡΤ μέχρι τον Οκτώβριο του 2001. Το διάστημα αυτό έκανα εκπομπές στο Τέταρτο Πρόγραμμα γιατί είχε γίνει ενιαίος φορές πια, η ΥΕΝΕΔ με την ΕΡΤ. Το 1996 που έγινα σύμβουλος γενικής διεύθυνσης επί Γιάννη Τζανετάκου ανέλαβα και το ψυχαγωγικό τομέα του Τετάρτου Προγράμματος, το οποίο τότε αποφασίσαμε να μετονομασθεί σε ΕΡΑ Σπορ και οι εκπομπές που ήταν γενικής ενημέρωσης να γίνουν ειδικές εκπομπές αθλητικού περιεχομένου, ειδήσεις αθλητικές, πεντάλεπτα ανά ώρα και μέσα στις ενημερωτικές αθλητικές εκπομπές μπήκαν και οι ψυχαγωγικές ελληνικού ρεπερτορίου. Κάναμε ένα πολυσυλλεκτικό μουσικό πρόγραμμα μέσα στο πρόγραμμα της ΕΡΑ Σπορ και παρατηρήσαμε ότι μέσα σε 8 μήνες η ακροαματικότητα είχε πάρει την άνοδο και είχε φθάσει στο 7,5 % το ’97. Υπήρχαν πια οι μετρήσεις, από την Focus. Για πρώτη φορά τότε, είχαν ανέβει και τα διαφημιστικά έσοδα στην δημόσια ραδιοφωνία που δεν τα είχε ξαναδεί. Ήταν η πρώτη φορά που ένα δημόσιο μέσο χτύπησε τον ιδιωτικό τομέα».

-Σήμερα πώς βλέπεις την ΕΡΤ ;
«Θα πρέπει να σταματήσουν να στηρίζονται στο ένδοξο παρελθόν της. Να σκεφτούν και να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν τους ραδιοσταθμούς της. Αυτή τη περίοδο δεν υπάρχει καλλιτεχνικό προσωπικό για να παράξει μουσικά προγράμματα. Η καταστροφή της Ε.Ρ.Τ ξεκίνησε μετά το 1985, την περίοδο εφαρμογής του ενιαίου φορέα με τη σταδιακή κατάργηση των εξειδικευμένων τμημάτων στη παραγωγή προγράμματος, της Ραδιοφωνίας και της Τηλεόρασης, ενώ, παράλληλα και για λόγους ψηφοθηρικούς απλωνόταν σιγά- σιγά ένας αριθμός εργαζομένων στις διοικητικές – οικονομικές υπηρεσίες από νέες προσλήψεις. Μετά το «Μαύρο» τα προγράμματα γονάτισαν επειδή πολλοί συνταξιοδοτήθηκαν. Δεν υπάρχει καλλιτεχνικό προσωπικό προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες του Τρίτου, του Δευτέρου Προγράμματος, του Κόσμος, της Φωνής της Ελλάδας και των Περιφερειακών ραδιοσταθμών. Για κάθε ραδιοσταθμό πρέπει να γίνουν προσλήψεις για έναν αριθμό τακτικού προσωπικού που θα καλύπτει το 70% των αναγκών του καθημερινού προγράμματος και το υπόλοιπο 30% από εξωτερικούς συνεργάτες. Δεν μπορείς να σχεδιάσεις το πρόγραμμα ενός ραδιοσταθμού ανατρέποντας αυτές τις αναλογίες διότι, ανά πάσα στιγμή, κινδυνεύεις να κρεμάσεις τον κύριο κορμό του προγράμματος σου, σε περιόδους κανονικών αδειών ή από πιθανή καθυστέρηση ανανέωσης των συμβάσεων των εξωτερικών συνεργατών. Για όσα συμβαίνουν τώρα στην ΕΡΤ, οι μόνοι που δεν φταίνε είναι οι εργαζόμενοι της».

-Γι’ αυτό ίσως δεν έχει ανακτήσει ακόμη τις όποιες ακροαματικότητες είχε πριν πέσει το μαύρο στην ΕΡΤ…

«Ούτε και σε αυτό φταίνε οι εργαζόμενοι της. Όσα δεινά γνώρισε η ΕΡΤ, προήλθαν αποκλειστικά από την κακοδιοίκηση της κι από τις κομματικές παρεμβάσεις. Να σου πω κάτι: Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να παρουσιάζει ακροαματικότητες, ωστόσο δεν μπορεί να είναι υπερήφανος γι’ αυτό που βγαίνει στο αέρα. Δεν είναι μόνο οι ακροαματικότητες που μετράνε. Χαράζεις μια φιλοσοφία γνωρίζοντας πάνω κάτω ποιες είναι οι ανάγκες του ακροατηρίου. Ο ακροατής δεν σου επιβάλει την άποψή του, εσύ προσπαθείς να του δώσεις ερεθίσματα που ίσως δεν γνωρίζει. Οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι. Ο παραγωγός είναι ο πομπός κι ο ακρατής ο δέκτης»

-Η σχέση σου με το Γιάννη Πετρίδη πώς ήταν την περίοδο που ήσουν στην ΕΡΤ;

«Είχαμε κι έχουμε πάρα πολύ καλές σχέσεις. Στο παρελθόν ανταλλάσσαμε και ρεπερτόριο. Αλλά, όταν αναφέρεται το όνομα του Γιάννη, συνηθίζω να αναφέρω και το όνομα του στενού συνεργάτη του Κώστα Ζουγρή, τον οποίον αποκαλώ Data Bank του Πετρίδη».

-Τελικά ποιους καλύπτει το ραδιόφωνο ;

«Το ραδιόφωνο είναι το μόνο μέσο που στηρίζει, όπως είπα, την μουσική δημιουργία. Άρα καλύπτει την ανάγκη μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Από την πλευρά των ακροατών τώρα, παραμένει ως ένα μέσο συντροφιάς για μοναχικούς, για εκείνους τους επαγγελματίες που ταξιδεύουν αλλά και αυτούς που κινούνται με το Ι.Χ τους. Από την άλλη, όμως, επειδή δεν έχουμε μετρήσεις αυτής της κύριας ομάδας των ακροατών, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι έρχονται στα χέρια μας σωστά αποτελέσματα από τα δείγματα των δημοσκοπήσεων. Αν λοιπόν ξέρουμε πολύ καλά το χειρισμό του μέσου μπορούμε να σχεδιάζουμε χωρίς τη συμβολή κάποιων ερευνών. Τα μεγάλα άλματα έγιναν επειδή δεν χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από μια τυποποιημένη διαδικασία».

-Πώς οδηγήθηκε το ραδιόφωνο στο play list ;

«Αυτό μόνο οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να μας απαντήσουν και να μας πουν τι προσδοκούν μέσα από ένα τέτοιο μέσο. Το play list πρέπει να απαγορευθεί από το ΕΣΡ (Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο) γιατί απλά δεν είναι ραδιόφωνο». 

-Η οικονομική κρίση έβλαψε το ραδιόφωνο ;

«Η οικονομική κρίση βρήκε ήδη ταπεινωμένο το μέσο από τους ιδιοκτήτες του. Συμπαρασύρθηκε από την πτώση της μουσικής βιομηχανίας επειδή δημιούργησαν μεταξύ τους δεσμούς αλληλεξάρτησης. Όμως αν το εξετάσεις τα προβλήματα τους δεν συγκλίνουν. Έχουν διαφορετικές αιτίες και  διαφορετικές πηγές».

-Για τους μουσικούς απολογισμούς στο τέλος κάθε χρονιάς, όπως τώρα, τι λες ;

«Είναι ένας τρόπος να αποκτήσουν τα προγράμματα έναν εορταστικό χαρακτήρα. Όμως σε εμένα, πλέον, δεν μου λέει κάτι. Ως ιδέα τη βρίσκω  αρκετά πεπαλαιωμένη. Κάπου μου μοιάζει ως ένα μνημόσυνο των ημερών για την κάθε χρονιά που φεύγει».

-Ποιους μουσικούς ή συγκροτήματα ξεχωρίζεις ;

«Είμαι θαυμαστής του Frank Zappa. Κολλημένος. Τον θεωρώ σπουδαίο για πολλά πράγματα. Για μένα ήταν αυτός που σεβόταν με ευλάβεια το χώρο της Ροκ μουσικής σκηνής. Μας έφυγε πολύ νέος…».

-Καλούσες ξένους μουσικούς και γενικότερα καλλιτέχνες στις εκπομπές σου ;

«Δεν ήταν καλά τα αγγλικά μου, οπότε είχα ένα θεματάκι. Τους περισσότερους ξένους καλλιτέχνες τους γνώρισα την περίοδο του Αθήνα 9.84. Οι πρώτοι που συνάντησα ήταν ο Harry Belafonte, ο Christopher Lee, o Lemmy…»

-Ο Lemmy ; Τι τύπος ήταν ;
«Χαλαρός και ωραίος. Πήγαινες άνετα μαζί του για ένα τσιπουράκι και μετά μπορούσες να χτυπιέσαι μαζί του στην σκηνή.
Στις συνεντεύξεις με καλλιτέχνες του εξωτερικού, στέλναμε γραπτώς τις ερωτήσεις κι εκείνοι μας έστελναν τις απαντήσεις ηχογραφημένες σε ταινίες. Τέτοιου τύπου συνεντεύξεις έγιναν με την Tina Turner, τον Frank Zappa, τον Joe Cocker, τον Steve Winwood και πολλούς άλλους».

 -O Zappa σου είπε τίποτα περίεργο ;

«Ήταν η περίοδος που είχε κυκλοφορήσει το Sheik Yerbouti. Κι από ότι κατάλαβα, στη συνέντευξη φάνηκε πως ούτε τους παραγωγούς του ραδιοφώνου πολυγούσταρε. Είχε πει το εξής: «Εσείς οι παραγωγοί του ραδιοφώνου μοιάζετε με τους βασιλιάδες εκείνους που όταν παράγγελναν τραγούδια στους μουσουργούς και δεν τους άρεσαν, τους παίρνανε το κεφάλι».  

-Ποια είναι η σχέση με την μουσική σήμερα ;
«Γενικώς ακούω. Κάποτε η ακρόαση γινόταν με μεγάλη πίεση χρόνου γιατί έπρεπε να ακούσω πολλά κομμάτια. Τώρα μπορώ και ακούω με την άνεσή μου και να τα απολαμβάνω ως ακροατής. Αυτό που βλέπω ότι έχει αδικηθεί ως είδος, αν και έχουν γίνει τρομερά βήματα, είναι η ελληνική παραδοσιακή μουσική. Είναι ένα κομμάτι το οποίο ουδέποτε οργανώθηκε μαζικά στον τόπο μας».

-Ενώ έχεις αναγνωρίσιμη φωνή, πολλοί μπορεί να μην σε αναγνωρίσουν στο δρόμο. Ακόμη και στη σελίδα σου στο facebook δεν έχεις ούτε μία φωτογραφία σου. Τι λες γι’ αυτό ;

«Το ραδιόφωνο αφήνει τη φαντασία των ακροατών ελεύθερη να πλάσουν εκείνοι την εικόνα των ανθρώπων μέσα από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί η κάθε εκπομπή. Πολλοί είχαν μια συγκεκριμένη εικόνα. Ο καθένας διαφορετική, βέβαια. Ήθελα λοιπόν να μείνει έτσι, όπως την είχαν διαμορφώσει οι ίδιοι. Γι’ αυτό απέφευγα όλα αυτά τα χρόνια τις φωτογραφίες. Είπα δεν χρειάζεται».

-Ποιες άλλες φωνές θαύμασες εσύ ;
«Σε επίπεδο ραδιοφώνου μου άρεσαν οι φωνές της Τόνιας Καράλη, του Γιώργου Παπαστεφάνου, του Αλέξη Κωστάλα. Από άλλους χώρους μου άρεσαν οι φωνές του Christopher Lee, του Alan Rickman και του Wolfman Jack».

-Οι άνθρωποι που μπαίνουν βαθιά στην μουσική έχουν πολλές φορές αυτοκαταστροφικές τάσεις. Πέρασες ποτέ τέτοια φάση ;

«Όχι γιατί μονίμως ήμουν «φτιαγμένος» με τη φαντασία μου. Η εφηβεία μου ήταν μέσα στην περίοδο της ψυχεδελικής μουσικής. Δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω κάποιο «μεταφορικό» μέσο για να φανταστώ μια άλλη διάσταση. Άκουγα τους ήχους που τρύπαγαν τον εγκέφαλο, έκλεινα τα μάτια κι έφευγα τελείως. Ξαφνικά ερχόταν κάποιος να με ταρακουνήσει, για να μου πει: εεε... καλά είσαι; Ακόμη και την παραίσθηση μπορείς να τη δημιουργήσεις με τη φαντασία σου».

-Δραστηριοποιείσαι στο χώρο του πολιτιστικού περιεχομένου στο διαδίκτυο με το site σου ArtXPress.gr. Πώς βλέπεις το χώρο των Social Media;

«Εκεί που ήταν πολύ περιορισμένη η πληροφορία ξαφνικά συναντήσαμε έναν κόσμο ο οποίος από τη μια πλευρά δείχνει ότι συμπεριφέρεται κανονικά κι από την άλλη ότι είναι διαταραγμένος. Ας θυμηθούμε τι γινόταν στα καφενεία; Τσακωμοί, καρεκλιές, έντονες ομιλίες για τα πολιτικά, για τα οικογενειακά και κουτσομπολιά. Μικρές ομαδούλες μέσα σε ένα χώρο, όπου ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στα social media. Απλώς, μεγάλωσε η συμμετοχή. Βλέπεις την συμπεριφορά των ανθρώπων και μιας κοινωνίας. Για μένα το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μαντρώσει την οργή στα S.M.»

-Είναι μύθος ότι τα sites μπορούν να επιβιώσουν με διαφημίσεις ;

«Είναι δύσκολο μέσα από αυτή την παγκόσμια κρίση να καταλάβεις προς τα που κατευθύνεται η κατάσταση..

-Πώς δραστηριοποιείσαι σήμερα ;

 


«Εδώ και αρκετά χρόνια ασχολούμαι με τη διαχείριση περιεχομένου ιστιοσελίδων, e-shops, πρότζεκτ για μουσεία και άλλα. Μόλις κατάλαβα ότι το ραδιόφωνο δεν μπορούσε να λειτουργήσει όπως είχαμε μάθει άρχισα να σκέφτομαι την στροφή. Πάντα προσπαθώ να δω το επόμενο βήμα, εάν έχει προέκταση στον ίδιο χώρο ή πρέπει να αλλάξω ρότα. Αυτό με έχει σώσει πολλές φορές τελικά».

 -Θυμάσαι με ποιο κομμάτι ξεκίνησε την πρώτη εκπομπή ;

«Δεν θυμάμαι το πρώτο κομμάτι, αλλά θυμάμαι ποια κομμάτια ήταν ανάμεσα στην πρώτη μου εκπομπή. Το Hold On I’m Coming με τους Sam and Davis, κάποια 45άρια της Stax και καθώς το ημίωρο ήταν μοιρασμένο στη soul και στη rock, Το Songs For A Tailor του Jack Bruce, King Crimson, Led Zeppelin…».

-Ποδόσφαιρο παρακολουθείς ;

«Είναι το άθλημα που δεν με ενδιαφέρει. Περισσότερο μπάσκετ βλέπω καθώς κάποτε έπαιζα στον Εθνικό. Στα τσικό. Δεν υποστηρίζω κάποια ομάδα, με ενδιαφέρει το άθλημα, όχι να είμαι στη θέση του φανατισμένου. Έπαιζα και βόλεϊ στο Εθνικό. Για λίγο έτσι.»

-Σε ευχαριστώ πολύ ! Καλή Χρονιά !


"Επίσης ! Καλή Χρονιά !"


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

ΤΑ ΡΟΚ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ – Ιστορική επανέκδοση - Του Γιάννη Αλεξίου

















ΤΑ ΡΟΚ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ – Ιστορική επανέκδοση


 Το θρυλικό βιβλίο  του Γιώργου Τουρκοβασίλη επανεκδόθηκε μετά από 32 χρόνια εμπλουτισμένο με σπάνιο φωτογραφικό υλικό !

Του Γιάννη Αλεξίου


Τα «Ροκ Ημερολόγια» το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη όταν πρωτοκυκλοφόρησε τον Μάρτιο του  1984 έκανε πάταγο !  Εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα και μέχρι σήμερα πολύς κόσμος τα έψαχνε.  Ήταν τότε κάτι σαν το ροκ ευαγγέλιο για όλη εκείνη τη γενιά των 80ς καθώς ήταν το πρώτο βιβλίο που κατέγραφε όλες τις «φυλές» της εποχής, τους ροκάδες, χεβυμεταλλάδες, πάνκηδες, νιουγουεβάδες και ότι μουσικά κινήματα είχαν εμφανιστεί σε μια εποχή που η μουσική ήταν το επίκεντρο στις συζητήσεις ανάμεσα στις παρέες , μέσα στα δισκάδικα, στα κλαμπ και τα στέκια της εποχής.
Τα «Ροκ Ημερολόγια» τα είχα αγοράσει μόλις κυκλοφόρησαν από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας σε μια Σαββατιάτικη εξόρμηση στα δισκάδικα της πόλης, που ήταν παράδοση τότε για τους μαθητές, καθώς όλη την υπόλοιπη βδομάδα ήμασταν στα θρανία. Ως μαθητές της Β Λυκείου τότε κατεβαίναμε με τον  αείμνηστο φίλο και συμμαθητή μου Βαγγέλη Γεωργίου στο Happening το θρυλικό δισκάδικο στην οδό Χαριλάου Τρικούπη 13 να πάρουμε δίσκους, εγώ ως ροκάς κι εκείνος ως χεβυμεταλάς που αγαπούσε το κλασικό ροκ. Και οι δύο παρακολουθούσαμε επίσης την ελληνική ροκ σκηνή και συγκροτήματα όπως οι Μουσικές Ταξιαρχίες και οι Φατμέ ήταν τα αγαπημένα μας και τα παρακολουθούσαμε στις ζωντανές εμφανίσεις τους.  Έτσι είχε γίνει κι εκείνη την μέρα και με μια τσάντα δίσκους ο καθένας στα χέρια πήγαμε στο Dragon Fly ένα καινούργιο τότε φοβερό στέκι, κάτι σαν μουσικό καφενείο, που ήταν εκεί κοντά, όπου έδειχνε οπτικό μουσικό υλικό, πράγμα που ήταν πολύ καινούργιο τότε. Μπορούσες να κάτσεις κατάχαμα αν το προτιμούσες από τις καρέκλες στα τραπεζάκια και να πιεις την μπύρα σου βλέποντας συγκροτήματα κυρίως punk και new wave, ενώ υπήρχε μέσα και μεγάλη γκάμα από δίσκους συγκροτημάτων ελληνικών του είδους, όπως  οι Villa 21, Magic De Spell, Λήτης και Τρυκ, Γενιά του Χάους και πολλά ακόμη. Μέσα φυσικά σύχναζαν οι διάφορες «φυλές», κυρίως του νέου ροκ.

Το στέκι αυτό καταγράφεται στα «Ροκ Ημερολόγια», με τον υπότιτλο «Ελληνική Νεολαία και Ροκ Στις Αρχές της Δεκαετίας του ’80» μαζί με συνεντεύξεις  παιδιών που ήταν θαμώνες στο Dragon Fly, όπου καθρεπτίζεται η αγνότητα του μουσικού τους κόσμου και οι προβληματισμοί για την κοινωνία και τη ζωή που ζουν και τις τάσεις της εποχής όπως ο χουλιγκανισμός, η βία και η αναρχία, ενώ συνοδεύεται από φωτογραφίες μοναδικές. Και δεν είναι το μόνο στέκι αυτό που αναφέρεται στο βιβλίο που επανεκδόθηκε με πολύ κόπο από τις εκδόσεις «Στο Περιθώριο» του Δημήτρη Αργυρόπουλου και αποτελεί την τέταρτη εκδοτική απόπειρα του εκδοτικού οίκου. Η επανέκδοση αυτή του εδώ και πολλά χρόνια καταργημένου βιβλίου που έψαχνε πολύς κόσμος και σπάνια το έβρισκε σε κάποιο βιβλιοπωλείο καθώς όσοι το είχαν αποκτήσει τότε – είχε κυκλοφορήσεις από τις εκδόσεις «Οδυσσέας» - το έχουν φυλάξει στη βιβλιοθήκη τους ως κόρη οφθαλμού. Έτσι η επανέκδοση του είναι ένα μουσικό γεγονός, συναισθηματικής προέκτασης μιας εποχής που είναι αξέχαστη και όλοι αγαπάνε, αλλά και όσους δεν την έζησαν και θέλουν να μάθουν γι’ αυτή, τα θρυλικά 80ς.


Η ιστορική επανέκδοση περιέχει είναι εμπλουτισμένη με φωτογραφικό υλικό, πολύ πλουσιότερο από την πρώτη, από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Τουρκοβασίλη καθότι το κύριο επάγγελμά του ήταν φωτογράφος. Κάθε φωτογραφία σε πάει κατευθείαν στην εποχή και εκτός από τις «φυλές» περιλαμβάνει και ιστορικές φωτογραφίες από συναυλίες punk, new wave, heavy metal και rock που είχαν τότε ξαναρχίσει να γίνονται στην Ελλάδα μετά το κενό που υπήρξε  στη χώρα μας από το 1967 και την επεισοδιακή συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, έως το 1980, που ήρθαν οι Police, Alex Harvey, Birthday Party, Dr. Feelgood και επανέκαμψε η συναυλικακή κίνηση. Στο βιβλίο καταγράφονται θρυλικές συναυλίες που έγιναν στην Αθήνα, όπως των Blues Band, Talking Heads, Peter Hammill, John Mayall, Peter Hammill, ανάμεσα σε ροκ εν ρολλ μαρτυρίες και ροκ στιγμιότυπα όπως «το πάρτυ του Τζώννυ Βαβούρα και οι καρδιοπαθείς», η περιγραφή μιας μαθητικής ροκ συναυλίας, πώς ήταν τα χέβυ μέταλ πάρτυ, ποιος ήταν ο Ηλίας ο Έμερσον, τα Σοφίτα, Άρης, Mad Club, Αρετούσα, Cult, ποια ήταν τα σωστά άτομα, οι αναμνήσεις ενός χούλιγκαν και η θεαματικότητα του ποδοσφαίρου,  Iron Maiden εναντίον Bauhaus, τι σημαίνει ελευθερία και πολλές ακόμη αξέχαστες στιγμές.    


Το εκπληκτικό είναι ότι ο συγγραφέας του βιβλίου δεν είναι μια rocknroll φιγούρα της εποχής , δεν είχε καμία σχέση με την μουσική, ούτε ροκάς ήταν. Του κίνησε όμως το ενδιαφέρων το ντύσιμο των νέων, οι ομάδες που ήταν χωρισμένοι ανάλογα τα μουσικά τους γούστα και οι παρέες που είχαν και διαμορφώνονταν με γνώμονα την μουσική. Έτσι αποφάσισε να καταγράψει όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω του και σήμερα μάλιστα μετά από 32 χρόνια από την έκδοση εκείνη έχουν τεράστιο ενδιαφέρων οι μαρτυρίες , οι αφηγήσεις και οι καταγραφές μιας περιόδου που μας σημάδεψε και ίσως δεν καταφέραμε να την ξεπεράσουμε ποτέ καθώς τότε συνέβαιναν όλα και αυτός ήταν ο κόσμος που ζήσαμε έντονα και μας καθόρισε το μέλλον.


Ο Γιώργος Τουρκοβασίλης ήταν κοντά στον σπουδαίο ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και δούλευε μαζί του ως φωτογράφος και καλλιεργεί το προσωπικό του ιδίωμα στην τέχνη της φωτογραφίας. Αργότερα δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο έργων τέχνης. Ωστόσο η μία και μοναδική έκδοση του βιβλίου «Τα Ροκ Ημερολόγια», με υπότιτλο της πρώτης έκδοση «Ελληνική Νεολαία και Ροκ Εν Ρολλ», απέκτησαν στο χρόνο μια μυθική διάσταση καθώς όλοι ήθελαν να αποκτήσουν το βιβλίο αυτό, αλλά δεν υπήρχε. Τυπώθηκε σε 5.000 αντίτυπα κι είχε εξαντληθεί αμέσως. Για ένα περίεργο λόγο, όπως πληροφορεί ο συγγραφέας στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, ο εκδότης δεν ήθελε να το επανεκδώσει και τα «Ροκ Ημερολόγια» γίνονται cult και κυκλοφορούν, χωρίς άδεια, σε φωτοτυπίες στα Εξάρχεια και αποσπάσματά της στο διαδίκτυο !  Όπως με πληροφορεί ο εκδότης της τωρινής επανέκδοσής του, Δημήτρης Αργυρόπουλος, με τον οποίο αρθρογραφούσαμε στο σημαντικό αλλά σύντομο σε χρονική περίοδο μουσικό περιοδικό «The Voice», ήταν δύσκολη η προσέγγιση του Γιώργου Τουρκοβασίλη, που είναι σήμερα 72 ετών και ζει στο περιθώριο, αποτραβηγμένος από τις όποιες δραστηριότητές του στο παρελθόν, ώσπου να δώσει την συγκατάθεσή του και το βρει το φωτογραφικό υλικό. Υλικό το οποίο είναι τόσο σπουδαίο που αξίζει όσοι έχουν την πρώτη έκδοση που ήταν ένα βιβλιαράκι σε σχήμα τσέπης , να αποκτήσουν και την καινούργια που έχει σαφώς  μεγαλύτερο σχήμα με 194 σελίδες. Η τιμή του είναι 8 – 10 ευρώ.  Το τηλέφωνο των εκδόσεων «Στο Περιθώριο» είναι 211-2134478




*Από τις εκδόσεις «Στο Περιθώριο» κυκλοφορούν ακόμη δύο κόμικ του Κώστα Μανιατόπουλου από την εποχή της Βαβέλ «Homeless 1» και «Homeless 2» και το βιβλίο της Θεατρική Ομάδας Ανταμαπανταχού από την παράστασή της «Νόρμα». 

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Jim Morrison Αφιέρωμα - Του Γιάννη Αλεξίου












JIM MORRISON : ««Όταν συμβιβαστείς με την εξουσία, γίνεσαι ο ίδιος εξουσία»



Του Γιάννη Αλεξίου

«Υπάρχει ένα σημείο που αν το ξεπεράσουμε δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Σε αυτό το σημείο πρέπει να φτάσουμε», έγραψε κάποτε ο Κάφκα. Σε αυτό το σημείο έφτασε ο Jim Morrison


O Jim Morrison γεννήθηκε σαν σήμερα, 8 Δεκεμβρίου 1943. Με λίγη φαντασία θα μπορούσε να ήταν πατέρας μας. 73χρονος δηλαδή σήμερα. Κι όμως οι περισσότεροι ούτε καν το έχουμε διανοηθεί, γιατί απλά δεν ήταν ο τύπος αυτός. Ήταν διαφορετικός από όλους. Ήταν επαναστάτης και οραματιστής. Ήταν ο ένας και μοναδικός Jim Morrison.
Επηρεάστηκε πολύ από τον ποιητή Arthur Rimbaud του 19ου αιώνα και μετέδωσε τη φιλοσοφία του Γάλλου στους Doors. Οι Doors «πάντρεψαν» την rock με την υπαρξιακή ποίηση και με το αυτοσχεδιαστικό θέατρο.
« Κυρίες και κύριοι από το Λος Άντζελες, της Καλιφόρνια…The Doors

Ήταν οι καλύτεροι «δάσκαλοι» στην περιβόητη «Τάξη του ’67» τότε που η μουσική έφθασε στην πιο δημιουργική της περίοδο. Οι Doors ήταν το επιδραστικότερο γκρουπ στα 60’ς στην Αμερική. O Jim Morrison με την μανία του για τους παλιούς μαύρους τραγουδιστές των blues, ο Ray Manzarek  με τις γνώσεις κλασικής μουσικής, των blues και της folk του, ο Robbie Krieger που έπαιζε εξαιρετική flamenco κιθάρα και ο John Densmore με την jazz του διαμόρφωσαν το χαρακτηριστικό στιλ των Doors.  
Ο Rimbaud υποστήριξε τη "λογική διαταραχής όλων των αισθήσεων προκειμένου να επιτευχθεί το άγνωστο". Το άγνωστο ήταν ότι πιο ελκυστικό για τον Jim. Αγάπησε επίσης τον σπουδαίο Λονδρέζο, ποιητή και ζωγράφο, William Blake, τον οποίο περιγράφει σαν οδηγό τουτο δρόμο για το παλάτι της σοφίας".
 Ο Morrison ήταν άτομο που, δεν θα μπορούσε, και δεν ήξερε πώς να συμβιβαστεί με την τέχνη του. Η δύναμη του αυτοσχεδιασμού τον οδηγούσε  στην σκηνή.O Jim περιέγραψε ότι "μια συναυλία των Doors είναι μια δημόσια συνεδρίαση και απαιτείται από το κοινό να πάρει μέρος σε μια ειδική δραματική συζήτηση. Όταν εκτελούμε, συμμετέχουμε στη δημιουργία ενός κόσμου και το γιορτάζουμε με το πλήθος". Κραύγαζε για να "ξυπνήσει" το ακροατήριο από το λήθαργο και την ύπνωση της τηλεόρασης και την επιβαλλόμενη έλλειψη συναίσθησης. 


Μερικές ημέρες προτού να «πετάξει» στο Παρίσι, έκανε την τελευταία δήλωσή του στον Τύπο : "για μένα, δεν ήταν ποτέ πραγματικά μια πράξη, εκείνες οι αποκαλούμενες αποδόσεις. Ήταν ένα πράγμα μεταξύ ζωής και θανάτου, μια προσπάθεια να επικοινωνήσω, για να περιβάλω πολλούς ανθρώπους σε έναν ιδιωτικό κόσμο σκέψης"
 Οι νύχτες
του άνηκαν στο Διόνυσο και τα τραγούδια του επικαλέσθηκαν τα ισχυρά πάθη των ανθρώπων, τον εφιάλτη του «τέλους», τον καλπασμό της ζωής, τη μοίρα του και τη δελεαστική απώλεια συνείδησης. Και όπως με το Διόνυσο, οι «πόρτες» προσφέρθηκαν πρόθυμα ως θυσία. Επέλεξε το αγκάλιασμα της τραγικής μοίρας της τραγωδίας
 Στο τέλος δραπέτευσε στο Παρίσι, παραδοσιακό σπίτι τόσων πολλών εκπατριζόμενων καλλιτεχνών, για να ακολουθήσει τη ζωή του ως ποιητή. Αλλά το σώμα του εξαντλήθηκε επίσης και η καρδιά του ήταν πάρα πολύ αδύνατη. Είχε ζήσει τη ζωή με τους όρους του, είχε συγκεντρώσει τις ανταμοιβές, και τώρα ο λογαριασμός του ήταν οφειλόμενος. Το πνεύμα του ήταν κουρασμένο. Ο θάνατος ήταν απλά πιο στενός και ευκολότερος στην ατελείωτη διαδοχή των σταδίων που απαίτησε. Όταν ο Jim άφησε την Αμερική και πήγε στο Παρίσι έπαψε να έχει επαφή με τους υπόλοιπους τρεις Doors, επαφή που περιορίστηκε σε κάποιες αραιά τηλεφωνήματα. Αυτό όμως είχε ξεκινήσει και πριν εγκαταλείψει την Αμερική. Οι Doors δούλευαν μόνοι τους πια στο στούντιο και ο Morrison πήγαινε να τους βρει μετά από πολλές τηλεφωνικές επαφές και παρακαλητά, ενώ τις περισσότερες φορές ή αργούσε απελπιστικά στο ραντεβού τους ή δεν πήγαινε καθόλου. Jim Morrison πέρασε στην…άλλη πλευρά, στο Παρίσι στις 3 Ιουλίου 1971. Η επιθυμία του ήταν να αναφερθεί ως ποιητής…

   
Τα παιδικά χρόνια του Jim

Ο πατέρας του James Douglas Morrison, ήταν ναύαρχος του αμερικανικού ναυτικού, ένας πολύ αυστηρός άνθρωπος, ιρλανδικής καταγωγής. Ο Jim από την άλλη ήταν ένα ευαίσθητο και απομονωμένο παιδί που αργότερα εξέφρασε την ακραία εχθρότητα του προς την οικογένεια και τις παραδοσιακές αξίες της. Στα 4 του χρόνια βίωσε ένα αιματηρό ατύχημα που είχε μεγάλη επίδραση στη ζωή του. Κάπου στη Σάντα Φε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πατέρας του, με την οικογένεια Morrison μέσα, τράκαρε με φορτηγό Ινδιάνων που πέθαναν αιμόφυρτοι στο δρόμο. Το φριχτό αυτό γεγονός που συνέβη μπροστά στα μάτια του νεαρού Jim τον «τραυμάτισε» και θεώρησε ότι το πνεύμα ενός Ινδιάνου (shaman) μπήκε για πάντα στην ψυχή του…

Επαναστάτης και μονογαμικός


Ο Jim Morrison θαύμαζε τις θεωρίες του Γερμανού φιλόσοφου Νίτσε για το άτομο και την ηθική. Ευαίσθητος και ντροπαλός υπήρξε στην προσωπική ζωή του ο Jim, αλλά άγριος στην σκηνή. Προσπάθησε να ρίξει φως στο άγνωστο που τόσο τον συνέπαιρνε. Πάντα είχε μαζί του ένα βιβλίο στο χέρι. Αληθινός βιβλιοφάγος. Τα ενδιαφέροντα του ήταν η επανάσταση, η αναταραχή, το χάος και ιδιαίτερα για τη δραστηριότητα που φαίνεται να μην έχει καμιά έννοια, ο ίδιος έλεγε : «Όταν συμβιβαστείς με την εξουσία, γίνεσαι ο ίδιος εξουσία».
 Παρά το οργισμένο του χαρακτήρα του ήταν μονογαμικός τύπος με σύντροφο της ζωής του την Pamela Courson, την οποία υποδύθηκε με επιτυχία η Meg Ryan στην ταινία του Ολίβερ Στόουν «The Doors» (1991). Τον ίδιο είχε υποδυθεί ο Βαλ Κίλμερ, δεύτερη επιλογή αρχικά του σκηνοθέτη. Πρώτη ήταν ο Ian Astbury, που τελικά πήρε τη θέση του στο συγκρότημα όταν επανασυστάθηκε πριν μερικά χρόνια – εμφανίστηκαν και σε κατάμεστο Λυκαβηττό - για μια σειρά συναυλιών που συνεχίστηκαν για ένα διάστημα. Από αυτή την επιστροφή απουσιάζει ο ντράμερ John Densmore που έχει δικαστικές διαμάχες με τους άλλους δύο Doors : Ray Manzarek και Robbie Krieger και εξ’ αρχής ήταν αντίθετος με την κίνηση αυτή. 

Άγνωστες στιγμές των Doors

H εμφάνιση του Jim Morrison πριν από κάθε συναυλία των Doors ήταν τις περισσότερες φορές καθυστερημένη και αβέβαιη. Ακόμη κι όταν ήρθε να τους δει ο Mick Jagger στο Hollywood Bowl τον Ιούνιο του ’68 μαζί με τον παραγωγό των Rolling Stones, Jimmy Miller, ο Jim είχε εξαφανιστεί στο «δικό του κόσμο» πριν την έναρξη. Τελικά εμφανίστηκε. «Παίξαμε καλά, άλλα έλειπε το πάθος», λέει στην «Ζωή του με τους Doors» ο John Densmore. Αργότερα ο Jagger δήλωσε στο «Melody Maker» για την εμπειρία της συναυλίας αυτής : Καλοί ήταν, αλλά έπαιξαν πολλή ώρα». Στην αναμονή της συναυλίας εκείνης ο Jim είχε καπνίσει για πρώτη φορά από την αγωνία του…

Ο Frank Zappa είχε ενδιαφερθεί να γίνει παραγωγός του ομώνυμου πρώτου άλμπουμ των Doors. Το γκρουπ όμως δεν ήθελε παραγωγό, αλλά μια εταιρία δίσκων με όνομα. Το κατάφεραν χάρις τις συστάσεις του Arthur Lee των Love που τους πήγε στην Electra. Τότε στο δυναμικό της ανερχόμενης εταιρίας ήταν οι Love, Judy Collins και Paul Butterfield. Αμέσως οι Doors πήραν τα σκήπτρα. Πρώτος μάνατζέρ τους, τον Αύγουστο του ’67 ανέλαβε ο Σαλβατόρ Μποναφέτι, μάνατζερ των Dion and the Belmonts. «Μέχρι σήμερα μετανιώνω για την επιλογή αυτή», λέει ο John Densmore.
Ο ντράμερ Densmore είχε κυρίως jazz επιρροές και λάτρευε τους Elvin Jones και McCoy Tyner και προσπαθούσε να τους φτάσει. Είχε εκστασιαστεί όταν είδε ζωντανά τον John Coltrane. Ωστόσο ήθελε να παίξει τόσο πολύ σ’ ένα συγκρότημα και οι Doors ήταν η λύση, χωρίς όμως να τον γεμίζουν πραγματικά : «Έπρεπε να παίξω σ’ ένα γκρουπ». Του άρεσαν πολύ οι Rolling Stones και μάλιστα με πρώτα λεφτά του πρώτου συμβολαίου του με τους Doors έβαψε μαύρο το αυτοκίνητό του, μια Σίνγκερ Γκαζέλ επηρεασμένος από το τραγούδι των Stones «Paint it black». Σήμερα αποτιμώντας τη γνωριμία του με τον Jim Morrison λέει : «Η γνωριμία μου με τον Jim ήταν το τέλος της αθωότητάς μου…». Ίσως να μην κατάλαβε ποτέ τον Jim κι έτσι όταν έσπευσε στο τάφο του στο Παρίσι τα πρώτα λόγια που του βγήκαν ήταν : «Ποιο ήταν το γαμημένο μήνυμά σου Jim ; Η Αναρχία ; Γιατί τα υπέφερα όλα αυτά τα χρόνια ;».  
 Οι Doors στην πρώτη πρόβα τους έπαιξαν τραγούδια του Jimmy Reed για να συντονιστούν σαν μουσικοί. Η πρώτη εντύπωση του Densmore για τον Morrison : «Εξωτερικά ο Jim έμοιαζε με φυσιολογικό φοιτητή. Ήταν εμποτισμένος με μια επιθετικότητα για τη ζωή και τις γυναίκες. Ήξερε κάτι για τη ζωή που δεν το ήξερα. Η περιέργεια του ήταν ακόρεστη και διάβαζε με λαιμαργία. Τα μισά απ’ αυτά που έλεγε, δεν τα’ πιανα, αλλά το πάθος του το ένοιωθα…Η ζωή μου με τους Doors ήταν ψυχεδελισμός, κοπέλες, διαλογισμός».  
Η υπόθεση μπασίστας ή αλλιώς το «χαμένο» μέλος των Doors. Ήταν το συγκρότημα που δεν είχε μπασίστα στην σύνθεσή του ! Κάποια στιγμή στο ξεκίνημά τους δοκίμασαν μια κοπέλα κυνηγώντας την πρωτοτυπία. Έπαιξαν μαζί της στην πρόβα το «Unhappy Girl» και το «Break on Through», μερικά blues και τα «Back door man» και την έκδοσή τους στο «Little Red Rooster». Ό ήχος τους έμοιαζε με εκείνον των Rolling Stones. Τελικά ο Ray Manzarek βρήκε ένα μπάσο με πλήκτρα, Fender Rhodes κι τελειοποίησαν τον ήχο τους. Ο Ray έπαιζε με το αριστερό χέρι μπάσο και με το δεξί το όργανο. Αυτό ήταν ! Ο ήχος δεν έμοιαζε με άλλου συγκροτήματος. Ήταν Doors

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ JIM MORRISON

Εκλεκτικός βαρύτονος ποιητής, ιρλανδικής καταγωγής, με ένα έμφυτο συνθετικό δώρο.
 Οραματιστής και πνευματικός ηγέτης της εποχής του, ασυμβίβαστος, persona, έχει χαρακτηριστεί «Ο Διόνυσος της rock μουσικής». Ύμνησε την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης…Ήρωές του ο Διόνυσος, ο Νίτσε και ο Ριμπό.Τον αποκάλεσαν «ηλεκτρικό shaman», «πρίγκιπα του σκότους» και οι φίλοι του τον φώναζαν «Jimbo».

Ημερομηνία και τόπος  γέννησης: 8 Δεκεμβρίου ..1943, Μελβούρνη, Φλώριδα
Χρώμα τρίχας : Καφετί, μάτια: μπλε-γκρι  
Σχολείο :
UCLA της Φλώριδας 
Αγαπημένα γκρουπ :
Beach Boys, Kinks, Love
Αγαπημένοι τραγουδιστές:
Frank Sinatra, Elvis Presley
Αγαπημένοι ηθοποιοί :
Jack Palance, Sarah Miles
Στην τηλεόραση έβλεπε : ειδήσεις
Αγαπημένο χρώμα: τυρκουάζ
Φαγητό: κρέας
Χόμπι: Ιπποδρομίες
Αγαπημένο σπορ: κολύμβηση
Αυτό που έψαχνε σ’ ένα κορίτσι : τρίχα, μάτια, φωνή, περπάτημα
Αυτό που επιθυμούσε : συζήτηση
Σχέδια/φιλοδοξίες: να κάνει ταινίες


*Πήγες : Αρχεία Electra, η βιογραφία του John Densmore «Riders on the Storm – Η ζωή μου με τους Doors» (εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη)

http://www.rockmachine.gr/2016/12/doors.html