Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Δισκάδικο "Μουσικό Εργαστήρι" το πιο παλιό δισκάδικο των Αθηνών ! Του Γιάννη Αλεξίου





Το πιο παλιό δισκάδικο των Αθηνών !

Συνέντευξη του Αχιλλέα Σιάνου στον Γιάννη Αλεξίου  






Του Γιάννη Αλεξίου / johnalex@hol.gr

 Όταν ανοίξει κανείς την πόρτα του δισκάδικου «Μουσικό Εργαστήρι» είναι σαν να πηγαίνει με την μηχανή του χρόνου κατευθείαν στη δεκαετία του ’70. Στον τοίχο έχει μια μεγάλη φωτογραφία του Καζαντζίδη μαζί με τον Μπιθικώτση. Δίσκοι βινυλίου, κασέτες, βιντεοκασέτες και σχεδόν πάντα μια παρέα φίλων να αφηγείται παλιές ιστορίες ! Το δισκάδικο που διατηρεί ο θρυλικός «πειρατής», ο Sky Master, κατά κόσμον Αχιλλέας Σιάνος, από το 1977, είναι το πιο παλιό των Αθηνών ! Βρίσκεται στην οδό Χατζηχρήστου 12, στου Μακρυγιάννη, απέναντι από το Μουσείο της Ακρόπολης.
 Η κρίση που έπληξε τα δισκάδικα από τότε που κυκλοφόρησαν τα cd, σταδιακά έφερε στο μαγαζί του και άλλη πελατεία καθώς τα χέρια του κυρ – Αχιλλέα μέγα λάτρη και συλλέκτη του Καζαντζίδη και πρωταθλητή στο τουίστ, πιάνουν τόσο που επισκευάζει τηλεοράσεις, διάφορες συσκευές, αντιγράφει παλιές κασέτες σε cd και αναλαμβάνει πληρωμές λογαριασμών. Επίσης είναι άριστος κηπουρός και έχει αναλάβει κήπους επωνύμων καλλιτεχνών ! Αρκετές φορές όταν χτυπά το τηλέφωνο είναι πελάτες που θέλουν άγραφες κασέτες ! Τελείως 70ς φάση. Ας πάμε όμως μια βόλτα στο χρόνο με τον κ. Σιάνο από την Πελασγία, κωμόπολη κοντά στην Στυλίδα, που τα έχει ζήσει όλα !

-Πότε άνοιξε το δισκάδικό σας ;
«Το Μουσικό Εργαστήρι άνοιξε τον Ιούλιο του 1977. Εδώ κοντά ήμασταν πέντε δισκάδικα σε ακτίνα τετρακοσίων μέτρων και μια αποθήκη χονδρικής του Δημήτρη Πατρινού, όπου κάναμε διανομή δίσκων σε δισκάδικα, το 1975. Πριν πάω στην χονδρική, δούλευα σ’ ένα δισκάδικο στην Πλατεία Δαβάκη, στην Καλλιθέα. Ο Πατρινός που μας έφερνε δίσκους εκεί στην χονδρική, μετά με πήρε μαζί του, επειδή ήξερα τη δουλειά. Αυτός ο χώρος εδώ, ήταν δισκάδικο, αλλά κλειστό, και μεσολάβησε ο Πατρινός και τον πήρα εγώ. Στην αρχή είχε εδώ μέσα 450 δίσκους και μερικούς 45 στροφών. Κάποια στιγμή τους έφτασα σε 4.000. Είχε πολύ κίνηση. Ότι έβγαινε το έφερνα κι έφευγε αμέσως. Και δεν μιλάμε για ένα κομμάτι και δύο. Μάλιστα μια εταιρία μου έφερνε και ένα χαρτί και συμπλήρωνα τα τοπ της εβδομάδας ! Και οι κασέτες πουλούσαν πολύ τότε, γιατί βόλευαν, τις έπαιρνε ο κόσμος μαζί του, στο αυτοκίνητο, στο σπίτι του. Και τα πέντε δισκάδικα τότε είχαμε δουλειά. Ήταν πολύ καλή εποχή για την μουσική. Υπήρχαν συνθέτες, στιχουργοί, τώρα έχουν χαθεί…». 
-Ποια ονόματα πουλούσαν τους περισσότερους δίσκους τότε ;
«Ο Γιάννης Πάριος πουλούσε πάρα πολύ ! Όταν άνοιξα το δισκάδικο είχε κάνει την επιτυχία «Μη φεύγεις μη». Και η Χαρούλα Αλεξίου πουλούσε πολύ όταν έβγαζε δίσκο. Πουλούσε πολύ, βέβαια, και το ξένο τραγούδι. Ροκ μουσική και μετά η ντίσκο. Τα πρώτα τιμολόγια τα έχω κρατήσει ακόμη όπου αναγράφονται οι τιμές που ήταν 200 – 300 δραχμές ο δίσκος ! Όταν βγήκαν τα cd η τιμή των δίσκων είχε φτάσει τις 3.500 δραχμές. Με τα cd, από το ’90 και μετά έπεσε η δουλειά κι έτσι έβαλα στο μαγαζί και ρολόγια, αξεσουάρ για ηλεκτρικές συσκευές, μιξεράκια».
-Γράφατε κασέτες ;
«Ήταν παράνομο, αλλά έγραφα κασέτες, όπως και όλα τα δισκάδικα τότε. Συνήθως έγραφα σε γνωστούς και γείτονες, όχι σε αγνώστους. Αλλά και ο δίσκος μόλις κυκλοφορούσε έφευγε αμέσως ! Τότε ψωνίζαμε από χονδρικές, που είχαν επίσης ο Πετράκης στην Αθήνα, στον κάτω δρόμο της Σωκράτους και μετά πήγε στην Αγ. Κωνσταντίνου, ο Πατρινός που πήγε στην Ευριπίδου όταν πήρα το μαγαζί και ο Γαβαλάς στο Νέο Κόσμο».
-Ποια ήταν η σχέση σας με την μουσική έως τότε ; 

«Αγαπούσα την μουσική από μικρός και άκουγα όλα τα είδη της μουσικής. Από λαϊκό μέχρι κλασσικό ρεπερτόριο. Είχα ανέκαθεν αδυναμία στον Στέλιο Καζαντζίδη και είμαι συλλέκτης των τραγουδιών του και τώρα ψάχνω να βρω ποια μου λείπουν. Άκουγα και Μπιθικώτση και όλους τους παλιούς λαϊκούς. Επίσης ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Γιώργος Ζωγράφος, τον οποίο πηγαίναμε τότε και τον ακούγαμε στην μπουάτ Απανεμιά στην Πλάκα. Στην αρχή πήγαιναν φοιτητές στις μπουάτ και μετά άρχισε και ερχόταν κι άλλος κόσμος. Είχε τραπεζάκια, καθόσουν, έπινες το ποτό σου κι άκουγες. Πρόλαβα και τους ρεμπέτες, σε μια μπουάτ εκεί κοντά, στο τέρμα της Θόλου, στις Εσπερίδες, που κάθε Δευτέρα ήταν κλειστή και πήγαιναν εκεί οι ρεμπέτες. Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο Κούλης ο Σκαρβέλης, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Κώστας ο Ρούκουνας. Και κάποιοι άλλοι, γεροντάκια. Ένας ερχόταν με τον μπαγλαμά. Στο ένα χέρι είχε το ούζο και στην άλλη είχε ένα πιάτο με λακέρδα και καθόταν κι έπαιζε μόνος του στην αρχή και μετά έβγαιναν και οι άλλοι. Περίοδος 1977 – 82. Ήταν μικρό μαγαζί, άντε να έπαιρνε 60 άτομα. Πίναμε κρασί. Μια μέρα άργησα να πάω και βρήκα ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες, δίπλα στην κουζινούλα. Ήρθε και κάθισε ο μπαρμπα – Γιώργος ο Μουφλουζέλης και μου λέει : κοίτα πώς καταντήσαμε να πίνω το κρασί με κρακεράκια !. Μια φορά μας είπε ο Σκαρβέλης μια αληθινή ιστορία, σαν ανέκδοτο : Μια φορά πήγαμε να παίξουμε στο Δαφνί, είχε ετοιμαστεί η εξέδρα, κι έκανα μια βόλτα μέσα στα δέντρα. Όπως προχωρούσα, είδα ένα γραβατωμένο ωραίο κύριο και φυσούσε και ξεφυσούσε. Κάποια στιγμή τον πλησίασα και τον ρώτησα εάν έχει κάποιο πρόβλημα. Εμένα που με βλέπεις, του είπε, είμαι ο μεγαλύτερος ράφτης της Αθήνας και έχω παραγγελία ένα πέτρινο σακάκι και δεν έχω κομπρεσέρ ν’ ανοίξω τις κουμπότρυπες ! Και γυρίζει ο Σκαρβέλης και του λέει : Φίλε, αν βρεις κομπρεσέρ πάρε με τηλέφωνο να σου στείλω μια μπουλντόζα να το σιδερώσεις !!! Στην Κυδαθηναίων είχε πολύ κίνηση ο Κώστας Χατζής, στον Σκορπιό. Πάντα ήταν γεμάτος. Κόσμο είχε και η Αρλέτα και η Καίτη Χωματά. Και ο Σαββόπουλος από τις μπουάτ ξεκίνησε».
-Ο Ζωγράφος γιατί σας άρεσε περισσότερο ;    
«Η φωνή του ήταν ιδιόρρυθμη, αλλά γενικά ήταν σωστός όπως τραγουδούσε. Υπήρχαν τότε κι άλλοι τραγουδιστές που δεν είχαν πολύ καλή φωνή, αλλά έπεσαν σε καλούς συνθέτες και στιχουργούς, όπως ο Γιάννης Καλαντζής στον Λοϊζο και φανήκανε».
-Τι κάνατε πριν ανοίξετε το δικό σας δισκάδικο ;
«Από την Πελασγία, στην Φθιώτιδα, όπου γεννήθηκα, ήρθα στην Αθήνα, 18 χρονών, το 1969, γιατί πέρασα στο μικρό Πολυτεχνείο. Σχολή ηλεκτρονικών. Πέρασα και στον ΟΤΕ, στις εγκαταστάσεις στους πομπούς. Για ένα εξάμηνο. Μετά μου ήρθαν ανάποδα, γιατί τότε το πρωί πήγαινα στην Σχολή Ηλεκτρονικών, το απόγευμα στον ΟΤΕ, μετά έκανα μαθηματικά σε παιδιά για το χαρτζιλίκι, ενώ εκείνη τη χρονιά διάβαζα να δώσω για Φυσικομαθηματικός για να πάρω το πτυχίο ραδιοηλεκτρολόγου Α για να πάω από Τεχνικό Προσωπικό (ΤΠ) 6 κατευθείαν στο 2. Τότε έπαθα υπερκόπωση στα μάτια ! 1974. Με τα δακρυγόνα το ’73 στο Πολυτεχνείο είχα πρόβλημα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Όμως με το διάβασμα μέχρι τις 4 το πρωί για να δώσω εξετάσεις, έπαθα εσωτερικές αιμορραγίες και στα δυο μάτια. Είχαμε τότε συνεργασία η Σχολή Ηλεκτρονικών με το Πολυτεχνείο όταν φτιάχναμε τους πομπούς…Την σχολή πάντως δεν την έβγαλα, χρωστούσα το πιο εύκολο μάθημα, την Τηλεόραση !».
-Τότε ήταν και η εποχή των «ραδιοπειρατών». Είχατε τέτοια εμπειρία ;
«Είχα σταθμό πειρατικό ! Τον είχα φτιάξει στην Σχολή Ηλεκτρονικών…Σκάι Μάστερ λεγόμουν ! Στην Καλλιθέα, το 1972, εκεί πού έμενα. Είχαμε βγάλει κεραία στην ταράτσα ! Έπαιζα και λαϊκά και ξένα. Συνήθως μέχρι το μεσημέρι έπαιζε λαϊκό πρόγραμμα και μετά ξένα γιατί οι νέοι, πιο πολύ άκουγαν το απόγευμα. Παίζαμε εναλλάξ με τον συγκάτοικό μου, ένα παιδί από τις Σέρρες, ήμασταν και οι δύο στη Σχολή Ηλεκτρονικών. Δεν παίζαμε κάθε μέρα. Μόνο όταν είχαμε όρεξη και ήμασταν σπίτι. Πολλές φορές παίζαμε ένα μήνα σε μια συχνότητα και αν δεν μας έβρισκαν εκεί, αλλά αλλάζαμε συχνότητα. Ήταν παράνομοι οι πειρατικοί σταθμοί, αλλά εμάς δεν μας έπιασαν ποτέ ! Το 1969 δεν υπήρχαν και πολλές τηλεοράσεις, οπότε δεν κάναμε παρεμβολές. Στα μεσαία βγαίναμε. Δεν υπήρχαν εκεί πολλοί σταθμοί και υπήρχε χώρος για τους πειρατές».
-Πού συχνάζατε με την παρέα σας ;
«Τότε ήταν η καφετέρια το στέκι μας. Τις Κυριακές πηγαίναμε στο ποδόσφαιρο, Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί μαζί ! Είμαι Παναθηναϊκός και τότε πήγαινα με φίλους στη Λεωφόρο που ήταν Ολυμπιακοί και το αντίστροφο στο Καραϊσκάκη. Μετά όλοι μαζί πηγαίναμε και τρώγαμε κι έτσι περνούσε ωραία η Κυριακή. Αργότερα πηγαίναμε και στα μπουζούκια. Εκεί μέσα τους άκουγα όλους φάλτσα ! Πιο πολύ προτιμούσα κάποια κουτούκια που είχαν μέσα δυο-τρία όργανα κι εκεί έβρισκα καλούς τραγουδιστές, που ήταν άγνωστοι όμως έπαιζαν πιο ωραία και τραγουδούσαν εξίσου καλά και μπορούσες και να σιγοτραγουδήσεις μαζί τους. Είχε ένα ωραίο ταβερνάκι που πηγαίναμε, στο τέρμα Βάκχων, στην Πλάκα …Στην παραλία θυμάμαι μια φορά που πήγαμε στον Μιχάλη Μενιδιάτη στη Φαντασία και μερικές φορές στον Γιάννη Κατέβα που ήταν φίλος μας. Επίσης το 1974, έμενα στην Καλλιθέα, οδός Φορνέζη, μ’ ένα φίλο που φοιτούσε σε μια Σχολή Λογιστικής, κι ήταν από τα μέρη μου και μάλιστα για τέσσερα χρόνια μετά έγινε και βουλευτής Φθιώτιδας. Αποφασίσαμε λοιπόν, να κάνουμε ένα πάρτι. Σ’ ένα δυάρι 55 τετραγωνικών μέτρων μαζεύτηκαν καμιά ογδονταριά άτομα ! Στους τοίχους είχαμε πόστερ ξένων συγκροτημάτων. Θυμάμαι ένα μεγάλο πόστερ των Led Zeppelin που είχαν τότε κάνει επιτυχία με το Whole Lotta Love ! Τότε ακούγαμε πολύ Deep Purple και Queen ! Μετά το πάρτι όλες οι φωτογραφίες είχαν ζαρώσει από τη ζέστη και την κάπνα και το πάτωμα ήταν γεμάτο άδεια μπουκάλια βερμούτ !».
-Μουσικά πρωινά ;
«Πολλά ! Συναυλίες που ξεκινούσαν στις 10 το πρωί σε κινηματογράφους ! Στην Καλλιθέα είχε δυο-τρία σινεμά, ένα στην Φιλαρέτου, το Καλλιθέα, κι ένα άλλο κολλητά. Πρόλαβα εκεί τους Charms και την Ελπίδα που την ξέραμε γιατί ο συγκάτοικός μου ήταν από την Σπερχειάδα και την ήξερε. Ελπίδα Καραγιαννοπούλου, έτσι είναι τ’ όνομά της. Μιλάμε την περίοδο 1972-74».
-Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια στην Πελασγία ;
«Δεν υπήρχε γυμνάσιο στην Πελασγία. Τότε δίναμε εξετάσεις στο δημοτικό για να μπούμε στο γυμνάσιο. Πέρασα στο γυμνάσιο Λαμίας. Κάθισα όμως μόνο δυο – τρεις βδομάδες γιατί εκείνη τη χρονιά οι γονείς μου μαζί με άλλους πέτυχαν να γίνει μια τάξη γυμνασίου, παράρτημα του γυμνασίου Στυλίδας στην Πελασγία. Εκείνη τη χρονιά ένας θεολόγος μας έκανε όλα τα μαθήματα, τον οποίο πλήρωναν οι γονείς ! Μετά την επόμενη χρονιά έγινε η δεύτερα τάξη. Κάθε χρονιά μετά γινόταν και μια τάξη. Όπως προχωρούσαμε εμείς, προχωρούσε και το σχολείο ! Τη χρονιά που θα πηγαίναμε Τετάρτη γυμνασίου, έγινε λύκειο ! Και έτσι δώσαμε πάλι εξετάσεις για να περάσουμε στο λύκειο ! Στην τρίτη λυκείου δεν έγινε τάξη και αναγκάστηκα και τελείωσα το λύκειο στην Στυλίδα. Από εκεί έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Αθήνα…».
-Στην Πελασγία κάνατε πάρτι ;
«Όχι μόνο κάναμε, αλλά ήμουν και είμαι από τότε πρωταθλητής στο τουίστ ! Μέχρι σήμερα όταν πάω στην Ηλιούπολη, μετά το φαγητό οι ανιψιές μου, μου βάζουν ένα τουίστ να χορέψω !».
-Lets twist again !...Εκεί υπήρχαν δισκάδικα ;

«Όχι, ότι μουσική ερχόταν πήγαινε στα τζουκ – μποξ ! Βάζαμε όμως ραδιόφωνο και πιάναμε κανά – δυο ξένους σταθμούς ! Rolling Stones ακούγαμε τότε πολύ ! Μιλάμε για το 1965 έως 1968…Είχε όμως και ελληνικές εκπομπές με ξένα τραγούδια που έβαζαν τις επιτυχίες της χρονιάς ! Επίσης παίρναμε μικρά δισκάκια που έβαζαν δώρο μέσα στο απορρυπαντικό Rol ! Juniors, Olympians…! Υπήρχαν εκεί ταβέρνες που τα τζουκ – μποξ έπαιζαν λαϊκά. Η Πελασγία τότε ήταν κόμβος, δεν υπήρχε εθνική οδός, και όλα τα αυτοκίνητα για Θεσσαλονίκη, Βόλο περνούσαν από μέσα. Τζουκ – μποξ υπήρχαν και σε αναψυκτήρια και σε καφενεία. Τα περισσότερα τζουκ – μποξ οι μαγαζάτορες τα νοικιάζανε ! Αυτός που έφερνε τα τζουκ – μποξ, ένας από τη Λαμία, έφερνε και δισκάκια και τα ανανέωνε. Όπου είχε τζουκ – μποξ τραβούσε κόσμο. Με μία δραχμή επέλεγες ένα τραγούδι ! Θυμάμαι μόνο ένας απέκτησε το δικό του τζουκ – μποξ ! Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη έχει πολλά τζουκ – μποξ στη συλλογή της και έχει πάρει πολλά 45αράκια από το μαγαζί μου ! Όπως και η Μαργαρίτα
Μυτιληναίου !».
- Οι γονείς άφηναν τα κορίτσια να έρθουν στα πάρτι ;
«Φυσικά και τα άφηναν ! Συνήθως έρχονταν οι συμμαθήτριες, ένα χρόνο μεγαλύτερες, ένα χρόνο μικρότερες. Τα πάρτι άρχιζαν κατά τις 7 το απόγευμα και κρατούσαν έως τις 11 το βράδυ ! Αν ήταν χειμώνας τελείωναν και πιο νωρίς…Βερμούτ κι εκεί πίναμε, 1964-65 και μετά».
-Έχετε γνωρίσει καλλιτέχνες άλλους εκτός από τον Νίκο Ξυλούρη ;
«Το Γιάννη Λογοθέτη που είμαστε φίλοι, το Θέμη Ανδρεάδη, τον Μιχάλη Δημητριάδη που έχει πει των Αγγέλων τα Μπουζούκια και ήταν πελάτης μου. Ο Ξυλούρης μου είχε κάνει εντύπωση πόσο απλός άνθρωπος ήτανε. Τον είχα γνωρίσει σ’ ένα ταβερνάκι στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα όπου ερχόταν πριν πάει για να τραγουδήσει. Καθόταν κι όποιος και να του μιλούσε άρχιζε κουβέντα.Του άρεσε να μιλάει με τον κόσμο. Πάντα είχε φίλους του μαζί. Ποτέ μόνος του…Μια φορά ο Ξυλούρης είχε πει ένα ωραίο : η ζωή είναι ωραία, να έχεις πέντε – έξι φίλους και λεφτά να τους κερνάς !».
-Για το τραγούδι ;
«Από το ρεμπέτικο ξεκίνησαν όλα. Μετά έγινε λαϊκό. Όταν έγινε ελαφρο-λαϊκό εκεί έχασε και το στίχο του και τους δρόμους του. Γενικά χάθηκε…».
-Από το τραγούδι της εποχής της μεταπολίτευσης τι θυμάστε ;
«Ακούγαμε στα κρυφά κασέτες του Μίκη Θεοδωράκη που μας έφερναν κάποιοι !».
-Ποιον συνθέτη προτιμάτε ;
«Τον Μάνο Λοϊζο. Έγραφε όλων των ειδών τα τραγούδια, και μπαλάντα και λαϊκό και οτιδήποτε. Τότε ακούγαμε και πολύ Γιάννη Μαρκόπουλο γιατί είχε βγάλει πολλά τραγούδια με τον Ξυλούρη. Ο Σαββόπουλος είχε πιο πολύ πέραση στους φοιτητές».  
-Σας ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης ! Τι ωραία συνέντευξη ! Μου θυμίσατε τόσα ωραία πράγματα που έχω
 ζήσει !».

*Το «Μουσικό Εργαστήρι» του Αχιλλέα Σιάνου βρίσκεται στην οδό Χατζηχρήστου 12, στην περιοχή Μακρυγιάννη. Τηλέφωνο 210-9233851


Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Μπάμπης Γκολές - Συνέντευξη στον Γ. Αλεξίου








Συνέντευξη με τον ΜΠΑΜΠΗ ΓΚΟΛΕ
Δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή της Κυριακής το καλοκαίρι του 2013



Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ / e-mail : johnalex@hol.gr






Φωτογραφίες : Γιάννης Κανελλόπουλος


                                            

 Από τους λίγους που αντέχουν να τραγουδήσουν χωρίς μικρόφωνο στο πάλκο τα παλιά ρεμπέτικα και τα «ξαδερφάκια» τους, αλλά και δικά του τραγούδια με την καλοκουρδισμένη φωνή του και το κέντημα της πενιάς του. Γνήσιος και βιωματικός συνεχιστής της προπολεμικής γενιάς του ρεμπέτικου που ακολούθησε το δρόμο της ψυχής του. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες έμαθε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά από τα μέσα του ’50 στα Ταμπάχανα, στην Άνω Πόλη της Πάτρας όπου γεννήθηκε και απέκτησε μεγάλη φήμη πριν έρθει στην Αθήνα αρχικά στα μέσα του ’60 και μετά στις αρχές του ’80 όταν εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. 
 Οι εμφανίσεις του στο πάλκο αυτό τον καιρό και η τελευταία δισκογραφική δουλειά «Όμορφα και όχι λησμονημένα» πυροδοτεί την συζήτησή μας σ’ ένα ουζερί στο Γουδί, στην πλατεία, όπου ο Μπάμπης Γκολές μένει εδώ και περίπου 30 χρόνια…  

-Το όμορφο αντέχει ή λησμονιέται στο χρόνο ;
«Αυτοί που τα’ κουνε δεν τα ξεχνάνε με τίποτα και αυτοί που θα τα πρωτοακούσουν δεν θα τα λησμονήσουν με τίποτα».
-Πώς νοιώθετε που τραγουδάτε σε μια τέτοια δύσκολη χρονική συγκυρία ;
«Είναι συνήθεια, είναι αγάπη και δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Νοιώθω μια χαρά. Κάθε Τετάρτη τραγουδώ στο Μοναστηράκι στο μαγαζί Τα Παλιατζίδικα, πίσω από την πλατεία Αβησσυνίας. Προτιμώ τους μικρούς χώρους να είμαι κοντά στον κόσμο».
-Νιώθετε να έχει αλλάξει η διάθεσή του κόσμου αυτές τις δύσκολές μέρες ;
«Νοιώθω μια μικρή αλλαγή. Δεν υπάρχει ο ενθουσιασμός, ο πολύς. Ο κόσμος θέλει να είσαι δίπλα του, να πίνει το τσιπουράκι του και να σ’ ακούει χωρίς μικρόφωνο. Θέλει τίποτα καλύτερο ; Οι συναυλίες είναι τυποποιημένο πράγμα…».
-Τι περιλαμβάνει το ρεπερτόριό σας στις εμφανίσεις σας χωρίς μικρόφωνο ;
«Αυτά που αγαπώ περισσότερο, τα δημοκομπελκάντο του Κάβουρα, του Τζουανάκου, του Ρούκουνα, αυτά μ’ αρέσουν. Έχω ρεπερτόριο ατελείωτο, αλλά δεν είναι δυνατόν τα πω όλα. Λέω αυτά που μου έρχονται στο μυαλό, αυτά που ξέρει η ορχήστρα…Τραγούδια που αγαπώ από μικρό παιδάκι κι άκουσα απ’ το πατέρα μου, απ’ τους φίλους του, απ’ τη μητέρα μου, απ’ τη γειτονιά μου, απ’ τις ταβέρνες, απ’ τις λατέρνες στην Πάτρα. Έχω πολλές επιρροές. Η μάνα μου τραγουδούσε. Κι ο πατέρας μου. Κι οι φίλοι του….».
-Είστε απ’ τους τυχερούς που άκουσαν τις λατέρνες ;
«Τις πατραϊκές λατέρνες ! Ντόπιοι λατερνατζήδες που έπαιζαν άγνωστα πράγματα που δεν μπορώ να θυμηθώ. Γυρνούσαν στους δρόμους και χόρευαν μαζί. Ένας περιφερόμενος θίασος ήταν. Ένας έπαιζε και δυο χορεύανε κι αλλάζανε και θέσεις. Συνήθως χορεύανε χασάπικα και σπανίως κανά ζεμπέκικο».
-Η μουσική υπήρχε στο σπίτι σας ; 
«Ένα ράδιο είχαμε κι ένα ηλεκτρικό γραμμόφωνο της εποχής που έπαιζε δίσκους 78 στροφών που όμως χάλασε νωρίς, το διαλύσαμε»
-Πολλά τραγούδια σας είναι από τις 78 στροφές…
«Μέσα σε παλιατζίδικο έχω μεγαλώσει. Σαν το Μοναστηράκι. Μαζευόντουσαν οι χωριάτες και φτιάχνανε σιδηροπωλεία, κουδούνια, πέταλα, οπλοπωλεία και δεν συμμαζεύεται…».
-Ποιον ρεμπέτη πρωτοακούσατε κι σας έβαλε στο κόσμο αυτό ;
«Στα περίφημα κέντρα της Πάτρας ερχόντουσαν φίρμες από την Αθήνα, όπως ο Τζουανάκος που έγραψε ιστορία στην Πάτρα. Πιτσιρικάς τον άκουσα και με εντυπωσίασε. Θυμάμαι επίσης τον Μητσάκη, το Χιώτη στην παραλία εκεί που είναι τώρα ο σταθμός υποδοχής των πλοίων όπου είχε τέσσερα κέντρα στην σειρά, μπουζουκάδικα της εποχής το ’55. Το ’57 έκλεισαν. Ήταν και ο Τσολιάς στα Ταμπάχανα, στην περιοχή μου, εκεί γεννήθηκα κι έπαιζα κάθε Δευτέρα, εκεί τραγούδαγε χρόνια ο Τζουανάκος. Εκεί ο καθένας άνοιγε ταβέρνα. Είχε πολλά κρασοπωλεία, μεθύστακες και μη, τρελούτσικους και μη, γινόταν χαμός. Χώρια το λιμάνι…».
-Γιατί το τραγούδι πάει από το κακό στο χειρότερο και αναζητούμε το όμορφο σαν το «παλιό καλό κρασί», τα ρεμπέτικα και τα παλιά λαϊκά. Γιατί ενώ οι μουσικοί γίνονται καλύτεροι, πιο τεχνίτες στο παίξιμό τους, υπάρχουν ωδεία, μουσικά σχολεία, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν είναι το αναμενόμενο ;
«Οι μουσικοί δεν είναι καλύτεροι…ο μουσικός κοιτά μόνο να είναι σωστός και ποιος θα τρέξει πιο πολύ απ’ τον άλλον. Το χρώμα των παλιών στο όργανο δεν μπορούν να το βγάλουν, στη φωνή καθόλου γιατί λείπουν τα βιώματα. Η ζωή άλλαξε. Τότε είχαμε τις αυλές μας, τα πορτόνια μας, τις βρύσες έξω από τη γειτονιά, εδώ μεσ’ τα τσιμέντα και στις πολυκατοικίες πώς θα λειτουργήσει ο άνθρωπος ; Το κύτταρό του πώς θα ενεργήσει σωστά το φωνητικό του, το μουσικό του, η φαντασία του ; Είμαι αυτοδίδακτος μουσικός. Τα υπόλοιπα τα έμαθα στην πορεία».
-Πρώτα τραγουδήσατε ή πρώτα πιάσατε το μπουζούκι ;
«Και τα δυο μαζί. Το 1955 ο πατέρας μου, μου αγόρασε την πρώτη κιθάρα. Πρωτό παιξα ένα τραγούδι που είχε βγει τότε του Μαρούδα, το «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» που τραγούδησε η Σοφία Λόρεν. Μετά του Μητσάκη που το’ λεγε ο Στράτος Παγιουμτζής «Ένα τόσο οργανάκι είναι το μπαγλαμαδάκι». Τα πρώτα τραγούδια που έπαιξα στην κιθάρα. Με τον Στράτο ήμασταν προσωπικοί φίλοι. Επίσης μ’ αρέσανε και τα ελαφρά, τα παλιά. Ο Γούναρης, ο Μαρούδας, η οπερέτα, τα κλέφτικα τα δημοτικά, τουμπανέδες, αλλά και η καλή εκκλησιαστική μουσική».  
-Μετά πώς ήρθαν τα πράγματα ;
«Στην Αθήνα πρωτοήρθα το 1966 και μετά από ενάμιση χρόνο πήγα φαντάρος. Δύσκολα τα χρόνια, πολλοί οι μουσικοί λίγα τα μαγαζιά. Πιτσιρικάς πήγα και σε πανηγύρια με κλαρίνα για να πάρω ένα χαρτζιλίκι. Όταν τελείωσα το στρατιωτικό γύρισα στην Πάτρα και γύριζα τις επαρχίες γύρω – γύρω και το ’74 κάνω την πρώτη κίνηση να παίξω σε μπουάτ στην Πάτρα. Το περίφημο Κατώι. Τότε γίνεται η τρομερή αλλαγή για το ρεμπέτικο πανελληνίως. Είχα μαζί μου κιθαρίστα το πιτσιρίκο τότε Βαγγέλη Δεληκούρα, ένα από Τα Παιδιά από την Πάτρα, το Γιώργο Καλκάνη στο πιάνο, τον Αρμένη κιθάρα, το Καράγιωργα πνευστό και την Καραγιάννη τραγούδι. Μετά κάναμε δεύτερη μπουά στα Ψηλά Αλώνια, την Ανδρομέδα και με καραγκιόζη μέσα με τον συγχωρεμένο το Γιάνναρο και με σαντούρι τον Ντούρλα και με βιολιά…».         
-Η ορχήστρα σας σήμερα ποιοι την αποτελούν ; Είναι φίλοι, παλιοί συνεργάτες ;
«Με τον ένα μπουζουξή είμαστε πατριωτάκια. Ο Σπηλιωτόπουλος που είναι ξαδέρφια με το βουλευτή. Με τον πατέρα του πηγαίναμε σχολείο μαζί. Κι ένα παιδάκι που παίζει που παίζει καλό μπουζούκι και μια κιθάρα, κι εγώ, αυτή είναι η ορχήστρα μας».
-Εσείς σαν παλιός «παίκτης» που ανασύρεται και αναδεικνύεται τα μουσικά «διαμάντια» μαζί με κάποια δικά σας τραγούδια πόσο χολοσκάτε που η δισκογραφία μαζί με τις εταιρίες κατέρρευσαν ;
«Εμείς θα φύγουμε σε λίγο απ’ αυτό τον κόσμο, όπως κι όλοι δηλαδή, και δεν έχουμε καμιά βοήθεια. Το ίντερνετ έκανε χοντρή ζημιά, έκλεισε τις εταιρίες. Ήταν μεγάλο έγκλημα η καταστροφή του δίσκου. Μετά περάσαμε στο cd και τώρα δεν έχουμε τίποτα. Μακάρι να επανέλθει το βινύλιο, ακόμη και ο δίσκος 45 στροφών, για να προλαβαίνει ένα κομμάτι ν’ ακούγεται, να το καταλαβαίνει ο κόσμος».
-Στην πορεία σας κρατήσατε μια απόσταση από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Πώς ήταν ;
«Οι μεγάλες φίρμες δεν έχουν σχέση με την μουσική. Έτσι κι εγώ δεν έχω επαφή μαζί τους. Είναι εχθρικές απέναντι στον μουσική, εχθρικότατες. Δεν το θέλουν το ρεμπέτικο. Δεν το αγαπάνε και με χίλιους τρόπους το κυνηγάνε. Και ο Πάριος λέει ο Τσιτσάνης μου. Από πού ; Σε λίγο θα δεις και το Ρουβά να τραγουδάει ρεμπέτικα». 
-Νοιώσατε κάποια στιγμή το βάρος των παλιών μουσικών ;
«Ναι, όταν ήμουν μικρός, αλλά είχα τέτοια φλόγα μέσα μου που το ξεπέρασα γρήγορα αυτό και το θεώρησα φυσιολογικό».
-Γιατί ο κόσμος δεν αντιδρά σε όλα αυτά που συμβαίνουν ; 
«Δεν τους νοιάζει. Ο καθένας ενδιαφέρεται για την πάρτη του. Πώς θα ζήσει, πώς τη βγάλει, πώς να μην αρρωστήσει, πώς να δουλέψει κι όλα τ’ άλλα είναι τελείως ρομαντικά. Μαζική αντίδραση δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει. Για την μουσική έχει βγει κανένας στους δρόμους ; Αυτή θα είναι επανάσταση για μένα !». 
-Ποιούς μουσικούς και τραγουδιστές ξεχωρίζετε από τους νεώτερους ;
«Δεν μου αρέσει η νέα μουσική. Δεν μπορώ να την πλησιάσω. Μπορεί να με πλησιάσει αυτή ; Δεν την παρακολουθώ. Πες για λόγους ηθικής. Είναι κάτι ξένο από μένα. Είμαι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνω. Ανήκω στο ρεμπέτικο που συμπεριλαμβάνει κι όλες τις άλλες επιρροές που δεν υπάρχουν ούτε αυτές σήμερα. Ούτε ελαφρό τραγούδι υπάρχει, ούτε δημοτικό, ούτε καντάδα...».
-Γιατί δεν υπάρχουν ταλέντα σήμερα ;
«Το αίτιο είναι ότι έχει αλλάξει σαν μορφή ο ίδιος ο άνθρωπος. Το κύτταρό του έχει αλλοιωθεί». 
-Τι συμβουλεύεται τους νέους μουσικούς που έχουν το μεράκι ;
«Αν έχουν αγάπη κι υπομονή γι’ αυτό που κάνουν ας το συνεχίσουν με όποιο τρόπο μπορούν σε ότι καταπιάνονται. Να μην κάνουν πίσω. Ποτέ δεν έκανα πίσω». 
-Σας ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης !»

*Ο Μπάμπης Γκολές εμφανίζεται κάθε Τετάρτη στο μαγαζί «Τα Παλιατζίδικα» (Νορμάνου 3, Μοναστηράκι, τηλ. 215 5105207) 10 μ.μ.