Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

"Party Time" του Χ. Πίντερ με το Γιώργο Κιμούλη Του Γιάννη Αλεξίου



 "Party Time" του  Χ. Πίντερ με το Γιώργο Κιμούλη


Του Γιάννη Αλεξίου 






Πήγαμε στην πρεμιέρα του "Party Time" του Πίντερ με Γ. Κιμούλη στο "Από Μηχανής Θέατρο", στον όμορφο αθηναϊκό πεζόδρομο στο Μεταξουργείο. Φύγαμε γοητευμένοι !

ΕΝΑ "ΚΟΚΤΈΪΛ - ΜΟΛΟΤΟΦ" από τέσσερα έργα του Χάρολντ Πίντερ που "παρασκεύασε" ο έξοχος πρωταγωνιστής του "Party Time" ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ, σε μια πρώτης ποιότητας παράσταση που σκηνοθετεί ο ίδιος, δείχνει την ωμή και απροκάλυπτη βία της εξουσίας, σε ένα καθαρά ψυχολογικό έργο. Τα αντιπαθητικά πρόσωπα των εξουσιαστών, πιόνια της ίδιας της εξουσίας, που βασανίζουν, καταπιέζουν και βιάζουν τον αδύναμο, τη γυναίκα, τον μετανάστη, τον ανήμπορο να τους σπάσει τα μούτρα (έτσι νομίζουν). Μια έξοχη παράσταση για να μην ξεχνάμε την πραγματικότητα και τους εκφραστές της, για την οποία όπως λέει ο ίδιος ο Πίντερ :
"Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα από τι είναι "πραγματικό" και στο τι μη "πραγματικό". Ούτε ανάμεσα στο τι είναι αληθές και στο τι είναι ψευδές. Νομίζω πώς δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτι ή αληθινό ή ψευδές. Πιστεύω πώς αυτός ο ισχυρισμός έχει κάποιο νόημα και μπορεί να εφαρμοστεί στη διερεύνησης της πραγματικότητας μέσω της τέχνης. Έτσι ως συγγραφέας τον υποστηρίζω. Αλλά ως πολίτης δε μπορώ ! Ως πολίτης οφείλω να αναρωτηθώ : Τι είναι αληθές ; Τι είναι ψευδές".
Ένα έργο που σπάει κόκαλα και καταδικάζει κάθε μορφή βίας απ' όπου κι αν προέρχεται. Η παράσταση μάλιστα ξεκινά με ένα βίντεο όπου δείχνει πόσο ανελέητα χτυπούν οι αστυνομικοί τον κόσμο στις διαδηλώσεις, χωρίς καμία διάκριση. Να πούμε ότι ο Γιώργος Κιμούλης εκτός του καθηλωτικού παιξίματός του είναι φτυστός ο Γιώργος Παπανδρέου ! Έχει αφήσει το ίδιο μουστάκι και έχει πλέον τελείως άσπρα μαλλιά με τον ίδιο σχηματισμό καράφλας με το πολιτικό. Επιπλέον είναι ψηλός και αδύνατος, όπως ο εν λόγω πολιτικός ! Αυτό, όλο, ίσως τον βοηθά στο ρόλο, ώστε πέραν της ερμηνευτικής του δεινότητας να μοιάζει ακόμη πιο αντιπαθής μέσα από την οπτική ομοιότητα του με τον Γ. Παπανδρέου. Πολύ καλές ερμηνείες από τους συνολικά 14 ηθοποιούς που παίρνουν μέρος στην παράσταση.
Το "Party Time" είναι οπωσδήποτε μια επίκαιρη παράσταση που επιδέχεται πολλές προεκτάσεις στις ερμηνείες της καθώς προκαλεί ποικίλες συζητήσεις μετά το τέλος της...

"Παράνομα Φιλιά - Κόκκινα Φανάρια" του Γιάννη Αλεξίου



"Παράνομα Φιλιά - ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ" 


Του Γιάννη Αλεξίου 





Πήγαμε στην πρεμιέρα του θεατρικού "ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ" στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και ήταν το κάτι άλλο...
"ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ, ΤΟΜΑΡΙΑ, ΑΛΑΝΙΑ ΚΑΙ ΧΑΣΙΚΛΕΣ...", από το τραγούδι που ακούγεται επί σκηνής και αποτυπώνει το τοπίο του μεταπολεμικού Πειραιά μέχρι το '55 με το Νόμο του Κων, Καραμανλή της ΕΡΕ που έκλεισε τα πορνεία στην Τρούμπα, με τις πολλές γυναίκες και επέτρεψε να δουλεύουν στο καθένα έως δύο...
Πραγματικά εξαιρετική η παράσταση "Παράνομα Φιλιά - ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ" που ανέβηκε απόψε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά κι ευτυχώς που "έψησα" την Έφη να πάμε γιατί βαριόταν αρχικά, αλλά την έπεισα και αποζημειωθήκαμε και οι δυο με το παραπάνω στη βροχερή αυτή βραδιά.
Ένα έργο που ανέβηκε στην έδρα του, με μεγάλη ιστορία πίσω του, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, που συγκίνησε στην εν λόγω θεατρική μεταφορά του. Ένα επιβλητικά φορτωμένο σκηνικό - που όμως δεν έμοιαζε με πορνείο για να λέμε την αλήθεια και αλλιώς το φανταζόμουνα - μας πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά της αλητείας που όλους μας γοήτευσε για μικρό ή μεγάλο διάστημα της ζωής μας. Ωραίες ερμηνείες που αποτύπωναν την προσωρινή λάμψη του υπόκοσμου, που από πίσω κρύβει θλίψη και μοναξιά. Γυναίκες loser που προσδοκούν να φύγουν από το θλιβερό αυτό περιβάλλον συνήθως μέσω κάποιου πελάτη τους που θα τις ερωτευτεί, αλλά ποτέ δεν γίνεται αυτό όσο κοντά κι αν φαίνεται. 

ME THN ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑΚΙ ΜΟΥ με τίτλο "Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΚΟΦΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ" για την ΤΡΟΥΜΠΑ που δημοσιεύτηκε στο εκπληκτικό τελευταίο τεύχος του "ΦΑΡΦΟΥΛΑ" που ήταν αφιερωμένο στην ΑΛΗΤΕΙΑ (θα το βρείτε Μαυρομιχάλη 18, στα γραφεία του εκδοτικού οίκου) :
Ανέκαθεν με γοήτευε η άγρια πλευρά της πόλης, όσα δεν έχουν δει τα μάτια μου. Ιδιαίτερα εκείνα που δεν έζησα γιατί συνέβησαν σε άλλη εποχή και τα μαθαίνω από τις διηγήσεις των παλιότερων που σε πάνε πίσω στο χρόνο. Έτσι, μια μέρα πήγα και περπάτησα στην οδό Νοταρά, κάτω στην Τρούμπα. Παρατηρούσα τα εγκαταλειμμένα κτίρια, τις σπασμένες ταμπέλες, τα παλιά μπαρ που μόνο στις ελληνικές ταινίες έχω δει να λειτουργούν. Εκεί κάτω, στον παλιό κακόφημο δρόμο βρήκα κι ένα παλιό αλάνι...
της εποχής, από την Κοκκινιά που είχε ζήσει την χρυσή εποχή της περιοχής από πρώτο χέρι. Σ’ ένα παλιό καφενείο μου μίλησε για την ατμόσφαιρα της Τρούμπας. «Κάθε βράδυ εδώ ήμουν», μου είπε και κοίταξα το ροζιασμένο πρόσωπό του. Ετών 85, αλλά το λέει ακόμη η καρδιά του. Τον κέρασα κρασί και τον άφησα να μιλά.
Εδώ έκανε κουμάντο ο Αλογάκος με τ’ όνομα, από το Πέραμα. Αρχηγός κι ο Κοτζαμάνης, ένας κοντοπίθαρος, που έμενε σε μια σπηλιά στην Κοκκινιά. Δεν τα 'βαζε κανείς μαζί τους. Ηταν λάθος να τα βάλει κανείς μαζί τους. Στην Τρούμπα ερχόταν κι ο Βαμβακάρης με το γιο του με πιατάκι. Δύσκολα τα χρόνια μετά την κατοχή.
Παντού είχε πόρνες. Δεν είχαν συγκεκριμένη ταρίφα. Ο,τι πιάσουν. Σ’ έκοβαν πρώτα καλά καλά. Τέσσερις - πέντε από αυτές που ήξερε, παντρεύτηκαν Αμερικάνους. Το όνειρο πολλών γυναικών ήταν όταν ερχόταν ο 6ος στόλος να βρουν κάποιον οικονομημένο και να τις παντρευτεί.
Και ναρκωτικά υπήρχαν παντού. Στο κόλπο και οι αστυφύλακες, μιλημένοι… Οσο περνούσε ή ώρα, μπαίναμε και σε λεπτομέρειες ενός ολόκληρου κόσμου που είχε τη δική του ζωή εκεί στην οδό Νοταρά. Πέρα από νόμους και όρια. Ηταν συνηθισμένο, για παράδειγμα, ν’ ανοίγει το παράθυρο και να αδειάζει η τσατσά το γιο-γιο από το παράθυρο του «σπιτιού» στο δρόμο κι όποιον πάρει.
Κι αν δεν ήσουν «δικός» τους; «Ας ήταν άλλος, ήταν εντάξει αν ήταν Αμερικάνος…».
                                                                                            Γιάννης Αλεξίου


"ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ - ΑΙΩΝΙΟΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ" γράφει ο Γιάννης Αλεξίου



ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ  - ΑΙΩΝΙΟΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

 Του Γιάννη Αλεξίου 


Όπως έχει τεθεί το ερώτημα Rolling Stones ή Beatles, στην ξένη μουσική, ένα αντίστοιχο δίλημμα βασανίζει και την ελληνική μουσική : Μάρκος ή Τσιτσάνης.
Ο πολύπλευρος Γιώργος Λιάνης με την ιδιότητα του συγγραφέα δημοσιοποίησε τον «έρωτα» του με τον Βασίλη Τσιτσάνη και μετά από 40 χρόνια καταγραφής στοιχείων γύρω από τον Τρικαλινό μουσικοσυνθέτη, πληθώρα συνεντεύξεων μαζί του μέχρι το 1984 που απεβίωσε, αλλά και παρότρυνσης από τον «πρόεδρο» Λευτέρη Παπαδόπουλο, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Τσιτσάνης αιώνιος καλπασμός» (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), σε μια διαφορετική ανάγνωση και καταγραφή στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία για τον Τσιτσάνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης τον αποκάλεσε «υμνωδό των βασάνων του λαού μας», σε μια συναυλία που οργάνωσε προς τιμή του Βασίλη Τσιτσάνη στον Κοκκινόβραχο της Νίκαιας το 1983
«Για μένα, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης, ανώτερος του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, οι οποίοι πάτησαν πάνω στο έργο του συνθέτη και καταξιώθηκαν», δήλωσε στην παρουσίαση του βιβλίου ο συγγραφέας, σε μια εκδήλωση που εξελίχθηκε σε γιορτή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Άρχισε με λόγους και στο φινάλε της ο Χρήστος Νικολόπουλος που επίσης διδάχθηκε πολλά από τον Β. Τσιτσάνη, έπιασε το μπουζούκι και παρέα με τις Χαρούλα Λαμπράκη, Ελένη Γεράλδη, Λιζέττα Νικολάου - όλες κάθισαν στο πάλκο δίπλα στον αείμνηστο δημιουργό – και τον Ηλία Μακρή τραγούδησαν χωρίς μικρόφωνο την «Συννεφιασμένη Κυριακή», σαν να λέμε τον εθνικό ύμνο του λαϊκού τραγουδιού μας, που έγραψε ο Τσιτσάνης με την Ελλάδα στο μυαλό του.
 «Ένα τραγούδι μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου. Εμένα μου την άλλαξε όχι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, αλλά το Μέρα Μαγιού (του Μ. Θεοδωράκη) με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αυτό με έκανε να πω στη μάνα μου τέρμα οι σπουδές στο Αριστοτέλειο, πάω στην Αθήνα να γράψω !».
 Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915. Ήταν το όγδοο από τα δεκατέσσερα παιδιά. Επέζησαν τα τέσσερα και πήρε το όνομα του πρωτότοκου που πέθανε. Ήταν γιος ξακουστού τσαρουχά της εποχής από τα Γιάννενα, τα οποία προτιμούσε ακόμη και η ανακτορική φρουρά στην Αθήνα ! Άρχισε να παίζει μαντόλα από 10 χρόνια και μετά πήρε ένα βιολί. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση ήταν ένα σπαρακτικό σόλο στο μπουζούκι με το οποίο αποχαιρέτησε ένα συμμαθητή του, στην κηδεία, σε ηλικία 16 ετών ! Το πρώτο τραγούδι που έγραψε ήταν το «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε», το 1936 και γραμμοφώνησε στην Odeon. Στην Αθήνα πήγε 18 ετών έχοντας γράψει ήδη 40 αριστουργήματα, όπως το «Πέριξ» έχοντας γνωρίσει την πλάτη της Τρικαλινής αριστοκρατίας. Το 1938 έγραψε την περίφημη «Αρχόντισσα» στο Πειθαρχείο της Θεσσαλονίκης, την πόλη όπου έμεινε και δημιούργησε καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Αργότερα έγραψε το θρυλικό τραγούδι «Κάποια Μάνα Αναστενάζει» νε επίκεντρο την μάνα και τον πόνο της, χωρίς πολιτική θέση και δημιούργησε ουρές στη Αθήνα να ακούσει το ενωτικό αυτό τραγούδι, από την Ομόνοια ως την Κολούμπια. Συνιλιά έγραψε 570 τραγούδια.
Φορούσε τσουράπια, αντί παπούτσια, για να ξεκουράζει τα πόδια του από το πάλκο κι έπαιζε τάβλι μέχρι τα χαράματα για να ξεκουραστεί ! Μόλις ξημέρωνε πήγαινε να ηχογραφήσει και το βράδυ στο κέντρο να παίξει…!. Κάποια στιγμή αρρώστησε από σάκχαρο και 50 χρόνια δεν ξανακάπνισε…Αυτές είναι μερικές από τις άγνωστες ή λιγότερες γνωστές πληροφορίες του «Αιώνιου Καλπασμού»  
«Από το 1936 έως το 1983, 15.000 νύχτες που ιερούργησε ο Τσιτσάνης μέσα στη νύχτα. Ο μόνος καθώς οι περισσότεροι από τη γενιά άρχισαν να εξαφανίζονται από τη δεκαετία του ’50 και μετά. Η Μαρίκα Νίνου και ο Στράτος Παγιουμτζής ήταν οι αγαπημένοι του Τσιτσάνη και το μέτρο σύγκρισής του για όλες τις τραγουδίστριες και τους τραγουδιστές που ερμήνευαν τραγούδια του», είπε στην εκδήλωση μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος - ερευνητής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Δημήτρης Ν. Μανιάτης και συμπλήρωσε ότι ο Τσιτσάνης έλεγε εύστοχα ότι «το τραγούδι πρέπει να έχει τον απόηχο πολλών τραγουδιών», αυτή ήταν η άποψη του για τον τραγούδι, Και πόσο δίκιο είχε, αλλά αυτό ήταν και μια μυστική ίσως συνταγή για τον μεγάλου Τσιτσάνη στην πορεία του.  
«Τα τραγούδια του είναι αντιδουλικά και ελεύθερα», υπογράμμισε ο Γιώργος Λιάνης υπενθυμίζοντας ότι ο Τσιτσάνης έβγαλε την πρώτη γυναίκα από το πατάρι στο πάλκο και αυτή ήταν η Σωτηρία Μπέλλου, άλλη μεγάλη αδυναμία του.
Παρόντες ήταν η κόρη του Τσιτσάνη Βικτωρία, ο γιός του Κώστας και η εγγονή του Ζωή Τσαβλίρη.
Ανάμεσα στο κοινό ήταν αγαπημένοι φίλοι του Λιάνη απ’ όλες τις πλευρές του, τόσο της  πολιτικής, της δημοσιογραφίας – η θρυλική τριπλέτα των Ρεπορτέρς : Δημαράς, Χαρδαβέλλας – Λιάνης – και φυσικά του ποδοσφαίρου που λατρεύει : Γιώργος Σκρέκης (οι Πανιώνιοι προηγούνται), Κώστας Νεστορίδης, Μίμης Δομάζος, Αντώνης Αντωνιάδης, Κώστας Λουκανίδης ο Τσιτσάνης υποστήριζε τη Λάρισα - αλλά και γενικότερα του αθλητισμού όπως οι παλαίμαχοι παλαιστές Πέτρος Γαλακτόπουλος, Στέλιος Μηγιάκης και Πύρρος Δήμας. Και φυσικά η Ζωή Λάσκαρη…και θα χαμογελούσε από ψηλά ο Τσιτσάνης καθώς ήταν μέγας λάτρης του ωραίου φύλλου, όπως ειπώθηκε στην εκδήλωση, καθώς έγραψε περί τα 500 τραγούδια αφιερωμένα σε γυναίκες !


                                                           

Ο Pee Wee Ellis στο «Gazarte» 12.12.2014 του Γιάννη Αλεξίου






Ο Pee Wee Ellis στο «Gazarte» 12.12.2014  


 Καθόταν καλοντυμένος με το γκρι κοστούμι και τη γραβάτα του, στο βάθος, πιο πέρα από τον πιανίστα, όταν εκείνος αναφώνησε «Bona sera» ! Τότε ο ευτραφής 73χρονος στενός συνεργάτης του James Brown έβγαλε ένα μαύρο μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του !
«Είστε έτοιμοι για Funk ;», ρώτησε ο πιανίστας. Το κοινό ανταποκρίθηκε και αμέσως σηκώθηκε ο «γίγαντας» από την καρέκλα του και άρχισε να πλησιάζει στην σκηνή χορεύοντας στο funk ρυθμό που έπαιζε η μπάντα του.
Ο Pee Wee Ellis πήρε μπροστά και οι πρώτες νότες ανάβλυσαν από το τενόρο σαξόφωνό του ! Η συναυλία του άρχισε με το «Sticks» του Cannonball Adderley από τα 60ς και συνέχισε με James Brown. Η παρέα μπροστά μου άρχισε να χορεύει. Τέσσερα μεγάλα κεριά και δίπλα τους ένα μισοσβησμένο, αριστερά και δεξιά στην σκηνή, πάνω σε ένα vintage έπιπλο συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα. Ο πιανίστας Gianni Partner κι ο μπασίστας Giorgio St. Easy φορούν καπέλα ιταλικής φινέτσας, που προσδίδουν την προέλευση του ιταλικού κουαρτέτου Mob Pepper.
Τα μικρά μωβ φώτα από πάνω του και ο πολυέλαιος φωτίζουν τον «άρχοντα της σκηνής» στο κατάμεστο και ανανεωμένο «Gazarte» που παίζει το jazzfunk κομμάτι του «Blue Bell Pepper» από το άλμπουμ του «Different Rooms» (2005). Τα φώτα αίφνης γίνονται κόκκινα και μπλε και ο Pee Wee Ellis ξεκινά το «Chicken» του James Brown.
Στα 45 λετπά από την έναρξη σηκώθηκε όρθιος να παίξει το πιο ατμοσφαιρικό κομμάτι της βραδιάς. Ο βαθύς ήχος του σαξοφώνου του γεμίζει το κλαμπ.
 Στο τέλος του κομματιού δίνει ένα σόλο στον ντράμερ Christian Cappiozo και κάθεται αναπαυτικά πάλι στην καρέκλα του πίσω από την σκηνή με τέτοιο τρόπο που δίνει την εντύπωση ότι δεν θα ξανασηκωθεί. Όμως τα λόγια του κιθαρίστα Danny Santimone τον πυροδοτούν μαζί με το κοινό : «Is any funky in the house ? Its the time for funky !». Αυτό ήταν ! Ο Pee Wee Ellis πιάνει το τενόρο του και ξεσηκώνει το κοινό με το «Make it Funky» που συνηθίζει να παίζει μαζί με την θρυλική τριάδα των JB Horns που συμπληρώνουν ο Maceo Parker και ο Fred Wesley, όταν η παλιοπαρέα σμίγει επί σκηνής.
Μετά ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα στη βροχερή Αθήνα !» παίζοντας κάτι από το τελευταίο του άλμπουμ «The Spirit of Christmas» (2013) και για το φινάλε φύλαξε την μεγάλη επιτυχία «Cold Sweat» που έχει γράψει μαζί με τον James Brown (οι άλλες δύο που έχει συνθέσει μαζί με το «Νονό της Soul» είναι το «Say it loud, Im black and Im proud» και «Mother popcorn»). Αυτό ήταν και το μόνο κομμάτι που τραγούδησε ο Pee Wee Ellis στην συναυλία του στην Αθήνα, ο οποίος αποχαιρέτησε το κοινό μετά από 75 λεπτά παιξίματος του και ξαναβγήκε για encore κλείνοντας με το κλασικό «I Feel Good» σε μια αργή εκτέλεση.
O Pee Wee Ellis έχοντας πίσω του καμιά τριανταριά ηχογραφήσεις σε κομμάτια του James Brown, πολυετή συνεργασία με τον Van Morrison (1979-2006) σε 13 άλμπουμ, ηχογραφήσεις στα 70ς με Jack McDuff, Shirley Scott, Brass Fever και στα 90ς με Maceo Parker και JB Horns και 13 σόλο δίσκους του (1977-2013) διάλεξε τώρα τέσσερις λευκούς μουσικούς να παίξει funky μαζί τους ! Δύσκολο εγχείρημα. Όχι γιατί δεν είναι το funk για λευκούς, αλλά γιατί το καλό funk παίζεται δύσκολα από λευκούς. Τελικά όλα είναι ένας μύθος !  

                                                                 Γιάννης Αλεξίου


Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ROLLING STONES - ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ (1964-2014) Αφιέρωμα του Γιάννη Αλεξίου



ΑΦΙΕΡΩΜΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ROLLING STONES

 Του Γιάννη Αλεξίου / johnalex@hol.gr













 ROLLING STONES - ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ (1964-2014)











 ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

 Είναι πραγματικά συναρπαστικό να έχεις ξεπεράσει τα 70 και να γράφεις τραγούδια για αλητάμπουρες ! Αυτό συνεχίζουν να κάνουν οι Rolling Stones που φαίνεται να κέρδισαν το στοίχημα με το διάβολο και επιβίωσαν χωρίς να πουλήσουν την ψυχή τους σ’ αυτόν, αν και έπαιξαν αμέτρητες φορές το κεφάλι τους βάζοντας ακόμα και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε σε σκέψεις που έγραψε κάποτε το βιβλίο «Μη στοιχηματίζεις ποτέ το κεφάλι σου με το Διάβολο». Νίκησαν το χρόνο και τον εαυτό  τους όσες φορές αναμετρήθηκαν μαζί του.  Η πιο...βρώμικη παρέα στην ιστορία του ροκ’ν’ρολ που συγκλόνισε την συντηρητική Βρετανία και με την παρουσία και την συμπεριφορά τους έκαναν τον Τύπο να θέσει το ερώτημα : «Θα αφήνατε την κόρη σας να παντρευτεί έναν Ρόλλινγκ Στόουν ;», δείχνει αχόρταγη και αστείρευτη 50 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Κηθ, ένας φυγόδικος σπουδαστής της σχολής Καλών Τεχνών, παιδί εργατικής τάξης συνάντησε στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης το γείτονά του Μικ, ένα πλουσιόπαιδο, σε μια γειτονιά του Ντάρντφορντ, υπότροφο του London School of Economics.

















Μια συνάντηση κορυφής,όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια. Ο Μικ είχε παραμάσχαλα το «Rockinat the Hops» του Τσακ Μπέρρυ και το «Best of» του Μάντυ Γουώτερς. Ο Κηθ γνώριζε μόνο τον δεύτερο. Ο Μικ είχε ήδη πλούσια blues δισκοθήκη και το «σκουλήκι» είχε μπει μέσα του. Έτσι μια βραδιά «δανείστηκε» το αμάξι του πατέρα του και πήγε παρέα με τον Κηθ σ’ένα καταγώγιο στο Ealing όπου έπαιζε το συγκρότημά του Αλέξις Κόρνερ. Εκεί «ψάρεψαν» τον Τσάρλυ και τον Μπράιαν. Εκεί εμφανιζόντουσαν ακόμη οι Τζακ Μπρους, ο Ίαν Στιούαρτ, μετέπειτα «έκτος Stone», ο Λονγκ Τζων Μπάρι και άλλοι νεοσσοί τότε ήρωες της rhythmnblues βρετανικής σκηνής.
Την πρώτη τους εμφάνιση ως Rolling Stones έκαναν στο θρυλικό σήμερα κλαμπ “Marquee” στις 21 Ιουλίου 1962 για λογαριασμό της Blues Incorporated του Αλέξις Κόρνερ, αντικαθιστώντας τον γιατί την ίδια μέρα θα εμφανιζόταν στο πρόγραμμα του BBC Jazz Club. O Τζάγγερ τότε δηλώνει στο Jazz News : «Ελπίζω ότι δεν μας θεωρούν ένα συγκρότημα του ροκ’ ν’ ρολ !». Έμελλε να γίνουν η μεγαλύτερη ροκ’ν’ρολ μπάντα στον πλανήτη, τίτλος που διατηρούν μέχρι σήμερα με τις εκρηκτικές live εμφανίσεις τους. Στο περιοδικό αναφέρετε και η πρώτη σύνθεση τους : Μικ Τζάγγερ (φωνητικά), Κηθ Ρίτσαρντς και Έλμο Λιούις (κιθάρες), Ίαν Στιούαρτ (πιάνο), Ντικ Τέιλορ (μπάσο), Μικ Άιβορι (ντραμς). Ο τελευταίος ήταν ο μετέπειτα ντράμερ των Kinks, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι έπαιξε κείνο το βράδυ, αν και έκανε πρόβες με τους Stones, όπως και ο κάποιος Τόνυ Τσάπμαν πριν έρθει στην μπάντα ο Τσάρλυ Γουώτς, αργότερα συνδετικός κρίκος του γκρουπ. Ίσως η μακροημέρευσή τους να χρωστά τα περισσότερα σε αυτόν. Πάντα υπήρξε ο πυροσβέστης στους καυγάδες του Μικ με τον Κηθ και κράτησε δεμένη την μπάντα σε πολλές δύσκολες στιγμές. Όσο για τον Έλμο Λιούις που αναφέρθηκε δεν ήταν άλλος από τον πολύ Μπράιαν Τζόουνς. Όσο για τον μπασίστα της πρώτης ζωντανής τους εμφάνισης, ο Ντικ Τέιλορ - έγινε κιθαρίστας των Pretty Things και παίζει ακόμη μαζί τους - συνέχισε τις σπουδές του σε σχολή θεάτρου και αντικαταστάθηκε από τον Μπιλ Γουάιμαν, ενώ ο Ίαν Στιούαρτ δεν ήταν και πολύ συμπαθής στον μάνατζερ του γκρουπ Άντριου Όλντχαμ και μέσα σ’ ένα χρόνο απομακρύνθηκε. Ο Στιούαρτ βοηθούσε πάντως γενικότερα το γκρουπ και κάποιες φορές για τις ανάγκες των ζωντανών εμφανίσεων επιστρατευόταν και έπαιζε μαζί τους πιάνο.
Μετά την πρώτη και ιστορική σήμερα εμφάνισή τους στο «ναό» της βρετανικής σκηνής, το “Marquee”, συνέχισαν να παίζουν εκεί για ένα διάστημα έως ότου ο Κρις Μπάμπερ, ιδιοκτήτης του κλαμπ τους έπαυσε γιατί όπως ισχυρίστηκε «δεν ήταν αρκετά αυθεντικοί» ! Πολλά θαυμαστικά. Στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ την μαρτυρία ηχητικού που γνώρισα όταν επισκέφτηκα το υπέροχο Ρίτσμοντ και μου έδειξε ένα μέρος δίπλα στον Τάμεση, όπου υπήρχε το κλαμπ του «Grawdaddy". Ο ιδιοκτήτης του, Τζότζιο Γκομέλσκι, τους πρότεινε να εμφανιστούν εκεί. Μικρό το μέρος και η φήμη για ένα τρομερό γκρουπ, κάτι εντελώς φρέσκο στο ροκ’ν’ρολ, εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα από στόμα σε στόμα και ατελείωτες ουρές σχηματίζονταν έξω από το κλαμπ. Ο Γκομέλσκι άρχισε να ψάχνει για μεγαλύτερο χώρο. Πολλές φορές χρειαζόταν να δίνουν διπλές εμφανίσεις και πηγαινοέρχονταν Ρίτσμοντ-Λονδίνο (Στο Ρίτσμοντ πολλά χρόνια μετά επέλεξε ο Μικ να κάνει δώρο μια τεράστια έπαυλη στην πρώην σύζυγό του Τζέρρυ Χωλ σε ανάμνηση των πρώτων ημερών των Stones. Μπορεί κανείς να το θαυμάσει διασχίζοντας τον Τάμεση με καραβάκι).
Τότε λοιπόν τελειώνει και το προφορικό συμβόλαιο με τον Γκομέλσκι και ο Άντριου Όλντχαμ χρησιμοποιώντας την τεράστια αυτοπεποίθησή του και την οικονομική υποστήριξη του Έρικ Ήστον υπογράφει με το γκρουπ και αναλαμβάνει επίσημα μάνατζερ τους στις 28 Απριλίου του ’63.  Στο ρεπερτόριό τους την εποχή εκείνη υπήρχαν κομμάτια των Τσακ Μπέρρυ, Μπο Ντίντλεϋ, Τζίμυ Ρήντ και γενικότερα επιρροές από το blues και το rocknroll.  
Ο Ήστον αγοράζει τότε όλα τα ντέμο που είχαν ηχογραφήσει ως τότε στα στούντιο IBC και ηχογραφούν το πρώτο 45άρι τους στα «Olympic Studios” στις 10 Μαϊου του ’63 : «Come On”, ένα τραγούδι του Τσακ Μπέρυ, που δεν υπήρχε στο ρεπερτόριό τους στις ως τότε ζωντανές εμφανίσεις τους με φλιπσάιντ το «I Wanna be Loved» που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του ’63 στην «Decca”. Την ίδια χρονιά στις 29 Σεπτεμβρίου ξεκινά η πρώτη τουρνέ τους στην Αγγλία μαζί με τους Everly Brothers, Bo Diddley, Little Richard, Gene Vincent. Τον Απρίλιο του ’64 κυκλοφορεί το «παρθενικό» του ομώνυμο άλμπουμ και αμέσως μετά στις 3 Ιουνίου πατούν το πόδι τους στην Αμερική και ξεκινά η πρώτη τουρνέ τους εκεί. Όλα ξεκίνησαν έτσι   

ΟΙ STONES ΣΕ...4 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ       


Ο Κηθ Ρίτσαρντς αν και σήμερα είναι μια προσωποποίηση της κατάχρησης, αν τον δεις από κοντά δείχνει τόσο εύθραυστος και τόσο ανθρώπινος. Ασφαλώς το Jack Daniels του χρωστά πολλά μετά από τις τεράστιες ποσότητες που έχει καταναλώσει όλα αυτά τα χρόνια. Μήπως κυλά μέσα του το διάσημο ποτό του Τενεσί, αντί για αίμα ; Έδειξε πρόθυμος να υπογράψει το αυτόγραφο σε μια πρόσφατη φωτογραφία που του έδωσα μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο, όταν οι Rolling Stones έφτασαν στο αερόδρομιο του Ελληνικού για την συναυλία τους στην Αθήνα. Φυσικά δεν ήταν μαζί τους ο Τζάγγερ που έφτασε αργότερα με ιδιωτικό αεροπλάνο. Μαζί μου είχα, όχι τυχαία, μια φωτό του Μικ από τα 60’ ς και όχι πρόσφατη, για να δω τις αντιδράσεις του. Πραγματικά μόλις την είδε κούνησε το ένα χέρι του σα να έλεγε : «ζω το σήμερα και δεν μου λέει τίποτα μια παλιά φωτογραφία». Έτσι κατάλαβα. Η κίνηση μου βέβαια ήταν εκ του ασφαλούς γιατί είχα πάρει το αυτόγραφο από τον Κηθ που προτιμώ. Ο Μικ υπήρξε πάντα ευρηματικός, έδινε λύσεις, όπως και όταν το βράδυ που έφτασαν στην Αθήνα πήγε για λίγο στο κλαμπ που δινόταν πάρτι προς τιμή των Stones και «γείωσε» όλη την κοσμική Αθήνα που πήγε για να φωτογραφηθεί μαζί του με μια κίνηση ματ : κάθισε πίσω από το μπαρ και έκανε τον μπάρμαν ! Ατελείωτος.
Τελικά με τον Κηθ μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν. Δύο διαφορετικοί κόσμοι και ταυτόχρονα τόσο ίδιοι. Ο Κηθ όμως επειδή έγραψε στον ύπνο του τον ύμνο της δεκαετίας του ’60 και σήμα κατατεθέν τους δικαιούται να έχει λόγο στο αφιέρωμα αυτό για 4 σημαντικά στην πορεία τους τραγούδια όπως τα ανέλυσε στην ειδική έκδοση του περιοδικού «Uncut» που κυκλοφορεί με αφορμή τα 40 χρόνια Rolling Stones :         

«PAINΤ IT BLACK» : «Ένα τσιγγάνικο τραγούδι που είχα στο μυαλό μου, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς να το μεταχειριστεί έως ότου ο Μπιλ Γουάιμαν πήρε το κήμπορντ και βρήκε το ρουμάνικο, βουλγάρικο, ουγγαρέζικο μοτίβο...και εγώ είπα αυτό είναι gypsy. Όταν το ακούσαμε κάμποσες φορές και το δουλέψαμε στο στούντιο. Στην αρχή ήταν μπαλάντα. Ο Μπράιαν έπαιξε σιτάρ και εγώ κιθάρα και βγήκε ένας ήχος της ανατολής. Αυτός έπαιρνε οτιδήποτε όργανο και για δέκα-δεκαπέντε λεπτά το δούλευε και το έκανε σπουδαίο κομμάτι τέτοιο ταλέντο είχε. Αυτό έκανε και με τη μαρίμπα στο Under My Thumb. Ο Μπράιαν ήταν ένας άνθρωπος που και κουδούνια να έβλεπε μπροστά του θα έπαιζε κάτι καλό. Έτσι έκανε και με το σιτάρ και βγήκε το Paint it Black”.

«SATISFACTION» : «Δεν θυμάμαι πώς έγραψα το τραγούδι αυτό γιατί αυτό ήταν μια αλαμπουρνέζικη ιστορία. Ξύπνησα μέσα νύχτα και μέσα σε ένα τρελό όνειρο πήρα ένα μικρό κασετόφωνο, δίπλα στο κρεβάτι μου και έπιασα την κιθάρα με την οποία κοιμόμουν όταν ήμουν μόνος και ηχογράφησα για είκοσι δευτερόλεπτα το Satisfaction. Μετά κοιμήθηκα και όταν ξύπνησα η κασέτα είχε τελειώσει. Γύρισα την κασέτα στην αρχή και άκουσα...I cant get no satisfaction. Μετά ακουγόταν για σαράντα λεπτά ένα ροχαλητό. Μετά κατάλαβα τι συνέβη. Στον ύπνο σου είναι ο πιο εύκολος τρόπος να γράψεις ένα τραγούδι. Μετά από μία ή δύο μέρες πήγαμε στο Λος Άντζελες για ηχογράφηση. Μήπως κάναμε το Aftermath ; Μας ζήτησαν ένα τραγούδι ακόμη για να συμπληρωθεί ο δίσκος. Είπα λοιπόν ότι έχω αυτό το πραγματάκι. Σκέφτηκα ότι μάλλον δεν κάνει για το άλμπουμ. Μια εβδομάδα μετά το Satisfaction έπαιζε στο ραδιόφωνο και εγώ βρίσκομαι στην Ομάχα. Τους έβριζα. Πώς βάλατε μπάσταρδοι το τραγούδι αυτό. Δεν είναι έτοιμο, είναι μόνο dub. Στο μεταξύ το τραγούδι έγινε νούμερο ένα και μου έλεγαν...σκάσε».

«SYMPATHY FOR THE DEVIL» : “Κάναμε αυτό το τραγούδι παίζοντας όλους τους ρυθμούς που μπορείς να φανταστείς. Στην αρχή ήταν ένα φολκ τραγούδι και βγήκε σαν σάμπα. Αυτό ήταν μια ενδιαφέρουσα άσκηση, η οποία δείχνει πόσο ελαστικό μπορεί να είναι ένα τραγούδι. Αυτό το τραγούδι δεν ήταν το μοναδικό που έπρεπε αρχικά να ήταν μπαλάντα και στο τέλος βγήκε σαν το καλύτερο ροκ τραγούδι. Στην αρχή έμοιαζε με τραγούδι του Ντύλαν. Ένα τραγούδι θεωρείται καλό όταν μπορείς να το παίξεις σε δεκαπέντε διαφορετικά στυλ. Αν είναι μαλακό συνήθως αυτό σημαίνει ότι έχει τον απαραίτητο χυμό να είναι ενδιαφέρον. Σαρανταπέντε εκδοχές του Start me Up ήταν ρέγγε και μετά βαρεθήκαμε και το κάναμε ροκ’ν’ρολ και πάλι γυρίσαμε σε άλλες τριάντα ρέγγε εκδοχές και ξεχάσαμε την ροκ’ν’ρολ εκδοχή μέχρι την στιγμή που την βρήκαμε γύρω στο 1980. Τότε είπα : αυτό είναι».
 
«STREET FIGHITING MAN» : «Και αυτό πρωτογράφτηκε σε μικρό κασετόφωνο. Ένα ακουστικό κομμάτι. Το μοναδικό ηλεκτρικό όργανο σε αυτό ήταν το μπάσο. Κατάλαβα ότι υπάρχουν πράγματα που μπορείς να κάνεις με την ακουστική κιθάρα και δεν μπορείς να τα κάνεις με την ηλεκτρική. Χρησιμοποιούσα την κασέτα σαν πικ-απ. Το κέφι που είχα όταν έγραφα αυτό το τραγούδι...Έμενα τότε στο Λονδίνο γύρω στο ’68 -’69. Επικρατούσε ένα περίεργο κέφι στην πόλη. Εκεί έγραψα και το Gimme Shelter. Είχε σχεδόν το ίδιο σκελετό. Καθρέφτιζε το Λονδίνο της εποχής εκείνης. Έμεινα στο κέντρο της πόλης, στην οδό Mount Street. Υπήρχε κάτι αστείο στην ατμόσφαιρα και εμείς ήμασταν στον κόσμο μας. Νομίζω ότι οι στίχοι ήταν κατά τρία-τέταρτα του Μικ και το ένα-τέταρτο δικοί μου. Συνήθως με αυτά τα τραγούδια τον έπαιρνα τηλέφωνο και του τα τραγουδούσα και του έδινα το πλαίσιο να δουλέψει πάνω σε αυτό. Ταυτόχρονα δούλευα σε άλλα τραγούδια, ενώ αυτός γέμιζε τα κενά. Αυτό ήταν το σενάριό μας. Ο Μικ ερχόταν την επόμενη μέρα και ρωτούσε. αν ταιριάζει αυτό και εγώ του έλεγα είναι σπουδαίο».         
   

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ        

Μετά από 26 ολόκληρες ώρες ταξιδιού με το τρένο κοντέψαμε να ξεχάσουμε τον προορισμό μας. Αθήνα-Ζάγκρεμπ κατακαλόκαιρο. Πόθος για τους Rolling Stones. Η συναυλία τους στην Αθήνα δεν είχε οριστικοποιηθεί και αυτή στο Ζάγκρεμπ αρχικά ακυρώθηκε λόγω ατυχήματος του Κηθ Ρίτσαρντς και μετατέθηκε για την Πέμπτη 20 Αυγούστου’98. Ποτέ κανείς δεν είναι σίγουρος μαζί τους. Ο φόβος μην δεν τους δούμε ποτέ με πήγε εκεί κάτω από άθλιες συνθήκες ταξιδιού Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι και Βελιγράδι-Ζάγκρεμπ μαζί με τον αεικίνητο πάντα φωτογράφο Γιάννη Κανελλόπουλο. Όταν πρόκειται μόνο για την μπάντα αυτή δεν νοιάζει κανένα το οικονομικό όφελος του ταξιδιού γι’ αυτό άλλωστε διαβάζετε τώρα τι έγινε εκεί.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ζάγκρεμπ και ενώ η βροχή όλο δυναμώνει κάποιοι Κροάτες στους διαδρόμους του τρένου τραγουδούν «Miss You». Η ώρα ήταν 6 και 20 το απόγευμα. Βομβαρδισμένα και γαζωμένα από σφαίρες κτίρια, απομεινάρια του πολέμου. Μύριζε μπαρούτι και όσο φτάναμε όλο και περισσότεροι ανέβαιναν στο τρένο. Όλα τα βαγόνια ήταν γεμάτα παιδιά που έρχονταν από τα γειτονικά χωριά για να δουν τους Stones για πρώτη φορά, όπως κι εμείς. Η Λιλιάνα, ο Φράνκο, ο Σλάτζα παρ’ότι ζούσαν 200 χιλιόμετρα έξω από την πόλη πήγαιναν εκεί για πρώτη φορά. Το ίδιο και οι τρεις πανέμορφες κοπελιές που βρήκαμε στο βαγόνι μας λίγο πριν πατήσουμε το πόδι μας στο Ζάγκρεμπ. Και εγώ για πρώτη φορά βρέθηκα να παίζω μαζί τους κουμ-καν για την παρέα. Ένας κεραυνός «έσκισε» τον ουρανό στο βάθος μιας ακόμα απέραντης φυτείας καλαμποκιού.      
Γραμμή για το «Intercontinental" της πόλης, λίγες ώρες πριν την συναυλία. Μας περίμεναν τα εισιτήρια μας κατόπιν της διευκόλυνσης του Χρήστου Καρυώτη από την από την Virgin. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ένα πούλμαν στην είσοδο, υποψία για εμφάνιση των Stones, λίγοι φωτορεπόρτερς, ακόμη λιγότεροι φανς στην είσοδο. «Ορίστε τα εισιτήρια σας» ακούστηκε ο ρεσεψιονίστ. Γράφουν 28 Μαΐου, την αρχική ημερομηνία. Επιτέλους κρατώ τα «μαγικά χαρτάκια» στα χέρια και ξάφνου δύο αεράτοι Stones περνούν από δίπλα. Ο Κηθ Ρίτσαρντς, ντυμένος στα μαύρα με μαύρο γυαλί και από πίσω ο Ρον Γουντ με την σύζυγό του Τζο και την κόρη του. «Γιάννη, τσίμπα με». Ο Κηθ υπογράφει ένα αυτόγραφο και μπαίνουν βιαστικά στο πουλμανάκι που ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο του ξενοδοχείου. Προλαβαίνω να τους βγάλω δύο φωτογραφίες και να τους πω «Stones I love you" κοιτώντας τον Κηθ καθισμένο στο παράθυρο. Όλα τέλεια. Η αποζημίωση για τις άθλιες συνθήκες ταξιδιού...
Η συνέχεια στο Ιπποδρόμιο του Ζάγκρεμπ με το τραμ. Ένα τεράστιο καταπράσινο πάρκο, έτοιμο να υποδεχθεί 80.000 κόσμο που πλήρωσε 200 κούνες, περίπου 10.000 δρχ. για να τους δει για πρώτη φορά στο μεγαλύτερο μουσικό γεγονός που συνέβη ποτέ εκεί. Η αμοιβή τους 600.000 μάρκα (περίπου 1 δις) και το 75% άνω των 50.000 εισιτηρίων, σύμφωνα με τις εφημερίδες, όπου ο Τζάγγερ εμφανιζόταν αγριεμένος στην άφιξη με τους φωτογράφους. Η βροχή σταμάτησε, αλλά τα σύννεφα πάντα απειλητικά. Ποιός νοιαζόταν όμως. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί από νωρίς. Τρεις κοπελιές χίπισσες παίζουν κιθάρα καθισμένες στο στο πάρκο. Ο Γιάννης στοιχημάτιζε ότι ήταν οι ίδιες που είδε λίγες μέρες μετά στα Εξάρχεια. Βγήκαν οι Big Country στις 8.15 σαν support και ενθουσίασαν τον κόσμο για μισή ώρα.   
 Ένα χαρούμενο «τρένο» μάλλον Κροατών χοροπηδάει πιασμένοι ο ένας από την μέση του άλλου και όταν περνούν τραγουδώντας από μπροστά μου διαπιστώνω ότι στο πέρασμα τους λείπουν οι βαλίτσες μας και το οι τσάντες με τα φωτογραφικά εργαλεία του Γιάννη που είχε πάει για φωτογράφηση. Αμάν. Τους κυνηγώ, τους ταρακουνώ και τις παρατάνε κάτω. Ουφ ! Όλα είναι εντάξει. Εγώ, οι βαλίτσες, η αγωνία μου και ένας χώρος ασφυκτικά γεμάτος και δύο τεράστιοι διάδρομοι επί της γιγαντιαίας σκηνής που είδαμε και στην Αθήνα, προάγγελος των χιλιομέτρων που θα διάνυε ο Τζάγγερ. Τι ωραία ! Δέκα παρά τέταρτο εμφανίστηκαν, μόλις 15 λεπτά καθυστερημένοι. Τζέντλεμεν. Ξεκίνησαν με το πιο πιθανό encore τους, το «Satisfaction». Πάντα απρόβλεπτοι. Η συναυλία τους δεν διέφερε πολύ από αυτή που σας είχα περιγράψει στην Αθήνα μέσα από τις στήλες της «Β». Ο Τζάγγερ φορούσε μαύρο αλήτικο-κακόγουστο δερμάτινο και μια μακριά κίτρινη μαντήλα, αντί ροζ πουκάμισο στην Αθήνα. Οι οπαδοί τους εκεί ψήφισαν στο ίντερνετ, αγαπημένο κομμάτι, το «Time is on my Side”, αντί το «Shes a Rainbow” την προτίμηση των Ελλήνων. Το έπαιξαν με ευχαρίστηση ευχαριστώντας το κοινό. Στις 10.30 άρχισε η βροχή. Έκανε ζέστη και δροσιζόμασταν. Η οργάνωση προέβλεψε τη βροχή και δεν υπήρχε πρόβλημα. Άλλωστε οι Stones από μόνοι τους είναι αδιάβροχοι. Στην σκηνή που τους έβγαλε μέσα στον κόσμο, όπως και στην Αθήνα, έπαιξαν ένα καλύτερο απ’ ότι εδώ σετ με δυνατή βροχή και τα «Little Quennie» (Τσακ Μπέρρυ), “Under My Thumb” (δυστυχώς δεν το ακούσαμε στην Αθήνα) και «Anybody Seen My Baby”. Επιστροφή στη σκηνή και η εισαγωγή κρουστών προαναγγέλλει το «Sympathy for the Devil”. Η βροχή σταματά.Τα πνευστά «ουρλιάζουν», η «μαύρη θεά» Λίζα Φίσερ και πρώην σόου-γούμαν του Πρινς, κινείται με πονηρές διαθέσεις στη μεριά του Μικ που γρατζουνά ανυποψίαστος την ακουστική κιθάρα του και φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία να της χαϊδέψει τις υπέροχες γάμπες, να της βγάλει με αργές κινήσεις το δεξί παπούτσι και να της γλύφει με μανία το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού της. Τα πλούσια μαύρα μαλλιά της ανέμιζαν, το σώμα της λικνιζόταν και η μπάντα έπαιζε το «Miss You". Φινάλε φωτιά : «Srart Me Up», «Tumbling Dice», «Honky Tonk Women», «Jumpin’ Jack Flash». Καληνύχτα με το «Brown Sugar». Άλλη μια νύχτα οι Rolling Stones έμειναν αδιάβροχοι στο μύθο τους.
 Όσο για μας η νύχτα ήταν «μούσκεμα» και ευτυχώς μια ευγενική παρέα δύο κοριτσιών και ενός αγοριού, αν και είχαν να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα γιατί ζούσαν εκτός Ζάγκρεμπ, μας βρήκαν ξενοδοχείο με ελεύθερο δωμάτιο να μείνουμε-ήταν δυσεύρετα λόγω ημέρας- μάλιστα προσφέρθηκαν οι ίδιοι, δείγμα άψογης φιλοξενίας και ευγένειας από πλευράς Κροατών που με έκανε να ξεχάσω το περιστατικό με την παραλίγο κλοπή των βαλιτσών. Αυτό που δεν θα ξεχάσω όμως είναι ότι οι «φίλοι» μας οι Σέρβοι μας κατέκλεψαν ζητώντας 72 δολάρια για να περάσουμε τα σύνορα γιατί όπως ισχυρίστηκαν χρειαζόμασταν νέα βίζα, ενώ η βίζα που βγάλαμε στην Αθήνα μας έδινε αβάντα 3 μήνες ακόμη ! Δεν ξέρουν και αγγλικά, πέταξαν ένα «nouveau visa” και άντε να συνεννοηθείς, φόβος μη φύγει και το τρένο, αλλά και το ελληνικό δαιμόνιο - καθάρισε ο Κανελλόπουλος - να δώσουμε ένα-δυο χιλιάρικα στις εξωγήινες πραγματικά γυναίκες που μας παρέπεμψαν να πληρώσουμε το πρόστιμο και μας κοιτούσαν χαζά χωρίς να μας λένε τι πρέπει να κάνουμε. Στη λίστα τους με αναλυτική καταγραφή των αντιστοιχιών των ξένων νομισμάτων δεν υπήρχε το χιλιάρικο, τους δώσαμε και κάτι σελήνια, κάτι έτσι και κάτι αλλιώς και την βολέψαμε. Αυτές μας έδωσαν μια απόδειξη που αντί για ποσό 72 δολαρίων, έγραφε το ευτελές 300 δηνάρια. Κλέβουν τους τουρίστες και με το νόμο. Μια αληθινή rocknroll ιστορία....




 
        
 ΜΙΑ ΣΥΝΈΝΤΕΥΞΗ  


Ένα μικρό απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσαν για τον δίσκο τους «Bridges of Babylon» στον Πολ Σέξτον. Ένα δίσκο που δούλεψαν σε τέσσερα διαφορετικά δωμάτια.  
-Πόσο σημαντικός είναι ο Τσάρλυ Γουώτς στην επιτυχία των ηχογραφήσεων των Rolling Stones ;
Κηθ : «Σου φτιάχνει το κέφι όταν παίζεις μαζί του. Γίνεται όλο και καλύτερος με λιγότερες προσπάθειες. Τόσο εύκολα σαν να πίνει τσάι. Θαυμάζω τέτοιους μουσικούς που παίζουν έτσι».
-Ρόνι μπορείς να περιγράψεις τη σχέση σου με τον Κηθ στο στούντιο και στην σκηνή;
«Ο ένας ξέρει πότε να παίξει και ο άλλος πότε να σταματήσει και το αντίθετο».
-Γιατί συνεχίζεται να είστε Rolling Stones ;
 Μικ : «Συνήθως ο κόσμος λέει αν είχαμε πολλά λεφτά δεν θα δουλεύαμε...Προσπαθώ και εγώ να εξηγήσω το γιατί. Είναι μια δύσκολη δουλειά αλλά σε επιβραβεύει. Αυτή η δουλειά δεν είναι κάτι που γίνεται καθημερινά, αλλά επαναλαμβάνεται και είναι αναζωογονητική».     

-Κηθ : «Περιέχει πολύ νοσταλγία μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Αν δεν το κάνεις θα τρελαθείς. Η μεγαλύτερή μας χαρά είναι να κάνουμε καινούργια τραγούδια. Κανείς δεν θέλει να κατέβει από το λεωφορείο όταν αυτό συνεχίζει να πηγαίνει...». 

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ROCK - ΑΦΙΕΡΩΜΑ του Γιάννη Αλεξίου


 ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ROCK - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ




















































          1965-2015 : 50 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ


                             

Του Γιάννη Αλεξίου / jalexiou67@gmail.com


 Rock made in Greece. Πονεμένη ιστορία. Τις μέρες αυτές 50αρίζει ! Οι μουσικοί που το υπερασπίστηκαν και επιμένουν πέρασαν μια ζωή δύσκολη ή «πενήντα χρόνια τράβηγμα», όπως μου είπε χαρακτηριστικά ένας «παθών». Ωστόσο η ροκ μουσική άνθισε στην Ελλάδα και χαρακτηρίζει σε ένα παράλληλο, μα όχι πια τόσο μοναχικό, τρόπο ζωής, μια κουλτούρα που έβαλε τη στάμπα της σε κάθε δεκαετία. Η ροκ μουσική αποτελεί πάντα μια διεθνή γλώσσα και φέρνει εκατομμύρια νέους πιο κοντά δημιουργώντας ισχυρές φιλίες. 
  Ο εναλλακτικός κόσμος, της ροκ στην Ελλάδα, μουσική παντός καιρού, κλείνει ένα σημαντικό κύκλο 50 ετών από την ίδρυση των M.G.C. το 1965 μέχρι την σύσταση των Film, Sigmatropic, την σόλο πορεία των Γιάννη Αγγελάκα και Παύλου Παυλίδη, τους Empty Frame, Jane Doe και τους Playground Theory. Παρ’ ότι το λεγόμενο ελληνικό ροκ πέρασε περιόδους που οι ιθύνοντες της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας είχαν καιροσκοπική διάθεση απέναντί του, η δυναμική του παραμένει χαλκέντερη.
Αν και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν γερή εγχώρια ροκ σκηνή, όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ρωσία και φυσικά η Αγγλία. Στην Ελλάδα κυριαρχεί το σύνδρομο του κόμπλεξ που έχει φιμώσει μεγάλα ταλέντα, που περιορίστηκαν σε ένα ή δύο δίσκους. Σπάνια θα αναφερθεί κανείς σε επιρροές ροκ ελληνικών συγκροτημάτων λες και όλοι αυτοί που θέλουν να γίνουν η φωνή της επόμενης γενιάς είναι ουρανοκατέβατοι. Αναφορές σε ονόματα όπως Poll, Socrates, Πουλικάκος, Πελόμα Μποκιού, Σταύρος Λογαρίδης, Γιώργος Ρωμανός, σπανίως γίνονται. Μα γιατί να θυμόμαστε το λεγόμενο ελληνικό ροκ ; Για χίλιους και δύο λόγους…
«…Νέος ή γέρος δεν υπάρχει διαφορά…» τραγούδησαν τη δεκαετία του ’70 οι Εξαδάκτυλος στέλνοντας το δικό τους μήνυμα, με την ορμή των εφηβικών τους χρόνων. Το Ελληνικό Ροκ ενηλικιώθηκε και 50άρησε πια.  Υπάρχουν αρκετοί σοβαροί λόγοι που έκαναν όλα αυτά τα συγκροτήματα να εκφραστούν καλλιτεχνικά μέσα από πολλές δύσκολες καταστάσεις σε μια χώρα που η ροκ μουσική ήταν πάντα παρεξηγημένη, όπως και όσοι ανακατεύτηκαν με αυτή την ιστορία. Για τους περισσότερους όλη αυτή η ιστορία φαντάζει σαν τραβάτε με κι ας κλαίω…

                              
                                                  Το ξεκίνημα

Ήταν το 1965, όταν ο πιανίστας Δημήτρης Πολύτιμος μαζί με μια παρέα μουσικών, που βαφτίστηκαν από τον κωμικό Ντίνο Ηλιόπουλο M.G.C. (Modern Greek Combo) σηματοδότησαν την αφετηρία της ελληνικής ροκ σκηνής. Δύο χρόνια μετά ο τότε μπασίστας Δημήτρης Πουλικάκος με την προτροπή του Πολύτιμου ανέλαβε τραγουδιστής του συγκροτήματος μετά την συναυλία των Rollling Stones στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1967. Οι M.G.C. ήταν το απόλυτο ροκ συγκρότημα του ’60 που έκανε ν’ ακουστεί για πρώτη φορά ο ήχος του Jimi Hendrix, των Cream, των Butterfield Blues Band, στην Ελλάδα, γνωρίζοντας μεγάλη αποδοχή από τους Έλληνες τηνέιτζερς.


 Ψαγμένος ήταν επίσης ο ήχος των We Five με τους Ντέμη Ρούσσο, Μάκη Σαλιάρη, Λάκη Βλαβιανό, Αλέκο Καρακαντά, Σπύρο Μεταξά, ξεφεύγοντας από το γλυκανάλατο κλίμα της εποχής. Από τότε μπήκε το νερό στ’ αυλάκι…
Ο σχηματισμός των Poll το 1970 έφερε την άνοιξη στο ελληνικό ροκ, με την τεράστια απήχησή τους. Μια παρέα μουσικών με χίπικες και χριστιανικές επιρροές τραγούδησαν «Άνθρωπε αγάπα τη φωτιά σταμάτα και τη δύναμή σου δώστε στο φιλί σου…» με ένα ήχο πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα με κιθάρες, έγχορδα, υπέροχες φωνές από τους Σταύρο Λογαρίδη, Κώστα Τουρνά, Ρόμπερτ Γούιλλιαμς, σε ένα κλίμα φολκ-ροκ. Η τεράστια επιτυχία των πιτσιρικάδων 16-18 ετών, άνοιξε την όρεξη των δισκογραφικών εταιριών και έδωσε βήμα σε αμέτρητα συγκροτήματα να ηχογραφήσουν τη δουλειά τους. Κάτι αντίστοιχο συνέβη αργότερα στη δεκαετία του ’90, με τα Ξύλινα Σπαθιά και τις Τρύπες που δημιούργησαν μια ολόκληρη σχολή με πολλούς μιμητές, αλλά κανέναν καλύτερό τους. Στο κλίμα των Poll και με φωνητικά flower-power κινήθηκαν και οι Νοστράδαμος εμπλουτίζοντας τον ήχο της εποχής.

                                                 Δεκαετία ’70

 Εκεί κάπου στα τέλη του ’60, μια άλλη παρέα αρχίζει να γράφει ιστορία.
Η μεγάλη κιθάρα της ροκ, ο Γιάννης Σπάθας και ο ευφυής μπασίστας και τραγουδιστής Αντώνης Τουρκογιώργης, συμμαθητές στο γυμνάσιο του Πειραιά, παθαίνουν πλάκα με τον Hendrix, που γίνεται αιτία να σχηματίσουν αρχικά τους ελληνόφωνους Persons και αργότερα με αλλαγές στην σύνθεσή τους να βγουν ως τρίο και με την προσθήκη του Ηλία Μπουκουβάλα στα τύμπανα και να δημιουργήσουν τους αγγλόφωνους Socrates Drank The Conium. Ένα γκρουπ που μέχρι σήμερα μαγνητίζει τους ροκάδες κάθε ηλικιών. Οι Socrates, όλα αυτά τα χρόνια έχουν κάνουν σπουδή στα κομμάτια που παίζουν, με την προσθήκη νέων ταλαντούχων μουσικών. Ασφαλώς κάθονται στο βάθρο του μεγαλύτερου ελληνικού ροκ συγκροτήματος με δισκογραφία που αριθμεί 8 υπέροχα άλμπουμ, ενώ έχουν σχεδόν έτοιμο και το καινούργιο υλικό τους με τραγούδια όπως το «Crack in the mirror» που ξεχωρίζει ο Γ. Σπάθας. 


Οι Πελόμα Μποκιού με τη δική τους ξεχωριστή παρουσία έφεραν τον ήχο των Santana και των Traffic στην Ελλάδα, και αποτελούσαν μαζί με τους Poll, τους Εξάδακτυλος και τους Socrates το μεγάλο «τετράγωνο» της Αθήνας, παίζοντας καθημερινά σε κλαμπ δικά τους τραγούδια και ξένες διασκευές που ταυτόχρονα τα πρωτοπαρουσίαζαν στη χώρα μας. 


Η μεγάλη φωνή της ροκ, ο Σταύρος Λογαρίδης, σπάνιο ταλέντο, που στα 16 του χρόνια, ήρθε στην Αθήνα από την Πόλη, τελειόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, μ’ ένα βραβείο τραγουδιού – του πρώτου αγγλόφωνου τουρκικού γκρουπ, τους Sphinx, που κέρδισε στο ετήσιο μεγάλο διαγωνισμό της εφημερίδας Χουριέτ, τραγουδώντας Beatles. Μετά τους Poll, ο Λογαρίδης, σχημάτισε το περιστασιακό σχήμα των Ακρίτας στην πρώτη άτυπη ροκ όπερα για την οποία έγραψε τους στίχους ο σκηνοθέτης του «Ρεμπέτικου» Κώστας Φέρρης. Μετά ακολούθησε σόλο πορεία και ο πρώτος σόλο δίσκο του ήταν μια παραγωγή του Γιάννη Πετρίδη, με την συμμετοχή σημαντικών σολιστών. Η συνεχής ενασχόληση του με τα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας υπήρξε όπλο της εξέλιξής του σαν μουσικός. Η διαμάχη του με το Βαγγέλη Παπαθανασίου για το Όσκαρ που κέρδισε ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητας της μουσικής του Στ. Λογαρίδη στην «Μενεξεδένια Πολιτεία», έφερε το όνομά του Λογαρίδη στο βιβλίο Γκίνες ! Από τους τελευταίους εκείνης της γενιάς που είχε ποιοτική και συχνή παρουσία στη δισκογραφία.


Τα πράγματα στη δεκαετία του ’70 ήταν πιο άγρια. Η χούντα ανάγκασε πολλά σχήματα σε πρόωρο φινάλε με τα διάφορα πεσίματα που έκανε τότε και έτσι πολλοί μουσικοί αναγκάστηκαν να την «κάνουν» στο εξωτερικό, με προτίμηση τη Γαλλία. Εκεί υπήρχε εύφορο έδαφος από την επιτυχία των Aphrodites Child. Για καλή τους τύχη η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών και τα γεγονότα του Μάη του ’68 δεν τους επέτρεψαν να φθάσουν στον προορισμό τους. Εκμεταλλευόμενοι το φίμωμα των καλλιτεχνών από το ραδιόφωνο, τραγούδησαν αυτοί, με μοναδικό τρόπο, την διασκευή του «Rain and Tears» και τους έμαθε όλος ο κόσμος. Στο απόγειο τους έβγαλαν το διπλό άλμπουμ τους «666», το 1974, που ως σήμερα θεωρείτε από τα σπουδαιότερα της progressive rock σε παγκόσμιο επίπεδο.
 Εκεί λοιπόν στη Γαλλία μαζεύτηκαν πολλοί, έγιναν καλλιτεχνικές ζυμώσεις, παραγωγές και συνεργασίες που δεν οδήγησαν πουθενά, ενώ στην Ελλάδα η κατάσταση έγινε φτωχότερη, ιδιαίτερα μετά την μεταπολίτευση, όταν το πολιτικό τραγούδι έπνιξε το ελληνικό ροκ, και οι μεγάλοι Έλληνες συνθέτες, το απομόνωσαν επιμελώς για να καρπωθούν εκείνοι τη δίψα του κόσμου για μουσική. Ο απολογισμός πολλά μουσικά πρωινά, κυρίως σε κινηματογράφους, και ροκ βραδιές στο Κύτταρο.


Τη δεκαετία αυτή σημάδεψε η φιγούρα του Παύλου Σιδηρόπουλου, που αποτελεί μέχρι σήμερα σύμβολο αυθεντικότητας για πολλούς νέους. Δυστυχώς εγκλωβίστηκε στο στενό του κόσμο και δεν είναι σήμερα κοντά μας. Η στιχουργική του προσέγγιση ήταν σαφώς επηρεασμένη από το πάθος του και ίσως θα μπορούσε να δώσει πολλά περισσότερα, μα ήταν εκεί. Δεν υπήρξε μεγάλος τραγουδιστής, αλλά ασκούσε μεγάλη επιρροή πάντα σε όσους γοητεύονταν από την παρουσία του. Είπε αλήθειες για την ελληνική πραγματικότητα και τραγουδήθηκε, ίσως, όσο κανείς άλλος Έλληνας ρόκερ. Χάθηκε την ίδια μέρα που έδινε συναυλία ο Robert Plant, η φωνή των Led Zeppelin, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, το 1990. 

Ο Δημήτρης Πουλικάκος, μια πολύπλευρη καλλιτεχνική φιγούρα, με πεδίο στη μουσική, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία συρρίκνωσε όλο το ταλέντο του σε ένα δίσκο – σταθμό στο ελληνικό ροκ, το «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος», που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1976, προχωρημένη παραγωγή στην εποχή της. Ο «Θείος Νώντας», όπως ήταν γνωστός και από τις θρυλικές ραδιοφωνικές εκπομπές του στην ελληνική ραδιοφωνία. Υπήρξε η επιδραστικότερη μορφή για αρκετούς που ήταν μέσα στην μουσική. Οι επιρροές του από τους Frank Zappa, Captain Beefheart, Rolling Stones, Cream, Muddy Waters, έβγαλαν κάτι εντελώς προσωπικό, που έγραψε. Κρίμα που δεν έβγαλε περισσότερους δίσκους. Μέχρι σήμερα «οργώνει» την Ελλάδα, παρέα με τον λόγιο ρόκερ Πολύτιμο, συνεργάτη του Πουλίκα, όσο θυμάται τον εαυτό του μουσικό.

Οι φιγούρες της ελληνικής ροκ σκηνής ήταν αρκετές. Ο Τζίμης ο Βατικιώτης, ένας φλογερός κιθαρίστας, που βγήκε την εποχή των Dire Straits και σχημάτισε το εκρηκτικό τρίο των S.O.S. (από το Sultans Of Swing) στα τέλη του ’70 με τους Τάσο Φωτοδήμο και Χρήστο Χήρα και οι τουρίστες πάθαιναν πλάκα με το παίξιμό του στην Πλάκα. Ήταν ο πρώτος που απαίτησε και πήρε τότε μεροκάματο ένα χιλιάρικο. Μετοίκησε στην Αγγλία, όπου ζει μέχρι σήμερα. Στις μεγάλες κιθάρες της ροκ συγκαταλέγεται ο Δήμης Παπαχρήστου, που έπαιξε πολλά και διαφορετικά πράγματα, όσο κανένας άλλος, και ήταν παρών σε όλες τα ροκ προσκλητήρια. Επίσης ο Αλέκος Καρακαντάς, που το ατύχημα με τους Juniors, τον έκανε να αφήσει την κιθάρα, πρόωρα.

                                                     Δεκαετία ’80

Η δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από τον σχηματισμό αρκετών new wave και punk συγκροτημάτων στο κλίμα της εποχής, με γκρουπ όπως οι Sharp Ties, T.V.C., Apocalypsis, που είχαν το δικό τους κοινό. Κάποιες φορές δεν ήταν αποδεκτοί από το σκληροπυρηνικό ροκ κοινό που είχε μπολιαστεί με τον ήχο των 70’ς. Στη δεκαετία αυτή έβαλαν τη σφραγίδα τους οι Μουσικές Ταξιαρχίες με το φαινόμενο Τζίμης Πανούσης, που λογοκρίθηκε ο πρώτος δίσκος τους το 1982, ενώ τα τραγούδια του είχαν ήδη γνωστά από τις επεισοδιακές συναυλίες του ανά την Ελλάδα, αλλά και την παράνομη κασέτα που κυκλοφορούσε χέρι με  χέρι στις ζωντανές εμφανίσεις τους στην Πλάκα. Την έβρισκε κανείς σε μικροπωλητές στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μια καθαρά αντι-εξουσιαστική μπάντα μαγνήτισε το ενδιαφέρον εξελίσσοντας την υπόθεση rock'n'roll. Ο Πανούσης είναι σήμερα ο ρόκερ που μαζεύει περισσότερο κόσμο με πικάντικα οπτικο-ακουστικά σόου και αρκετή φαντασία, αλλά και με το κριτικό πνεύμα που πάντα τον διέκρινε. Παράλληλα είναι ενδιαφέρουσα η βιβλιογραφία του. Οι Μουσικές Ταξιαρχίες έγιναν γνωστοί από τις εκκεντρικές εμφανίσεις τους στο «Skylamb» στην Πλάκα, περιοχή που έσφυζε από τις ζωντανές εμφανίσεις ροκ συγκροτημάτων τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές του ’80.  Το κλείσιμο των μαγαζιών στην Πλάκα, μετά από απόφαση της τότε υπουργού πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, ήταν ακόμη ένα χτύπημα στην ελληνική ροκ σκηνή, καθώς εκεί μπορούσε κανείς να διαλέξει το γκρουπ που προτιμούσε και να το δει ζωντανά κάθε βράδυ.

Ήταν η εποχή που ξεπετάχθηκαν και οι Φατμέ του Νίκου Πορτοκάλογλου, που μέσα σε ένα κλίμα φθοράς και αφθαρσίας για το ελληνικό ροκ, δεν δήλωναν ροκ, μα στους τοίχους γράφονταν με μαύρο μαρκαδόρο Φατμέ με Α σε κύκλο. Ο «Άσωτος Υιός» έγινε ο ύμνος των απανταχού «παραστρατημένων» νέων και όσων σκέφτονταν να μπουν στο…κλαμπ. Τελικά ο Πορτοκάλογλου κατάφερε να ενταχθεί στην ελληνική πραγματικότητα απλώνοντας το χέρι σε πολλούς λαϊκούς, μα κρατώντας την μοναδικότητά του και στον ήχο και στην παρουσία του.
Στη δεκαετία του ’80 έως το ’00 έγραψαν τη δική τους ιστορία συγκροτήματα στο χώρο του new wave, punk rock και hard core. Τα ονόματα που ξεχώρισαν για τους δικούς τους λόγους το καθένα και την πρωτοπορία τους είναι με χρονολογική σειρά : Stress, Apocalypsis, Sharp Ties, T.V.C, Metro Decay, Soldiers of Anarchy, Panx Romana, Chaos Generation και μετά Γενιά του Χάους, Χωρίς Περιδέραιο, Παρθενογέννεσις, Κουμπότρυπες Α.Ε.,Villa 21, Γκρόβερ, Αδιέξοδο, Anti - Troppau Council, Last Drive, Metro Decay, X-Mandarina Duck, Stress, Αρνάκια, No Mans Land, Αντίδραση, Γκούλαγκ, Lost Bodies, Πίσσα και Πούπουλα, Deus Ex Machina, Blue Light, Ρήγμα, Διατάραξη (αρχικά Αδιέξοδος), Σκιές, Terminal Curve, Ολέθριο Ρήγμα (από μέλη των Όλεθρος και Ρήγμα), Τσοπάνα Rave κ.α. 
Επίσης : Pete and Royce, Αέρα Πατέρα, Magic de Spell, Closer, The Flowers of  Romance, Illusion Fades, Honeydive, Common Sense, Cosmic Teds, De Traces, The Dirty Saints, Nightstalker, Red Mist, Vice Viersa, Wasteland, Ziggy Was, Make Believe, Στίγμα ’90, Στέρεο Νόβα. Στο χώρο του blues ξεχωρίζουν : Athens Blues Band, Blues Family, Drifrting Around, Blues Gang, Blues Wire, Nick Dounousis, Hot Organic Trio, Blues Cargo κ.α.                                                                                                                      

                                                Δεκαετία ’90

  Στη δεκαετία του ’90 η ελληνική ροκ σκηνή έχει σημαία τις Τρύπες του Γιάννη Αγγελάκα – που είχαν κυκλοφορήσει ήδη δύο δίσκους το 1985 και 1987 και εκτοξεύεται η φήμη τους με το τρίτο άλμπουμ τους «Τρύπες στον Παράδεισο» το 1990 - και τα Ξύλινα Σπαθιά που εμφανίζονται το 1993 με το δίσκο «Ξεσσαλονίκη» και γίνονται ευρύτερα γνωστοί με το δεύτερο άλμπουμ τους «Πέρα απ’ τις Πόλεις της Ασφάλτου» το 1995, με τα space φωνητικά του Παύλου Παυλίδη. Ένα αυτόφωτο ταλέντο που μπορεί και μόνος του, όπως απέδειξε ο η σόλο πορεία του που ξεκίνησε το 2004 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τη ροκ κοινότητα.

 Στην δεκαετία αυτή σχηματίστηκε στην Αθήνα και ένα συγκρότημα που εξέλιξε τον ήχο της ελληνικής ροκ, χωρίς να έχει την απήχηση, των δύο παραπάνω γκρουπ, με ενδελεχή πορεία στην μουσική. Ήταν οι Ενδελέχεια του Δημήτρη Μητσοτάκη, ενός χαμηλόφωνου και ταυτόχρονα πολύπλευρου καλλιτέχνη (συνθέτης, στιχουργός, ντράμερ και συγγραφέας). Ψαγμένος εναλλακτικός και ποικίλος ήχος. Το γκρουπ μέχρι τη διάλυσή του κράτησε ένα επίπεδο ποιότητας στην σύνθεση, το στίχο και την εν γένει παρουσία του. 

Επίσης ξεχωρίζει το νέο-ρομαντικό σχήμα Διάφανα Κρίνα, που αποκτά ένα πιστό και φανατικό κοινό με leader τον «μελαγχολικό ποιητή της ροκ», Θάνο Ανεστόπουλο, που μετά τη διάλυση του γκρουπ το 2009. συνεχίζει την πορεία του ως σόλο καλλιτέχνης

Θα μνημονεύσω και τον Πέτρο Θεοτοκάτο που εμφανίστηκε το 1997 με το «Πιστόλι στο Πιάτο», ένας εξαιρετικός τραγουδιστής με χαρακτηριστική γλυκιά χροιά φωνής που συνεχίζει έως σήμερα να κυκλοφορεί δίσκους και να εμφανίζεται live.

Από τους παλιούς εξακολουθούν να είναι στο…δρόμο οι Δημήτρης Πουλικάκος, Ηρακλής Τριανταφυλλίδης, Σταύρος Λογαρίδης, Last Drive.  
Οι δεκαετίες των 00’ ς και 10’ς βγάζουν πολλούς νέους μουσικούς και συγκροτήματα. Ενδεικτικά αναφέρονται : Earthbound, Empty Frame, Jane Doe, SleepinPillow, My Wet Calvin, Marys Flower Superhead, Moa Bones, Transistor, Matisse, Ρόδες, Echo Train, Socos and The Live Project Band, Felizol, Playground Theory,Verbal Delirium, Film, Μέντα, Blues Revenge, Zipelia Cress, Simon Bloom, Δημήτρης Λάμπος, Rous, Sundayman, Monika, Melentini, Nalyssa Green κ.α
Αυτή την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές πολλοί νέοι μουσικοί κάνουν πρόβες στα υπόγεια, σε στούντιο, με το πάθος που παίζεται η ροκ μουσική. Let the good times roll




                                                                                                                                                                  Γιάννης Αλεξίου