Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

O Neil Young γιορτάζει τα 71 του χρόνια και κυκλοφορεί νέο δίσκο - Του Γιάννη Αλεξίου
















 O Neil Young γιορτάζει τα 71 του χρόνια και κυκλοφορεί νέο δίσκο

 Του Γιάννη Αλεξίου

Τα 71 του χρόνια γιορτάζει ο Neil Young παραμένοντας ενεργός στην μουσική σκηνή ! Άλλωστε τόσο ο ίδιος, όσοι και οι εκατομμύρια οπαδοί του σε όλο τον πλανήτη αναμένουν το νέο του άλμπουμ «Peace Trail» που κυκλοφορεί στις 9 Δεκεμβρίου, ηχογραφημένο στα ShangiLa Studio του παραγωγού και διευθυντή της Columbia Rick Rubin, που συνέβαλε στη διάδοση της hip-hop. Παλιά καραβάνα και περσόνα του RocknRoll ο Neil Young αρέσκεται να παρουσιάζει ένα διαφορετικό μουσικό πρόσωπο από δίσκο σε δίσκο, ιδιαίτερα από την δεκαετία του 80 έως σήμερα. Ο Καναδός τραγουδοποιός πριν μερικά χρόνια είχε δηλώσει για τον κακό ήχο στις σημερινές ηχογραφήσεις : «Να σώσουμε τη μουσική από την ψηφιακή λαίλαπα», υποστηρίζοντας ότι : «Ο σκοπός μου είναι να προσπαθήσω να σώσω την τέχνη μου που ασκώ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ζούμε στην ψηφιακή εποχή και αυτό, δυστυχώς, υποβαθμίζει την μουσική μας, δεν τη βελτιώνει», μιλώντας στο συνέδριο «D : Dive into Media» στο Ντάνα Πόιντ της Καλιφόρνια. 


Η αποστροφή του για τον συμπιεσμένο ήχο και της μετατροπής του σε MP3, καθώς και την προτίμηση πολλών να ακούν μουσική μέσω των iPods καταστρέφει την ποιότητα, κάτι γνωρίζει καλά ο Neil Young καθώς έχει βάλει τη σφραγίδα του στην μουσική μέσα από τον αναλογικό ήχο του βινυλίου. Τα τελευταία χρόνια ηγείται μάλιστα του κινήματος που ίδρυσε ο ίδιος με την επωνυμία «Occupy Audio» με μότο «Καταλάβατε τον Ήχο». Πρόκειται για ένα κίνημα μουσικόφιλων που πιέζει τις δισκογραφικές εταιρίες να βελτιώσουν τον ψηφιακό ήχο. Φυσικά και είναι αντίθετος με τις επανεκδόσεις βινυλίων από ψηφιακή ηχογράφηση και όχι από αναλογική μορφή, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει ακόμη κι εκεί σε πολλές περιπτώσεις.

Ο Neil Young γεννήθηκε στο 12 Νοεμβρίου 1945 στο Τορόντο του Καναδά κι έκανε την εμφάνιση στα μέσα του΄60 στο Yorkville της γενέτειράς του σαν φολκ τραγουδιστής, φανερά επηρεασμένος από το στυλ του Bob Dylan. Για την ροκ μουσική ενδιαφέρθηκε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο τραγούδια του Bill Haley και του Elvis Presley μετά τα μέσα των 50ς. Το πρώτο όργανο που έμαθε να παίζει ήταν το γιουκαλίλι και μετά έμαθε ακουστική κιθάρα.
 Σχημάτισε τους Neil Young and The Squires και μετά προσχώρησε στους θρυλικούς Buffalo Springfield, στο Λος Άντζελες το 1966. Έκαναν τρεις εξαιρετικούς δίσκους, όπου ο Young έπαιζε lead κιθάρα, συνέθετε και ενίοτε τραγουδούσε.  Μετά τη διάλυση του γκρουπ κυκλοφόρησε το πρώτο του και ομώνυμο δίσκο, το 1969. Έγινε ευρύτερα γνωστός με το τρίτο και αριστουργηματικό άλμπουμ «After The Goldrush», το 1970, που περιείχε το «Southern Man» που ήταν η απάντησή του στο «Sweet Home Alabama» των Lynyrd Skynyrd με θέμα τον αμερικανικό νότο. Στο μεταξύ κι είχε βγει ο πρώτος προσωπικός του δίσκος και μόλις ο δεύτερος «Everybody Knows This Is Nowhere»,  το καλοκαίρι του ’69 μαζί με τους Stephen Stills, David Crosby και Graham Nash σχηματίζουν τους Crosby, Stills, Nash and Young, ένα super group της εποχής, στο οποίο πήγε μετά από πιέσεις των μελών του. Εδώ κάνει ένα εξαιρετικό κιθαριστικό δίδυμο με τον Stills, που αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων τραγουδιών, στα «Helpless» και «Ohio».
 Κορυφαία στιγμή η εμφάνιση τους  στο Woodstock στις 18 Αυγούστου του ’69.  Μετά από δύο κορυφαία άλμπουμ, «Déjà Vu» (1969) και «4 Way Street» (1970) που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία σε Αμερική, Βρετανία και Ευρώπη, το γκρουπ διαλύθηκε και ο Neil Young έκανε την ταινία «Journey Through The Past», όπου έπαιζε, σκηνοθετησε κι έγραψε το σενάριο, που πέρασε απαρατήρητη, ενώ ετοίμαζε το καλύτερό του άλμπουμ «Harvest» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ’72, με την μεγαλύτερή του επιτυχία «Heart Of Gold». Έγραψε τραγούδια επηρεασμένος από το θάνατο Danny Whitten από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Επίσης έχασε και το φίλο του από τους CSN&Y, του Bruce Berry. Δύο γεγονότα


που τον  επηρέασαν και τα επόμενα χρόνια στις συνθέσεις του. Η φωνή του ήταν τόσο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη, αυτή η λεπτή κρυστάλλινη φωνή που λάτρεψαν οι φίλοι της ροκ μουσικής. Στα επόμενα άλμπουμ του αρχίζει να πειραματίζεται με τον ήχο του και στους στίχους του που κάποιες φορές είναι σουρεαλιστικοί, όπως στο «On The Beach» (1974). Από τα πιο σημαντικό άλμπουμ της καριέρας του ήταν το «Comes A Time» του 1978, στο οποίο ο Young δείχνει ανεξάντλητος. 


Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο ήχος του γίνεται πιο ηλεκτρικός και μέσα στο punk κλίμα της εποχής βγάζει το «Rust Never Sleeps», από τα πιο σημαντικά του, που περιέχει το κλασσικό πια «Hey Hey, My My (Into The Black)», με αναφορά στον Johnny Rotten των Sex Pistols θέτοντας το ερώτημα «Is this the story of Johnny Rotten ?». Ακολούθησε μεγάλη περιοδεία στην Αμερική μετά από χρόνια από την οποία βγήκε το «Live Rust» (1980), που έγινε χρυσό. Το απωθημένο του για το rocknroll του ’50 που τον έβαλε στην μουσική το έβγαλε στο δίσκο «Everybodys Rockin’», το 1983, διασκευάζοντας εξαιρετικά, αγαπημένα του τραγούδια, όπως το «Mystery Train» του Elvis. Η δισκογραφία του πυκνή με συνεχή παρουσία από τότε μέχρι σήμερα.

Μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκο του, το 1969 συνεργάζεται με το συγκρότημα Crazy Horse που πρωτοάκουσε στο Whiskey A Go-Go» και έμελλε να τον συνοδεύει επί 30 χρόνια, αλλά και με τους The Band, Joni Mitchell, Linda Ronstadt, Emmylou Harris.  
Εκτός της ταινίας του 1973, έχει σκηνοθετήσει αρκετές ταινίες με το ψευδώνυμο Bernard Shakey, ενώ δεν έγινε ποτέ Αμερικανός υπήκοος παρ’ ότι μόνιμος κάτοικος της Καλιφόρνιας. Είναι επιληπτικός και το 2005 μετά από χειρουργική επέμβαση ξεπέρασε ένα εγκεφαλικό ανεύρυσμα. Διατηρεί σχέση με την ηθοποιό Daryl Hannah.



Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

O Leonard Cohen μας αποχαιρέτησε - Του Γιάννη Αλεξίου





ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ του Μαρτίου, το 1960, γυρίζοντας από τον οδοντίατρο, ο Leonard Cohen, πρόσεξε ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας σε μια γωνία του East End του Λονδίνου. Μπήκε μέσα και ρώτησε τον ταμία : "Τι καιρό κάνει στην Αθήνα ; "Είναι άνοιξη", του απάντησε εκείνος. Την επόμενη ώρα έβγαλε εισιτήριο και πετούσε για την Ελλάδα...Επισκέφτηκε την Ακρόπολη. Τελικός προορισμός η Ύδρα..

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΙΧΑΝ πολιτικο-ερωτιικές μεταφορές και ανέπτυσαν τη φαντασία μας ενώ η βελόνα κυλούσε στο αυλάκι πάνω στο πικάπ και η τραχειά φωνή του τραγουδούσε απαγγέλοντας.. Κύριος. Σεμνός που τίμησε τη λέξη τροβαδουρος. ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ στο καφέ του "Ianos" το 2008 να μιλά με αφορμή τις εκδόσεις του στα ελληνικά των βιβλίων του "Το Βιβλίο του Πόθου", το βιβλίο των ποιημάτων και των σχεδίων του και "Η Μουσική του Ξένου" σε μετεγραφή Λίνα Νικολακοπούλου, η οριστική έκδοση των τραγουδιών και ποιημάτων του.
Προσωπικές σχέσεις, η Ύδρα, ο δρόμος προς τη Λάρισα, Λος Άντζελες, Καναδάς, Παρίσι, Λονδίνο, Ισραήλ, Μανχάτταν, η Τσιγγάνα...μια ολόκληρη ζωή γεμάτη τόπους, φωνές και συναντήσεις...

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ στο Μόντρεαλ το 1934, σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια McGill και Columbia. Συστήθηκε στο κοινό με το μυθιστόρημα Beautiful Losers και μετά ηχογράφησε τα δύο πρώτα άλμπομυ του "The Songs of Leonard Cohen" (1967) και "Songs From A Room" (1969) που έγιναν επιτυχίες. Κλασσικά έμειναν τα "Suzanne" και "Sisters Of Mercy" και αργότερα το "Dance Me To Τhe End Of Love".

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Ο Chuck Berry, ο ήρωας του rock’n’roll, επιστρέφει ! Του Γιάννη Αλεξίου













 








Ο Chuck Berry, ο ήρωας του rocknroll, επιστρέφει !


Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου


Η πρώτη ηχογράφηση του Chuck Berry ήταν το κλασικό σήμερα rocknroll «Maybellene». Κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1955 κι έγινε επιτυχία πουλώντας 1.000.000 αντίτυπα μέσα σε λίγες βδομάδες φτάνοντας στο Νο5 του αμερικάνικου τσαρτ. Ο ίδιος δήλωσε αργότερα για το όνομα που έδωσε τον τίτλο στο τραγούδι του : «Η μόνη Maybellene που γνώρισα ποτέ ήταν μια αγελάδα». Έγραψε ιστορία με το θρυλικό πια «Johnny B. Goode».
Χθες γιορτάζοντας τα 90 του γενέθλια ανακοίνωσε ότι έχει έτοιμο το καινούργιο του άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2017 με τον τίτλο «Chuck» και θα είναι πολύ προσεγμένο καθώς έχει 37 ολόκληρα χρόνια να βγάλει δίσκο ! Μάλιστα ο μπασίστας του και επί σειρά ετών συνεργάτης είπε ότι η ποιότητα του νέου υλικού θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολυπληθών οπαδών του Chuck Berry καθώς χρειάστηκε τόσα χρόνια να βγάλει δίσκο ώστε να είναι ένα άλμπουμ αντάξιο του ονόματος του Chuck Berry ! Όσο για το θέμα των συναυλιών του έχει κλείσει από καιρό καθώς έχει αποσυρθεί από την σκηνή, αλλά έχει μείνει στην ιστορία οι ρυθμικές κινήσεις των γοφών του και τη μίμηση του περπατήματος της πάπιας, το γνωστό «Chuck Walk» όταν έπαιζε ζωντανά, αλλά και οι επαναστατικοί στίχοι του !


O Chuck Berry, γεννημένος στο St. Louis του Missouri το 1926, είναι ένας από τους τρεις ζωντανούς θρύλους του rocknroll μαζί με τον Little Richard και τον Jerry Lee Lewis, από τη χρυσή εποχή των 50ς, με δαφνοστεφανωμένη καρριέρα και είναι σήμερα από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς στην ιστορία της μουσικής. Τόσο οι Rolling Stones, όσο και οι Beatles επηρεάστηκαν από εκείνον και ηχογράφησαν τραγούδια του στα πρώτα βήματα της καριέρας τους. Μέχρι σήμερα οι Stones παίζουν τραγούδια του, όπως τα «Little Queenie», «Sweet Little Rock & Roller» (αγαπημένο του Keith Richards που το λέει ο ίδιος), «Carol». Ο Keith Richards μάλιστα όταν πρωτοσυνάντησε τον Mick Jagger κρατούσε ένα δίσκο του Chuck Berry με επιτυχίες του !
Άλλες μεγάλες επιτυχίες του : «Thirty Days», «Almost Grown», «Nadine», «School Days», «RocknRoll Music», «Roll Over Beethoven», «Memphis», «Maybelline», «No Particular Place To Go», «Bye Bye Johnny», «My Ding - A Lang», «Let It Rock», «Dont You Lie To Lie» σ’ ένα μεγάλο κατάλογο επιτυχιών που διασκεύασαν συγκροτήματα όπως οι Animals, Status Quo και πολλοί ακόμη, ενώ οι Beach Boys πήραν την μελωδία του «Sweet Little Sixteen» κι έκαναν την πρώτη του επιτυχία «SurfinUSA», αλλά και ο Bob Dylan στο τραγούδι του «Subterranean Homesick Blues» βασίστηκε στο τραγούδι του Chuck Berry «Too Much Monkey Business». Κάθε συγκρότημά που σέβεται τον εαυτό του ηχογραφούσε τουλάχιστον ένα κομμάτι του Chuck Berry !
Η αναβίωση των 50ς έφερε τον Chuck Berry στο προσκήνιο και στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80 και η επεισοδιακή συναυλία του στον Λυκαβηττό στις 20 Ιουλίου 1987 είναι σήμερα η πιο γλυκιά ανάμνηση των ροκαμπιλάδων της εποχής εκείνης. Στο ημερολόγιο μου αναφέρω σχετικά για την υπέροχη στιγμή που ήρθε για μία και μοναδική στιγμή ο Chuck Berry στην Ελλάδα : «Άρχισε στις 9.50 μ.μ. και διακόπηκε στις 11.10 μ.μ. γιατί τα’σπασαν όλα ! Ο κόσμος έπαθε αμόκ και ανέβηκε στην σκηνή, δέρνοντας τους σεκιουριτάδες. Όπως τον παλιό καλό καιρό ! Διατηρήθηκε στην Αθήνα η παράδοση οι rocknroll συναυλίες να διακόπτονται, όχι να τελειώνουν. Στο Sweet Sixteen διακόπηκε η συναυλία, ενώ πρόλαβε να παίξει το Johnny B. Goode ! Είχε μαζί του την κόρη του που τραγούδησε φανταστικά τα «Mojo Working» , «Key Of The Highway» και «Stand By Me». Έξω από το Λυκαβηττό επικρατούσε rocknroll ατμόσφαιρα με 100 μεθυσμένους ροκαμπιλάδες μαζεμένους γύρω από μια κόκκινη Cadillac του΄50. Τραγουδούσαν πριν και σε όλη την συναυλία «1,2,3,4,5 , RocknRol Will Never Die”! O Chuck Berry μάζεψε τον περισσότερο κόσμο που έχει μαζέψει ποτέ κανείς σε συναυλία στον Λυκαβηττό !» (η καταγραφή αυτή περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Βινύλιο, τα καλύτερά μας χρόνια ! (εκδόσεις Φαρφουλάς).  
O Chuck Berry είναι μέλος του Hall Of Fame από το 1986. Αναμένουμε λοιπόν τι καλό μας έχει ετοιμάσει ο πρωτοπόρος αυτός μουσικός !

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

«Είμαι ο Zappa. Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε απόψε ;» Του Γιάννη Αλεξίου










«Είμαι ο Zappa. Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε απόψε ;»

Του Γιάννη Αλεξίου


 Έκανε τρία sold-out ο Frank Zappa στις «Νύχτες Πρεμιέρας» με την Γαλλο-Γερμανική ταινία του Τόρστεν Σέτε «Eat That Question : Frank Zappa In His Own Words» (Βγάλε τον Σκασμό : Ο Φράνκ Ζάππα με δικά του λόγια) ! Κάτι που εν ζωή δεν θα φανταζόταν ποτέ ο ίδιος ο ιδιοφυής καλλιτέχνης, που καταγόταν από ένα ελληνόφωνη κωμόπολη Παρτίνικο της Σικελίας. Ο πατέρας του ήταν Ελληνο-Ιταλός με καταγωγή από τον πατέρα του την Ήπειρο. Είναι η πρώτη ταινία για τον Zappa. Ευτυχώς στάθηκα τυχερός καθώς είδα την τελευταία προβολή αγοράζοντας κυριολεκτικά το τελευταίο εισιτήριο, αν και ζήτησα δύο, από το ταμείο του Odeon Opera την προηγουμένη μέρα στις 6.30 το απόγευμα.  Ο Ζάππα είχε ανέκαθεν ένα επιλεκτικό και πιστό κοινό στην Ελλάδα, χωρίς να είναι ευρέως αποδεκτός από την ροκ κοινότητα, λόγω της ιδιαίτερης μουσικής του που δεν είναι εύπεπτη και ψυχαγωγική, αν και ό ίδιος πάντα δήλωνε διασκεδαστής. Κυρίαρχη στην μουσική του η πολιτική σάτιρα.


Ο Frank Zappa ήταν πάντα το εισιτήριο για να μπεις μέσα σε πιο ψαγμένες παρέες, με ανοιχτό μυαλό, χωρίς συντηρητισμούς που τις διέκριναν επαναστατικές και φιλοσοφημένες ιδέες, που κι αυτές δεν ήταν αποδεκτές από το σύνολο των μουσικόφιλων. Για πολλούς όσοι άκουγαν Zappa ήταν περίεργοι καθώς τους διέκρινε το σουρεαλιστικό στοιχείο και συνήθως η απόσταση και η αντιπάθειά τους για την πολιτική. Θυμάμαι τον μεγαλύτερο της παρέας, ένας ψηλός και μαυροντυμένος με μουσάκι «ζαπικό» που είχε διαδώσει το έργο και την προσωπικότητα του Zappa είχε συμπεριφορά περάν των όποιων ευπρεπών κανόνων. Σε μια στιγμή ρώτησε μια κοπελίτσα αν θέλει τσίχλα, βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι του στο τσεπάκι του πουκαμίσου του και εκείνη όταν ανταποκρίθηκε θετικά της έφτυσε την τσίχλα που μασούσε στα μούτρα ! Κάπως έτσι ήταν και ο ίδιος ο Zappa που αποδεικνύονταν «σκληρό καρύδι» και απρόβλεπτος για τους δημοσιογράφους που του έπαιρναν συνέντευξη. Ο ίδιος έλεγε ότι «από τα πιο ανώμαλα πράγματα που υπάρχουν είναι να δίνεις συνεντεύξεις. Δύο κλικ πριν την ιερά εξέταση…». Συνήθως ήταν άπιαστος και οι απαντήσεις του ήταν κοφτερές και ευθείες που τις περισσότερες φορές κόμπλαραν τους δημοσιογράφους που επιχειρούσαν να προσεγγίσουν το μυαλό του χωρίς να βρίσκουν εκείνη την κλειδαρότρυπα για να εισχωρήσουν μέσα, προκαλώντας το γέλιο του ακροατηρίου. Ώσπου κάποια στιγμή τον αποκαλούσαν αναρχικό, όταν τους έβγαζε νοκ-άουτ καθώς αποκάλυπτε με ευρηματικό τρόπο την αποστροφή του για τα παραδοσιακά πράγματα για τα οποία ερωτούνταν. «Κάνω μουσική σάτιρα και είμαι διασκεδαστής» τους απαντούσε για το πώς τοποθετούσε τον εαυτό του στην μουσική του. Σε μια στιγμή πριν αρχίσει η συζήτησή σε ένα τηλεοπτικό σταθμό αιφνιδίασε τους πάντες λέγοντας ; «Είμαι ο Zappa. Δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε απόψε ;».


Η αποφοίτησή του από το γυμνάσιο το 1958 έγινε κάπως βιαστικά : «Πήρα το απολυτήριο μου με 20 μονάδες λιγότερες απ’ ότι χρειαζόταν, μόνο και μόνο επειδή βιάζονταν να με ξεφορτωθούν. Με είχαν διώξει τόσες φορές που είχαν βαρεθεί πια. Έτσι προτίμησαν να με αφήσουν έξω, αντί να με κρατήσουν μέσα. Θεωρητικά δεν θα έπρεπε να πάρω απολυτήριο, αλλά είχα κάτσει σχολείο, όσα χρόνια χρειάζονταν…».

Η καλλιτεχνική του καριέρα του ξεκίνησε κάπως περίεργα καθώς αν και έγινε ιδιοκτήτης ενός στούντιο ηχογραφήσεων, παράλληλα διακινούσε πορνοταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ! Όμως έπεσε στην παγίδα της αστυνομίας και συνελήφθη με την 19χρονη φίλη του Lorraine Beltcher. Ο Frank επειδή «μετανόησε» και «βοήθησε» την αστυνομία την γλύτωσε μ ‘ ένα μικρό πρόστιμο, αλλά η φίλη του φυλακίστηκε.



Όλα αυτά τα διαβάζαμε και τα λέγαμε στόμα με στόμα στις παιδικές παρέες, μας γαργαλούσαν το μυαλό και κάναμε γούστο που ο τύπος αυτός, του οποίου η μουσική του μας έκανε ένα κλικ παραπάνω από άλλους rock μουσικούς και συγκροτήματα που χορεύαμε στα πάρτι και ακούγαμε στο ραδιόφωνο, έκανε τρελά πράγματα που δεν συνάδουν με την έγκριση του οικογενειακού περίγυρου. Σε μια συναυλία του κι ενώ ο κόσμος ζητούσε να βγει στην σκηνή, εκείνος καθόταν σε ένα τραπεζάκι στην είσοδο και κάπνιζε παρατηρώντας τον κοινό του. Οι μύθοι πολλοί, ένας εξ αυτών έλεγε ότι έφαγε κόπρανα στην σκηνή στη διάρκεια μιας συναυλίας του. Όλα αυτά είναι ένα δυνατό κομμάτι στη ζωή του, το οποίο παρακάμπτεται στην ταινία, όπως περιέργως η πρώτη και επαναστατική περίοδος του με τους Mothers και το θρυλικό πρώτο άλμπουμ του, το «Freak Out» (1966) που περιέχει τραγούδια με πολιτικά σχόλια, αποστροφής στο πολιτικό σύστημα όπως το  «Who Are The Brain Police?» (Ποια είναι η αστυνομία του μυαλού ;), «Help, Im A Rock» ή το «Hungry Freaks Daddy» που ανοίγει το δίσκο και συστήνει τους Mothers : «Μίστερ Αμέρικα, προσπέρασε τα σχολεία σου που δεν διδάσκουν, Μίστερ Αμέρικα προσπέρασε τα μυαλά που δε μπορείς ν’αγγίξεις, Μίστερ Αμέρικα, προσπάθησε να κρύψεις το κενό που έχεις μέσα σου, Μα θ’ αποκαλύψεις πως όσα ψέματα κι αν πεις, όσα βρώμικα τεχνάσματα κι αν δοκιμάσεις, Δεν θα μπορέσεις να εμποδίσεις το φουσκωμένο κύμα των Πεινασμένων φρικιών, μπαμπά…» . Το «Freak Out» πούλησε μόλις 30.000 αντίτυπα, αρκετά όμως για να συνεχίσει τη δισκογραφία του στην Verve. Οι Mothers τότε εγκατέλειψαν το Λος Άντζελες και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Οι δίσκοι του Zappa άρχισαν να έχουν εμπορική επιτυχία στα 70ς. Ωστόσο η έκφραση freak out έμεινε έως σήμερα παρακινώντας για απόδραση από τις κοινωνικά στερεότυπα. Εξ αρχής ο Zappa και το συγκρότημά του ταυτίστηκαν με την αισχρότητα Η πολυαναμενόμενη ταινία – πορτραίτο του, πιάνει τον Zappa στη δισκογραφία του από το τέταρτο και πιο πετυχημένο εμπορικά έως τότε άλμπουμ του, το «Were Only In It For The Money» (1968), όπου χλευάζει την μουσική βιομηχανία και σατιρίζει την χίπικη ιδεολογία με τον καυστικό τρόπο του που ήδη είχε γίνει γνωστός, σε ένα μουσικό κλίμα παρωδίας των 50ς. Είναι η εποχή του συγκροτήματός του, των Mothers Of Invention (Οι Μητέρες της Επινόησης), μια παρέας εξαιρετικών μουσικών που είχαν μπει στο νόημα της μουσικής του και την απέδιδαν έτσι ώστε ο Zappa να βγάζει το πηγαίο ταλέντο του, το οποίο πυροδότησε κατά τα άλλα η κλασσική μουσική.
Όπως αφηγείται στην ταινία ο Zappa άκουσε στο γυμνάσιο τον Έντγκαρ Βαρέζε στο έργο του για κρουστά «Ionisation», αλλά και την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Ίγκορ Στραβίνσκι, δύο επιδραστικοί συνθέτες στη ζωή και στο έργο του, ιδιαίτερα όταν έπιασε την κλασσική μουσική στην οποία αφιερώθηκε περισσότερο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κάποια στιγμή μάλιστα για πρώτη φορά το Albert Hall είχε τόσες πολλές κρατήσεις θέσεων, 5.000 συνολικά, για την συναυλία του Zappa με την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα ! Το πρώτο μεροκάματό του σαν μουσικός το έκανε μόλις στα 15 του χρόνια, ως ντράμερ, παίζοντας κατσαρόλες και μπόγνκος ! Ωστόσο η πρώτη τέχνη που άγγιξε ήταν η ζωγραφική καθώς μικρός ζωγράφιζε συνήθως δολάρια ! Ενώ σαν μουσικός τα πρώτα του κομμάτια τα συνέθεσε σε ηλικία 21-22 ετών επηρεασμένος από τα παιδικά του ακούσματα στο ύφος του rocknroll, του rhythmnblues και του doo-wop των 50ς.


Σε μια από τις πρώτες εμφανίσεις του σε τηλεοπτικά σόου, του Steve Allen, παρουσίασε το έργο του Ορχήστρα για Ποδήλατο, βγαίνοντας με δύο ανάποδα ποδήλατα στην σκηνή και πίσω από το παραβάν αποκάλυψε ολόκληρη κλασσική ορχήστρα που τον συνόδευσε στους ήχους από τις ακτίνες του ποδηλάτου ! Η πλάκα ήταν ότι ο παρουσιαστής τον ρώτησε «πόσο καιρό παίζει το όργανο ;» κι ενώ το κοινό στο στούντιο γελούσε, εκείνος αποκρίθηκε σοβαρά «δύο βδομάδες !». Με έντονο το σουρεαλιστικό στοιχείο σε όλη την καριέρα του και χωρίς ήρωες προχώρησε σε μια αυτόνομη μουσική πορεία, χωρίς μιμήσεις και κάποια στιγμή έφτιαξε τη δική του δισκογραφική εταιρία κυκλοφορώντας αρχικά το καταπληκτικό διπλό δίσκο «Sheik Yerbouti», το 1979. Ο Zappa ήταν επίσης σπουδαίος κιθαρίστας κάτι που δεν προβλήθηκε αρκετά μέσα στο μουσικό του έργο, αλλά ο ίδιος έβγαλε το απωθημένο του με ένα ινστρουμένταλ τριπλό δίσκο «Shut Upn Play Yer Guitar» (1981).
Ο Zappa αυτό που έκανε δεν το θεωρούσε δουλειά και ονειρευόταν να μην δουλεύει ! Δήλωνε «πάντα φρικιό, ποτέ χίπης». Επίσης απεχθανόταν τα ναρκωτικά «έχω καπνίσει καμιά δεκαριά μπάφους μέσα σε 9 χρόνια και όσες φορές το έκανα δεν διαπίστωσα καμιά νοηματική διάταση. Το πιο σκληρό από τα ναρκωτικά που έχω παίρνω σε περιοδείες είναι η πενικιλίνη γιατί κολλάω βλεννόρροια..!».
                                                   Zappa και πολιτική

 Όσο για τις κατά καιρούς πολιτικές τοποθετήσεις του ή κινήσεις του, που ίσως διχάζουν το φανατικό κοινό του, έχουν, κατά τη γνώμη μου, την ίδια χαώδη υποκίνηση όπως και η μουσική του, αλλά και η εκκεντρικότητα του ως καλλιτέχνης. Ήταν ελεύθερο πνεύμα. Σε καμία περίπτωση αριστερός ή κομμουνιστής. Αλλά σίγουρα μεταξύ αναρχισμού και αριστεράς με το δικό του τρόπο. Ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος πέρα από στα στενά κομματικά όρια, όπως τα ξέρουμε. Πολεμήθηκε από την Αμερική με διάφορους τρόπους, όπως δικαστήρια, καταδίκες και διάδοση του έργου του. Μεγάλωσε σε δεξιά οικογένεια, αλλά ο ίδιος πολέμησε τον συντηρητισμό της Αμερικής και ήταν αντίθετος σε ότι αδικία ένοιωθε. Υπήρξε στενός φίλος του Βάτσλαβ Χάβελ, του πολιτικού, συγγραφέα και δραματουργού, του τελευταίου προέδρου της Τσεχοσλοβακίας και πρώτου προέδρου της Τσεχίας.  Ο Frank Zappa ήταν άθεος, απεχθανόταν την πολιτική γενικότερα και τα συνδικάτα τα οποία τα στολίζει με την υπέρτατη βρισιά, αν πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι πίστευε δεν υπήρχαν κακές γλώσσες και αυτό ήταν ένα τέχνασμα της θρησκείας για να δημιουργεί ενοχές στους πιστούς και να τους διαχειρίζεται. Ότι και να ήταν άφησε εποχή !


                                      Το Ελληνικό Fan Club του Frank Zappa

Εδώ και περίπου 2,5 χρόνια ο Frank Zappa έχει αποκτήσει το δικό του Fan Club στην Ελλάδα, το οποίο βρίσκεται στην οδό Βρυάντος 33, σε ένα υπόγειο στην Άνω Κυψέλη ! Λειτουργεί στο πλαίσιο της δραστηριότητας της μη κερδοσκοπικής εταιρίας Mellifera για το περιβάλλον την κοινωνία και τις τέχνες, που ίδρυσαν ο Νίκος Αγόρτσας – ένα φεγγάρι κιθαρίστας του Παύλου Σιδηρόπουλου – και της Μαρίας Χωριανοπούλου. Το fan club του Zappa έχει δώσει τιμητικές βραβεύσεις στους Κορνήλιο Διαμαντόπουλο, Γιώργο Χαρωνίτη, Δημήτρη Πολύτιμου, Γιώργου Μακρή και Δημήτρη Πουλικάκου στη διάρκεια του Vinyl Is Back, για τη προσφορά τους στη διάδοση του έργου του Frank Zappa.

 


 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Συνέντευξη του Δημήτρη Πολύτιμου - Του Γιάννη Αλεξίου







ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΥΤΙΜΟ

Ο μακροβιότερος ενεργός Έλληνας ρόκερ θυμάται τις καλύτερες στιγμές της ζωής του με αφορμή το live του γκρουπ του Drifting Around στο Vinyl Is Back !



 Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ                                                                                         

 Φυσιογνωμία στο rocknroll. Μισό αιώνα και βάλε…on the road ! Στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη» κλείνει την πόρτα και πέφτουν τα γράμματα. Στην ίδια του τη ζωή η πόρτα αυτή παραμένει ανοιχτή για τον βετεράνο πιανίστα Δημήτρη Πολύτιμο, από τους πρώτους που πειραματίστηκαν με την τζαζ στην Ελλάδα. Ιδρυτής του απόλυτα ροκ συγκροτήματος της δεκαετία του ’60, τους M.G.C., αρχικά που σημαίνουν Modern Greek Combo, ονομασία που έδωσε στο γκρουπ ο Ντίνος Ηλιόπουλος ! Άφησαν τρία 45άρια με σπάνιες σήμερα ηχογραφήσεις. Ο Πολύτιμος έβγαλε τον Δημήτρη Πουλικάκο στο τραγούδι και από τότε είναι αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες, πάντα στο ίδιο γκρουπ. Και το πέρασμα του από τον Εξαδάκτυλο, έγραψε στο δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο», παρών στην αφρόκρεμα των Ελλήνων μουσικών στην συνεύρεση στο «Crazy Love στου Ζωγράφου», αλλά και στο «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος» του Πουλικάκου  και στις ηχογραφήσεις του Παύλου Σιδηρόπουλου «Φλου», με την Σπυριδούλα και «Zorba the Freak», το κύκνειο άσμα του. Το πέρασμα του από τους Socrates τα τρία χρόνια στο Κύτταρο (1979-82), έχει τη δική του ιστορία, όπως και η εμφάνισή του με τους M.G.C. τον Απρίλιο του ’67 στην συναυλία των Rolling Stones στην Αθήνα, όπως και η φιλοξενία του Έρικ Κλάπτον, αλλά και η συνεύρεσή τους την εποχή που βρέθηκε στην Ελλάδα ως Άντζελο Μυστεριόζο, λόγω προβλημάτων με την εταιρία του και διάθεση ανωνυμίας.
Χαμηλό είναι και το προφίλ του Δημήτρη Πολύτιμου, που δεν το βάζει κάτω και συνεχίζει να ροκάρει και μετά τα 80 του χρόνια ! Είναι αισίως 83… Πίσω του περάσματα και από γκρουπ που έχουν σημαντική παρουσία όπως οι Drifting Around στη δεκαετία του ’90. Καλός αποδέκτης, με το ανοιχτό μυαλό του, των μηνυμάτων της δεκαετίας του ’60, άφησε την φυσική προς χάριν της μουσικής, χωρίς να αποφύγει το στυλ του καθηγητή. Δεν υπάρχει Έλληνας μουσικός που να μην σέβεται τον Πολύτιμο, όχι μόνο για τις πιανιστικές του ικανότητες, αλλά και για σωστή αντίληψη για τον κόσμο και την μουσική. Η συζήτηση μαζί του πάει μακριά κάθε φορά που συνδιαλεγόμαστε γιατί έχει ατελείωτες ιστορίες να διηγηθεί με προσφιλή και γνωστά πρόσωπα. Η άποψη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι έζησε όλη την εξέλιξη της μουσικής από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα χωρίς να παροπλιστεί ποτέ και έπαιζε την μουσική που τον εξέφραζε πάντα.
 Το rocknroll στην Ελλάδα έχει το πιανίστα του, τον Δημήτρη Πολύτιμο…

-Τελικά πίσω από κάθε δεκαετία υπάρχει ένας μύθος ;
 «Είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον τη δεκαετία του εξήντα γιατί δεν υπήρχε ο επαγγελματισμός που υπάρχει τώρα. Τα πράγματα ήταν πιο αυθόρμητα κάτι που φαινόταν και από τις εκδηλώσεις του κόσμου. Με τους M.G.C. συνέβη και έξω με τα τους Stones, τους Beatles και όλα εκείνα τα συγκροτήματα της βρετανικής σκηνής. Μια Κυριακή θυμάμαι παίξαμε πρωινή συναυλία στον Πειραιά, το απόγευμα στο Χίλτον σε χορό της ΔΕΗ και το βράδυ κανονικά στο μαγαζί στην Πλάκα. Εκεί υπήρχαν τρία μαγαζιά, μεταξύ των οποίων και οι Εννέα Μούσες, όπου δημιουργήθηκαν οι M.G.C., και ένα άλλο ενδιαφέρον πίσω από το Χίλτον, Ο Φριχτός Νάνος…».


-Κυκλοφορούσε εκεί κάποιος τέτοιος…νάνος ;
«Αυτό που έκανε όλους να αναρωτιούνται για τον τίτλο, ήταν και ο λόγος της επωνυμίας του αυτής. Η ενδιαφέρουσα αυτή εποχή σταμάτησε κάπως απότομα με την έλευση των συνταγματαρχών και το ’69 διαλύσαμε. Εγώ πήγα στο Παρίσι, ο Πουλικάκος στο Λονδίνο, διάφοροι άλλοι στην Αμερική. Από τα εικοσιτέσσερα άτομα που είχαν παίξει από την αρχή ως το τέλος των M.G.C., τουλάχιστον καμιά δεκαριά πήγαν στο εξωτερικό. Όταν αρχίσαμε έπαιζα σε ένα πιάνο στις Εννέα Μούσες, όπου πάταγες μερικά πλήκτρα και δεν ξανασηκωνόντουσαν ! Έπρεπε με το χέρι να τα σηκώσεις για να τα ξαναπαίξεις. Όταν έγινε το δυστύχημα με το γκρουπ του Έρικ Κλάπτον, αγοράσαμε τα όργανά τους, τα Vox, κάτι που γράφτηκε σαν μεγάλο γεγονός στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί : Οι M.G.C.αγόρασαν Vox ! Μετά πήρα ένα φαρφίσα και το πράγμα έφτιαξε. Τις πρώτες μέρες ο μπασίστας ο Ντόβας έπαιζε με ενισχυτή ραδιοφώνου. Παρ’ όλα αυτά το κέφι που έγινε και ο κόσμος που μαζεύτηκε δεν περιγράφεται. Τελευταία εμφάνιση μας ήταν στις Σπέτσες από την οποία υπάρχει το All along The Watchtower σε στίχους του Πουλικάκου στο δίσκο του «Αδέσποτα Σκυλιά», όπου ακούγεται η φωνή μου να λέει : Σήμερα είναι η τελευταία μέρα των M.G.C. και ευχαριστώ όλους τους φίλους που είναι εδώ…».
-Η δύναμη της μουσικής σας έκανε να αφήσετε στην άκρη τη φυσική…
«Σαν τελειόφοιτος πανεπιστημίου στη φυσική συγχρόνως έκανα μαθήματα φυσικής, χημείας και μαθηματικών σε μαθητές που ήξερα από τη μεγάλη παρέα που συχνάζαμε στο Κολωνάκι. Ένα βράδυ όταν πάρκαρα το αυτοκίνητο στην Πλάκα, άκουσα να βγαίνει τζαζ ζωντανή μουσική από το κλαμπ Κουκουβάγια του Γάλλου Μισέλ. Μπαίνω και βλέπω να παίζουν κάτι ξένοι που μετά εκδιώχθηκαν από τις αρχές γιατί δεν είχαν ούτε άδεια παραμονής ούτε άδεια εργασίας. Ο Γάλλος ιδιοκτήτης μου ζήτησε να αναλάβω τη ζωντανή μουσική στο μαγαζί, γιατί με είχε δει να παίζω μαζί τους κάποια βράδια. Βρίσκω τον Στέλιο Κατσαδωράκη, τον πρώτο ντράμερ των M.G.C. και παίζουμε μαζί με τους ξένους προσέχοντας νέα έφοδο αστυνομίας. Έγιναν τρομερές βραδιές που συμμετείχαν ονόματα όπως οι Βαγγέλης Παπαθανασίου, Λουκάς Σιδεράς και πολλοί άλλοι. Τότε στις Εννέα Μούσες έπαιζε και η Νινή Ζαχά.. Για μια βδομάδα βρέθηκε μαζί μας και ο ηθοποιός Άλκης Παναγιωτίδης στα ντραμς. Οι εμφανίσεις μας στην Κουκουβάγια είχαν γίνει μόδα, μπήκαμε στα τουριστικά φυλλάδια και ρωτούσαν ακόμα και οι ξένοι στα στενά Where is Koukouvaja Jazz Club ; Παίρναμε εξακόσιες δραχμές, καλά λεφτά τότε, όταν ο μέσος μισθός ήταν τρεισήμισι χιλιάδες το μήνα. Από εκεί ξεκίνησε και η ροκ καριέρα μου και η Κουκουβάγια έγινε η αφορμή να συσταθεί ο πυρήνας των M.G.C.Δεν μετάνιωσα καθόλου που άφησα τη φυσική. Μόνο τα ταξίδια που έχω κάνει σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό με αφετηρία την μουσική, φτάνουν. Παρατήρησα ότι διάφοροι συμφοιτητές μου που ακολούθησαν την πεπατημένη όταν τους συναντούσα φαίνονταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτεροί μου. Αυτό δείχνει ότι αν συνεχίσεις την ροκ μουσική και ιδιαίτερα το live που είναι ιδιαίτερα αγαπητό σε μένα, σε κρατά και πιο ζωντανό».
-Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής που δεν σε άφηναν
ασυγκίνητο ;
«Οι αντιλήψεις της εποχής δεν πέρασαν επιδερμικά από πάνω μου και η επαφή μου με τους άλλους ήταν πολύ άνετη και σωστή. Άλλο χαρακτηριστικό ήταν το χιούμορ που κάναμε το χρόνο που βρισκόμασταν μεταξύ μας. Τώρα τα πράγματα είναι πιο ψυχρά. Υπάρχει επαγγελματισμός και ο ήχος είναι καλύτερος, αλλά επαφή έχεις μόνο με αυτούς που παίζεις μαζί, όπως συμβαίνει με τα άλλα μέλη του γκρουπ του Πουλικάκου. Με τον Δημήτρη παίζουμε μαζί από το ’67».
-Για το μεγάλο σχολείο της τζαζ το κλαμπ του Μπαράκου στην Πλάκα τι έχετε να πείτε ;


«Είναι πάρα πολύ παλιός φίλος, πριν να δημιουργηθούν οι M.G.C. και ακόμη κάνουμε παρέα. Συναντιόμαστε και πάμε στο Half Note. Είχα παίξει εκεί κάποιες φορές με τον μακαρίτη τον Φιλιππίδη στο μπάσο, τον Αλέκο Χρηστίδη στα τύμπανα και εγώ στο πιάνο, ως τρίο. Και μια φορά έπαιξα στην ταινία του Ζερβού, Εξόριστος στη Λεωφόρο, με γυρίσματα στου Μπαράκου. Μου είχε προτείνει τον πρώτο ρόλο, που έπαιξε ο Φέρρης, αλλά αρνήθηκα γιατί δεν είχα ιδιαίτερο υποκριτικό ταλέντο».
-Η διασκέδαση ήταν το ίδιο ακριβή με σήμερα σε αναλογία ;
«Δεν μπορώ να συγκρίνω, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι όπου είχε ζωντανή μουσική ήταν γεμάτο το μαγαζί, και μάλιστα με γκρουπ που έπαιζαν ολόκληρη σεζόν, κάτι ασύλληπτο σήμερα. Ως Socrates βγάλαμε τρεις σεζόν στο Κύτταρο, μία σεζόν ως M.G.C. στην παραλία και δυο – τρεις σεζόν στην Πλάκα».
-Διδάσκετε μουσική ;
«Αυτό ξεκίνησε όταν έπαιζα στο Κύτταρο με τους Socrates και μου έκανε πρόταση το Πινδάρειο Ωδείο, που ήταν και το πρώτο ωδείο στην Ελλάδα που έκανε τμήμα μοντέρνας μουσικής : ροκ, μπλουζ, τζαζ, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Μετά ακολούθησαν πολλά ωδεία με αντίστοιχα τμήματα γιατί υπήρχαν παιδιά που πήγαιναν στο κλασικό ωδείο και μάθαιναν το όργανό τους σε μουσική που δεν άκουγαν. Έτσι βαριόντουσαν και χάνονταν πολλά ταλέντα. Είχα πάρα πολλούς καλούς μαθητές – όπως την Λευκή Συμφωνία - που έμαθαν πολλά πράγματα που δεν μπόρεσαν να παίξουν στην Ελλάδα γιατί είναι σκληρά τα πράγματα εδώ. Πολλά συγκροτήματα μετά το ’75 ήταν μη βιώσιμα, κρατούσαν λίγο, τρομερός συναγωνισμός, δεν υπήρχαν χώροι να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργηθούν γκρουπ και έτσι υπήρχαν συγκροτήματα που είχαν για παράδειγμα ένα τρομερό κιθαρίστα και οι υπόλοιποι ήταν τρεις κλάσεις από κάτω».
-Ο Πουλικάκος πώς ήρθε στο συγκρότημα ;


«Ο Πουλικάκος μπήκε στους M.G.C. ως μπασίστας. Είδα ότι κάποια τραγούδια που έλεγε παίζοντας μπάσο του πήγαινε και του είπα : Δημήτρη παρατάς το μπάσο και αρχίζεις τραγούδι. Στο μπάσο τον αντικατέστησε ο Αντώνης Τριανταφύλλου, από τους καλύτερους που πέρασαν. Για ένα – δυο βράδια έχουν τραγουδήσει με τους M.G.C. και οι Τάσος Φαληρέας, Νίκος Παπάζογλου και Ντέμης Ρούσσος. Με τον Πουλικάκο είχαμε κάνει διάλεξη μέσω της Εταιρίας Ελλήνων Επιστημόνων, εκείνος για τον σουρεαλισμό και εγώ για τον Βάγκνερ. Η ποικιλία χαρακτήριζε τη ζωή μας. Δεν ήμασταν κολλημένοι. Μας άρεσε ο αθλητισμός, πηγαίναμε σινεμά, στο θέατρο, στα κλαμπ, στη βιβλιοθήκη της αμερικάνικης λέσχης…».
-Ποιο στοιχεία χαρακτήριζε σε όλες αυτές τις κινήσεις σας ;
«Για να είμαι ειλικρινείς ήμουν από τους πιο οργανωμένους μουσικούς απ’ όλα τα γκρουπ, έτρεχα, κανόνιζα, πρόβες, μετακινήσεις…Βέβαια όταν πήγα στο εξωτερικό είχα πάρα πολύ μικρή σχέση με αυτό που λέμε καθημερινή ενασχόληση με την μουσική. Ήταν πιο περιπετειώδης η εποχή εκείνη, με ταξίδια να γνωρίσεις μέρη στον πλανήτη που ζεις. Το ταξίδι ήταν μέσα στην κουλτούρα εκείνης της εποχής, όλη η δύση ταξίδευε προς την ανατολή. Ήταν ευκολότερη η μετακίνηση τότε, χωρίς πολλούς ελέγχους, χωρίς πολύ ακρίβεια. Θέλαμε να βγούμε, να γνωρίσουμε, να νοιώσουμε περιπέτεια. Όταν είχα στο ωδείο μαθητές που ήταν και φοιτητές, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι πιθανότατα όλη τους τη ζωή θα βγάλουν στο Παγκράτι λόγω δυσκολιών να βγουν έξω, να ταξιδέψουν. Την ευκολία των ταξιδιών την καταλάβαμε στην εποχή μας, ασυνείδητα κατά κάποιο τρόπο, και ταξιδέψαμε όλο τον κόσμο».
-Ποια ήταν η μουσική πληροφόρησή σας τις μέρες που ανακαλύπτατε και ψάχνατε παίζοντας όλο και περισσότερο μουσική ;


«Ξεκινούσε από τις γνωριμίες που είχαμε, φίλοι ερχόντουσαν άλλοι έφευγαν και ξαναρχόντουσαν, την ψάχναμε μόνοι μας όπως όταν ακούσαμε μ’ ένα φίλο, το Θανάση Κούλη, πρώτοι στην Ελλάδα το πρώτο δίσκο που είχε έρθει του Τελόνιους Μονκ. Τον πήγαμε στο τζαζ κλαμπ της αμερικανικής ενώσεως κοντά στο σπίτι του μακαρίτη Καραμανλή στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά έπαιζε ακόμη δυσκολονόητα πράγματα και τους παραξένεψε ο ήχος του. Μα και εμείς χρειάστηκε να παίξουμε το δίσκο του Μονκ πέντε – έξι φορές για να τον καταλάβουμε. Όταν μπήκε εξώφυλλο στο Time τους τον κολλήσαμε στην μούρη. Έπαιρνα και δίσκους από την αμερικάνικη βάση. Μουσική πληροφόρηση υπήρχε στην τζαζ ώρα που είχε η Ελληνική Ραδιοφωνία, μία φορά την εβδομάδα. Αργότερα αγόραζα το περιοδικό Down Beat και ρίχναμε κλεφτά και καμιά ματιά στα άλλα ξένα. Έτσι είδα ότι πρώτος κιθαρίστας της χρονιάς βγήκε ο Έρικ Κλάπτον, που είχα φιλοξενήσει ένα χρόνο πριν στο σπίτι μου χωρίς να αντιληφθώ το μέγεθος του ταλέντου του. Επίσης είχα την τύχη ακόμη να πληροφορούμε από το τζαζ κλαμπ της ΧΑΝ, όπου ο πατέρας μου ήταν μέλος της αδερφότητας. Εκεί άκουσα το Take That Train του Ντιουκ Έλλινγτον. Δεν ξέρεις εσύ από αυτά, μου είπε ένας μεγαλύτερος. Αυτό ήταν. Κόλλησα ! Κάπως έτσι ακούγαμε μουσική…».   
-Η τεχνολογία ευνόησε την μουσική δημιουργία ή εγκλώβισε τελικά τους μουσικούς ;
«Δεν είμαι εναντίον της εξέλιξης της τεχνικής και μάλιστα η μουσική είναι η μόνη τέχνη που χρησιμοποίησε τόσο πολύ την εξέλιξη στα ηλεκτρονικά, εάν εξαιρέσεις τον κινηματογράφο που είναι σύνθεση πολλών τεχνών. Πολύς κόσμος νομίζει ότι τα μηχανήματα παίζουν μόνα τους πατώντας διάφορα κουμπιά. Παίζεις ένα σόλο καταπληκτικό και κάνεις ένα λάθος σε μια νότα. Παλιά το ξανάπαιζες και μπορεί να έβγαινε χειρότερο, ενώ τώρα με το ποντίκι του κομπιούτερ έχεις τη κάθε νότα μπροστά σου, τρομερή ευκολία. Δεν νομίζω ότι χάθηκε η γοητεία της μουσικής με τα παραδοσιακά όργανα. Η τζαζ ζει και βασιλεύει με τα παραδοσιακά όργανα. Δε πιστεύω ότι η εξέλιξη της μουσικής πήγε πίσω την ίδια την μουσική. Έχω αντιρρήσεις για τα είδη μουσικής που χρησιμοποιείται κατά κόρον η μηχανική στην μουσική και το καταλαβαίνεις πια με το αυτί σου στην ρέηβ και γενικότερα στην ηλεκτρονική μουσική που μπορεί ακόμη να προχωρήσει γιατί με βάση τις δυνατότητες που υπάρχουν στα σύγχρονα στούντιο, αξίζει ακόμη καλύτερες συνθέσεις. Μην κλείσει το θέμα με τον Ζαν Μισέλ Ζαρ…».
-Εκτός της μουσικής ποια ήταν η πιο κοντινή τέχνη στη ζωή σας ;
«Ο κινηματογράφος. Υπήρξαν περίοδο που μελέτησα και παρακολούθησα τη ζωγραφική, την ποίηση, βασικά κλασικά βιβλία, αλλά από μικρός θυμάμαι με κέρδισε ο κινηματογράφος και μάλιστα για μερικά χρόνια είχα μια στήλη σε αθλητική εφημερίδα. Μάλιστα είχα προβλέψει το Όσκαρ που πήρε στο Ζορμπά ο Βασίλης Φωτόπουλος γράφοντας χαρακτηριστικά ότι ιδίως στο δωμάτιο της Μαντάμ Ορτάνς η δουλειά του αξίζει Όσκαρ…».    
-Η σχέση σας με το χρόνο πώς είναι ;
«Αρμονική. Με το ίδιο σέβας βλέπω το παρελθόν, το παρών και το μέλλον».
    

·         *




Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ DRIFTING AROUND ΣΤΟ VINYL IS BACK TO ΣΑΒΒΑΤΟ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΣΤΙΣ 6 Μ.Μ. (Γ ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ). ΕΙΣΟΔΟΣ : ΕΛΕΥΘΕΡΗ



Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Συνέντευξη με τον ιδρυτή της G.O.D. Records Μιχάλη Ματθαίου - Του Γιάννη Αλεξίου












 Συνέντευξη με τον ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 

Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου

Μέχρι σήμερα ήταν μύθος. Μετά από προσπάθειες πολλών που έπεσαν στο κενό για διαφορετικούς λόγους η αγορά πρέσας έγινε πραγματικότητα στην Ελλάδα και ανοίγει το δρόμο τη δημιουργίας εργοστασίου παραγωγής βινυλίων που σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα μέχρι το τέλος του 2016 θα γίνει πραγματικότητα. Η αυξημένη ζήτηση των Ελλήνων μουσικών να καταγράψουν τη δουλειά τους σε βινύλιο, αλλά και ανάγκη επανεκδόσεων σημαντικών δίσκων του παρελθόντος που εξαφανίστηκαν και οι τιμές τους έφθασαν σε δυσθεώρητα ύψη καθώς και η ίδια η τροχιά της μουσικής που φέρνει την ανάγκη να ακούγεται ο ήχος όπως πραγματικά του αξίζει με τη διαδικασία της ακρόασης να μην χαθεί μπροστά στον υπολογιστή μας και στη βιασύνη του ακούσματος έκανε επιτακτική την τύπωση βινυλίων και στην Ελλάδα. Είναι φανερό πια ότι οι απανταχού vinyl maniacs μπαίνουν σε λίστα αναμονής λόγω του περιορισμού αριθμού εκδόσεων δίσκων βινυλίου και πολλές φορές είναι προπωλημένα πριν καν κυκλοφορήσουν στο εμπόριο ! Κάτι ανάλογο που συνέβαινε μόνο στη δεκαετία του ’60 με δίσκους τους Beatles για παράδειγμα. Βέβαια τώρα ο αριθμός τύπωσης των βινυλίων είναι σαφέστατα ελάχιστος συγκριτικά με τότε, καθώς τυπώνονται αριθμημένες κόπιες από 200 έως 1000 αντίτυπα το πολύ. Οι δίσκοι αυτοί διακινούνται σε όλα αυτά τα δισκάδικα, παλιά και καινούργια που ανθίζουν στην Ελλάδα, στα παζάρια δίσκων που συρρέει ο κόσμος και πολλές φορές δίνει περισσότερα χρήματα για εξαντλημένες κόπιες που θα βρει σε αυτά, ενώ υπάρχει και ενδιαφέρον για δίσκους κυρίως της εγχώριας pop-rock, εναλλακτικής και νέο-ψυχεδελικής παραγωγής και κάποιες άλλες κόπιες πωλούνται σε on line sales, είτε είναι επανεκδόσεις περασμένων δεκαετιών, είτε καινούργιας παραγωγής.
Ένας άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά όλη αυτή τη διαδικασία παραγωγής δίσκων βινυλίου και είναι πολύ μέσα στην μουσική από πιτσιρικάς και είχε κάποτε και το δικό του δισκάδικο και σήμερα εμπλέκεται με τη δική του δισκογραφική εταιρία G.O.D Records, ο Μιχάλης Ματθαίου, μας μιλά για όλο αυτό το γοητευτικό και για κάποιους παράξενο κόσμο των βινυλίων που από μεράκι έκανε κύρια επαγγελματική του ενασχόληση, αλλά και εμπλέκεται με ένα τρόπο και με την πολυαναμενόμενη, εγχώρια πια, παραγωγή δίσκων βινυλίου.

1.       Πώς και πότε ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τα βινύλια ; Είχες κάποια άλλη επαγγελματική διαδρομή ως βινυλιάς στο παρελθόν ;


Η ενασχόληση μου με τα βινύλια άρχισε από μωρό παιδί, στα 4 ανακάλυψα τα 45αρια του πατέρα μου που εκτός των άλλων ήταν τραγουδιστής κι έγραφε και τραγούδια και λίγο μετά στο δημοτικό,vμιας και υπήρχαν στην οικογένεια ναυτικοί, έβαλα λυτούς και δεμένους να μου φέρνουν σινγκλάκια απ’όλον τον κόσμο.Η κατάσταση μου προχώρησε έμπλεξα με το ραδιόφωνο ξεκινώντας με το Τρίτο Πρόγραμμα το 1987 και την δεκαετία του '90 άνοιξα στα Εξάρχεια δισκάδικο με μεταχειρισμένους δίσκους το The Crypt Records στην Εμ. Μπενάκη 62 πάνω από το μπαρ Stand  στο παλιό νεοκλασικό κτίριο στον 1ο όροφο και στο 58 ακριβώς δίπλα με βιτρίνα. Μετά τα πράγματα εκτροχιάσθηκαν λίγο, γεμίσαμε αποθήκες με δίσκους, το σπίτι μου στα Εξάρχεια, ακόμα και στην μονοκατοικία των γονιών μου ,τους γέμισα το γκαράζ με 10.000 δίσκους.  Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και το μόνο λογικό βήμα ήταν για μένα να προχωρήσω στην ίδρυση μιας ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας μαζί με την γυναίκα μου και πολύτιμο συνεργάτη, Μαρία Σοφία. ¨Εχω κάνει και τον dj σε πολλά μαγαζιά κι ακόμα τον κάνω καμιά φορά, τελευταία δε εκπομπή ραδιοφωνική ήταν το 2012 σε ένα ιντερνετικό ραδιόφωνο, αλλά κι αυτό θα το ξανακάνω, είναι μεγάλο πάθος η ενασχόληση με την μουσική σε όλες τις μορφές της.

2     - Η ανεξάρτητη δισκογραφική σου εταιρία G.O.D. Records τι σημαίνει ακριβώς, πότε ιδρύθηκε και κάτω από ποιες συνθήκες ;
G.O.D. είναι αρχικά και σημαίνουν Garden Of Dreams, ο κήπος των ονείρων των δικών μου και όσων αγαπούν τις μουσικές που ανθίζουν σ’αυτόν τον κήπο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ιδρύθηκε δεν είναι ιδιαίτερες για μένα, ήταν απλά το επόμενο λογικό βήμα, να βγάλουμε σε βινύλιο αυτά που θέλουμε να ακούμε. Η εταιρεία ιδρύθηκε από εμένα και την γυναίκα μου στις 7 Δεκεμβρίου του 2013.

         - Σε τι ρεπερτόριο κινείτε και πόσες παραγωγές δίσκων έχεις κάνει έως τώρα ;
Το ρεπερτόριο μας είναι το ψυχεδελικό ροκ νέο και παλαιό, το γκαράζ επίσης και το στόνερ ροκ που έχει τεράστια άνθηση με σπουδαίες δουλειές και πολύ καλές μπάντες παγκόσμια και η acid folk σαν την νέα μας κυκλοφορία του Σείριου Σαββαΐδη “Πλανωδία”. ¨Έχουμε μέχρι τώρα αισίως 54 παραγωγές σε βινύλιο και cd στα 2μιση χρόνια λειτουργίας μας και προχωράμε.

4    - Είναι κυρίως νέες κυκλοφορίες ή επανεκδόσεις παλιότερων δίσκων ;
Κυρίως νέες κυκλοφορίες και κάποιες επανεκδόσεις που κρίνουμε σκόπιμο να κόψουμε είτε γιατί δεν έχουν ξαναβγεί ποτέ (όπως οι Wet Taxis που βγάλαμε σε βινύλιο και cd) είτε γιατί δεν υπάρχει επίσημη ή προσεγμένη ηχητικά κλπ επανέκδοση.

5    - Στην Ελλάδα αυτή την στιγμή δραστηριοποιούνται περισσότερες ανεξάρτητες εταιρίες παραγωγής βινυλίων συγκριτικά με τις υπάρχουσες δισκογραφικές εταιρίες στην εποχή της ακμής τους ! Υπάρχει τόσο εύφορο έδαφος για το βινύλιο στην Ελλάδα ;
Στην Ελλάδα σαν αγορά και βέβαια όχι, δεν υπάρχει κοινό ικανό να απορροφήσει όλες αυτές τις εκδόσεις των εταιρειών, ακόμα κι αν οι εκδόσεις πλέον είναι πιο μαζεμένες σε νούμερα,250-500 κόπιες. Οι πωλήσεις στο μεγάλο μέρος τους γίνονται στο εξωτερικό και σ’αυτό έχει βοηθήσει η αμεσότητα του ίντερνετ.

6   -  Για τι είδους ρεπερτόριο υπάρχει ενδιαφέρων από το εξωτερικό για ελληνικής παραγωγής δίσκους βινυλίου και πόσο ποντάρει η ελληνική αγορά στην αγορά του εξωτερικού ;
Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για stoner ψυχεδελικό ροκ με αγγλικό πάντα στίχο και για acid folk με κάτι το ξεχωριστό εδώ ξεπερνιέται ακόμα και το πρόβλημα της ιδιαιτερότητας της γλώσσας μας, αν πράγματι είναι αξιόλογο μουσικά. Η ελληνική αγορά ζει στην ουσία από τις πωλήσεις του εξωτερικού, η αγορά εδώ απορροφά ένα 10% των παραγωγών, εκτός κάποιων εξαιρέσεων εκδόσεων δίσκων που αφορούν όμως μόνο την Ελλάδα και επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μιλάω ειδικά για επανεκδόσεις ελληνικού ροκ που για κάποιο λόγο δεν πέρασε στο συλλεκτικό κοινό του εξωτερικού ή για νέες εκδόσεις με ελληνικό στίχο που της περιορίζει ή τέλος πάντων ότι περνάει μόνο στην Ελλάδα, τα  λεγόμενα “έντεχνα” και τα νεοχίπστερ.

7    -  Οι broggers (οι μεσολαβητές στην παραγωγή δίσκων βινυλίου από την Ελλάδα στο εξωτερικό) πόσο καθαρό ρόλο είχαν έως τώρα ;
O ρόλος των brokers είναι ξεκάθαρος, είναι αυτός του μεσολαβητή μεταξύ ενός εργοστασίου παραγωγής και της δισκογραφικής εταιρείας ή της μπάντας που κάνει μια προσωπική ανεξάρτητη παραγωγή. Όμως, ως άνθρωποι οι brokers έχουν και ελαττώματα, δεν είναι όλοι ξεκάθαροι ως προς το προϊόν που προσφέρουν ακόμα και ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Πολλές φορές μπάντες που ψάχτηκαν μόνες τους και πήγαν σε ένα broker με μόνο κριτήριο ότι τους έδωσε φθηνή τιμή, έκαναν να δουν δίσκο και 1 και 2 χρόνια και πολλές φορές δεν έπαιζε κιόλας κι ο τύπος δεν απαντάει ούτε σε email ούτε τηλέφωνα. Επίσης υπήρξαν και υπάρχουν και αρκετοί τυχάρπαστοι που απλά έφαγαν τα λεφτά κι εξαφανίστηκαν ή ‘άλλοι στα όρια του γραφικού, που τάζουν λαγούς με πετραχήλια,ότι έχουν πρέσες δικές τους κι ο δίσκος θα κοπεί Ελλάδα στα γρήγορα, ενώ κόβεται στην Αυστρία με το ανάλογο χρονικό περιθώριο. Μια εταιρεία πρέπει να επιλέξει συνεργασία με έναν συνεπή broker για να κάνει την δουλεία της, δοκιμασμένο και φυσικά με συμβόλαια ξεκάθαρα και με ποινικές ρήτρες αθέτησης.

8   -Τι είναι για σένα η εταιρία αυτή παραγωγής που έχεις ; Ασχολείσαι αποκλειστικά με αυτό ;
Η δισκογραφική εταιρεία που έχω είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος η αποκλειστική μου ενασχόληση και αν και είναι συνεχής και καθημερινή με τρελό ωράριο, δεν νιώθω ότι δουλεύω καν γιατί κάνω αυτό που αγαπάω.

9 - Το όνομά σου έχει εμπλακεί με το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής δίσκων βινυλίου στην Ελλάδα. Τι σχέση έχεις με αυτό και πόσο σημαντική είναι η ίδρυσή του στην διάδοση του βινυλίου στη χώρα μας ;


Έχω την χαρά να συμμετέχω κι εγώ σαν συνεργάτης σε μία προσπάθεια που γίνεται από πολλούς ανθρώπους, γνώστες της δουλείας για ένα νέο εργοστάσιο κοπής βινυλίου στην χώρα μας. Αναρτήσαμε φωτογραφίες από την πρώτη καινούργια πρέσα βινυλίου, φτιαγμένη στην Ελλάδα πριν μερικές μέρες στα σόσιαλ μήντια και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν υπέρ του δέοντος θετική. Θα έχουμε επίσημα νέα κι άλλες φωτογραφίες σύντομα. ¨Ενα τέτοιο εγχείρημα κρίνω ότι θα είναι καταλυτικά σημαντικό για την διάδοση του βινυλίου στην χώρα μας, γιατί από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 εως τώρα δεν υπήρχε η δυνατότητα κοπής στην Ελλάδα κι όλα γίνονταν έξω. Τώρα θα υπάρχει αμεσότητα στην επικοινωνία, πολύ γρηγορότεροι χρόνοι παράδοσης και καλύτερες τιμές για την Ελλάδα ,αν σκεφτείς μόνο πόσα θα γλυτώνεις από μεταφορικά. Επίσης επειδή όλα τα μηχανήματα είναι καινούργιας τεχνολογίας, θα είναι και οι κοπές πολύ καλύτερες ηχητικά και θα προσφέρεται ολόκληρο το πακέτο, δίσκος με εξώφυλλα ποιότητας και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, ένθετα, πόστερ,κλπ.

1 -Γιατί κατά καιρούς έγιναν αποτυχημένες προσπάθειες αγοράς πρέσας για την κοπή βινυλίων στην Ελλάδα, σε τέτοιο βαθμό που θεωρούνταν μύθος η δημιουργία εργοστασίου παραγωγής στη χώρα μας ;
Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, προφανώς δεν είχαμε να κάνουμε με σοβαρές προσπάθειες.


1 - Συμμετέχεις σε παζάρια δίσκων που γίνονται σε συχνά πυκνά διαστήματα πια στην Ελλάδα ; Ποια είναι η εμπειρία της συμμετοχής σου και αν ξεχωρίζει κάποιο για τη οργάνωσή του..
Ξεκίνησα να συμμετέχω σε παζάρια βινυλίου στην Ελλάδα, από το πρώτο που έγινε το ‘89 αν θυμάμαι καλά στο West. Με ένα διάλειμμα αρκετών ετών για προσωπικούς λόγους, συμμετέχω ξανά επίσημα από πέρσι (γιατί ανεπίσημα έδινα δίσκους της εταιρείας σε φίλους πωλητές για το παζάρι από πρόπερσι) με πάγκο της εταιρείας με δικές μας εκδόσεις και διανομές και επιλεγμένους μεταχειρισμένους συλλεκτικούς δίσκους. Το παζάρι που ξεχωρίζει και ήταν και το μοναδικό τα τελευταία χρόνια, εκτός από κάποια μικρά μπαζάρ σε μαγαζιά ,είναι το Vinyl is Back το οποίο η εταιρεία μας στηρίζει και συμμετέχει και θα εξακολουθήσει να συμμετέχει, γιατί είναι το πιο οργανωμένο και παρέχει  στους πωλητές τις καλύτερες προσφορές και πολύ καλή προώθηση και διαφήμιση αλλά και στους αγοραστές, ωραίους άνετους χώρους, δωρεάν προβολές ταινιών, συναυλίες και δρώμενα.

1  - Οι εκθέτες μπορούν να ανταποκριθούν σε συχνές συμμετοχές σε παζάρια δίσκων σε εποχή κρίσης ;
Για όλο τον κόσμο είναι δύσκολο σε τέτοιες εποχές, να συμμετέχει σε πολλά παζάρια δίσκου, πρώτα το αγοραστικό κοινό που πρέπει να επιλέξει που θα πάει για να ξοδέψει τα χρήματα του, αλλά και για τους εκθέτες γίνεται πολύ ανταγωνιστικό και χρηματοβόρο το πράγμα με τα συνεχή παζάρια, πολλά εξ αυτών κακοργανωμένα, μπαίνουν μέσα ή βγάζουν μόνο τα έξοδα τους, μιας κι ο κόσμος θα πάει σε κάτι γνωστό και δοκιμασμένο και δεν έχει διάθεση και χρήμα για πειράματα.

1  - Ποιες είναι οι κυριότερες μουσικές σου επιρροές  ;
Θα χρειαστούμε μια άλλη συνέντευξη για αυτήν την ερώτηση, γιατί έχω ένα πολύ ευρύ πεδίο στην μουσική. Η μουσική είναι μία, υπάρχει καλή και κακή, αλλά αυτό είναι υποκειμενικό. Εγώ λέω ότι υπάρχει μουσική με ψυχή και μουσική για τα φράγκα. Η πηγή όλης της σύγχρονης μουσικής του 20ου και 21ου αιώνα είναι τα μπλουζ, οπότε μοιραία οι αναφορές μου είναι εκεί .Δεν έχει σημασία να αναφέρω ξερά κάποια ονόματα, απλά θα σου πω δίσκους που για μένα είχαν τεράστια επιρροή, το Disraeli Gears των Cream, το ομώνυμο των Traffic, τα 2 Jimi Hendrix Experience, τα 3 πρώτα του Van Morrisson το Τriangle των Beau Brummels, το Super Session των Αl Kooper Mike Bloomfield και Stephen Stills, το Foreven Changes των Love και μπορώ να συνεχίσω μέχρι αύριο…

 -Ποιες είναι οι άμεσες προτεραιότητες στις κυκλοφορίες δίσκων σου, στην G.O.D. Records  και αν σκοπεύεις να κάνεις ανοίγματα και σε άλλα είδη μουσικής ; 
Έχουμε βγάλει στην αγορά αυτές τις μέρες σε βινύλιο τον υπέροχο acid folk δίσκο του Σείριου Σαββαΐδη “Πλανωδία” που προανέφερα, o οποίος δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, σε περιορισμένη έκδοση διάφανο βινύλιο κι ένα πολυτελές κουτί από δερματινή σε 50 μόνο κόπιες που περιέχει τον δίσκο ένα cd και μια αφίσα. Επίσης κυκλοφορήσαμε άλλη μια ελληνική δουλειά σε cd των Robert Sin And The Huckleberries-.”..And the Ghosts In Between” ένα υπέροχο υβρίδιο americana και ψυχεδέλειας στο οποίο έπεται και συνέχεια. Πάντα έχουμε ανοιχτά τα αυτιά μας και τα μάτια μας σε καινούργια πράγματα, το μυστικό είναι να μην μένεις στάσιμος για να μην βαλτώσεις. Άλλωστε μου αρέσουν πολύ οι εκπλήξεις.





    Η πρέσα που θα τυπώνει βινύλια στην Ελλάδα !