Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΥΝΕΝΕΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΗΣΤΟ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗ του Γιάννη Αλεξίου






ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΗΣΤΟ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗ
(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή της Κυριακής" στις 25/8/2013)


Του Γιάννη Αλεξίου / e-mail : johnalex@hol.gr






 Φέτος γιορτάζει 40 χρόνια στο θέατρο. Πληθωρικός και προικισμένος ηθοποιός. Βραβευμένος στον κινηματογράφο. Δηλώνει ποιητής και μεγάλος λάτρης του Χίτσκοκ. Ο Χρήστος Βαλαβανίδης, μια σαρδόνια μορφή, με χαρακτηριστική φωνή, πηγαίο χιούμορ και άνεση στο παίξιμο σε όλα τα είδη θεάτρου. Γεννημένος στο  Νέο Φάληρο, την παλιά γειτονιά του Θανάση Βέγγου. Από τότε άλλαξε πολλές γειτονιές από το Χαλάνδρι στην πλατεία Αμερικής την πάλαι ποτέ πλατεία Αγάμων και από τη Νέα Σμύρνη στο Ψυχικό.
Λογοτέχνης – ηθοποιός καθώς έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και βρίσκεται πάντα με το μολύβι σε ετοιμότητα. Επίσης κατά καιρούς ανεβάζει παραστάσεις λόγου και παντομίμας στο Από Μηχανής Θέατρο του οποίου είναι ιδιοκτήτης από το ’96. Επίσης τα τελευταία χρόνια  επιμελείται μουσικά θεατρικές παραστάσεις όπως στα έργα : Λίστα Γάμου, Οι Σιδεράδες και Ο Έρωτας Δεν Δαγκώνει, παράσταση της γυναίκας του Ασπασίας Κράλλη. Η δισκοθήκη του μεγάλη. Λάτρης της κλασικής μουσικής, της τζαζ και των ρεμπέτικων. Ο μυστηριώδης ηθοποιός – γρίφος Γιώργος Βαλαβανίδης μας εξομολογείτε :


-Η μεγάλη ανατριχίλα της καριέρα σας ποια ήταν ;
«Μεγάλες ανατριχίλες της καριέρας μου ήταν η στιγμή που πρωτοβγήκα στο σανίδι κι όταν έπαιξα στην Επίδαυρο, όπου αισθάνθηκα τα πόδια μου κυριολεκτικά να λυγίζουν. Αισθάνθηκα ένα φοβερό δέος, ίσως γιατί είχα υπάρξει επί χρόνια θεατής των παραστάσεων της Επιδαύρου. Ήταν η Άλκηστις του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και ήμουν στο χορό. Έπαιξα ξανά σαν πρωταγωνιστής πια, εξακολουθούσα να έχω το ίδιο δέος, αλλά αυτή τη φορά τα πόδια μου δεν λύγισαν».
-Ποια κομμάτια της ζωής σας θα θέλατε να συναρμολογήσετε ξανά,
 καρέ – καρέ ;
 «Κατ’ αρχάς η ζωή μου μέσα στη μήτρα της μητέρας μου. Ήταν κατοχή και πολύ φοβάμαι ο τρικυμιώδης χαρακτήρας μου δημιουργήθηκε εκεί. Πολλές φοβίες που μας ακολουθούν στη ζωή μας ξεκινούν από εκεί. Είχα συναισθήματα ή δεν είχα ; Τι εντυπώσεις είχα από τις βομβαρδισμούς που άκουγε η μητέρα μου την ώρα που ήμουν στην κοιλιά της. Η ίδια μου λέει ότι έτρεμε. Θα ήθελα πάρα πολύ να το ξέρω. Τα επόμενα καρέ θα ήταν τα πρώτα χρόνια των παιδικών μου χρόνια που μου διαφεύγουν. Έχω αναμνήσεις από δύο ετών».
-Έχετε 40 χρόνια στο θέατρο. Κατά πόσο αλλάξει η ατμόσφαιρα στο θέατρο από την εποχή που κάνατε τα πρώτα καλλιτεχνικά σκιρτήματα και αν το όραμά σας παραμένει το ίδιο μετά αυτή την πλούσια πορεία ;
«Δεν ανήκω σε αυτούς που κατηγορούν τις νέες γενιές και λένε ότι εμείς στην εποχή μας ήμασταν καλύτεροι. Κάθε γενιά έχει τα δικά της οράματα, τους δικούς της προβληματισμούς. Τα σημερινά παιδιά είναι πολύ πιο προσγειωμένα γιατί εμείς ήμασταν μαλάκες. Αφήσαμε να μας συμβούν πράγματα που δεν έπρεπε να τ’ αφήσουμε. Ίσως επειδή ήμασταν καλοπροαίρετοι, ίσως από υπερβολική καταπίεση των παλαιοτέρων. Δεν ξέρω ποιος δικαιώνεται. Η απόλυτη αυστηρότητα να κρατάς τους ανθρώπους σε απόσταση, να τους καταπιέζεις, να τους δίνεις λίγα και να τους παίρνεις πολλά, όπως έκαναν οι παλιότεροι σε μας ή να έχεις την πλήρη ελευθερία σ’ ένα κλίμα όλοι μαζί, ένα γενικό για σένα. Είναι ένα ερώτημα που απαντιέται μετά από πάρα πολλά χρόνια. Δεν έχω παίξει ποτέ το παιχνίδι της εξουσίας και ως παλιός ηθοποιός και ως θιασάρχης και ως πρωταγωνιστής και ως θεατρόνης. Ήθελα να κάνω καλό θέατρο και θέατρο για τον πολύ κόσμο όσο γίνεται με λιγότερους συμβιβασμούς. Αυτό ήταν το όραμά μου. Νομίζω ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό το έχω πετύχει. Τα αρνητικά πράγματα που έχω κάνει, όπως οι βιντεοταινίες, δεν έχουν γράψει επάνω μου. Έχω κάνει κι από δαύτες τότε που δεν είχαμε άλλη εναλλακτική λύση».
-Είχατε γενικότερα εμμονές στη ζωή σας και που σας οδήγησαν ;
«Είχα και εξακολουθώ να έχω. Κατ’ αρχάς η εμμονή μου στο παιχνίδι. Κάθε είδους παιχνίδι. Είμαι φανατικός χρήστης κομπιούτερ και αρέσκομαι στα video games. Επίσης είμαι τελειομανής στη δουλειά μου. Άλλη εμμονή μου».
-Μια άλλη πτυχή του ηθοποιού Χρήστου Βαλαβανίδη…
«Δεν ξεκίνησα για ηθοποιός. Ήμουν ένας νεαρός λογοτέχνης που σπούδαζε νομικά στη Θεσσαλονίκη και ασχολιόταν με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου με είδε σε μια παράσταση και μου δήλωσε απερίφραστα ότι πρέπει ν’ αφήσω πίσω την καριέρα του νομικού και να πάω στο θέατρο. Πράγμα σπάνιο. Είχα ένα πατέρα με ανοιχτά μυαλά. Το επάγγελμα του ηθοποιού δεν με ικανοποιεί πάρα πολύ. Βασικά είμαι ποιητής. Αυτή είναι η καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Από ποιήματα όμως δεν ζει κανείς. Πρέπει να γίνει κανείς διαφημιστής, όπως πολλοί φίλοι μου ποιητές, και διαφημίζουν σοκολάτες, σερβιέτες και τσιγάρα, ή να γίνεις ηθοποιός. Διάλεξα το δεύτερο. Όπως λέει και ο  
Σεφέρης : προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι…Το γράψιμο έχει γίνει αντιστασιακή πράξη στις μέρες μας. Μας περιβάλλει αυτή  τεράστια χυδαιότητα στην οποία προσπαθούμε άνθρωποι σαν εμένα να αντισταθούμε…»
-Δείχνετε ανήσυχος τύπος. Τι σας ηρεμεί ;
«Να είμαι στο σπίτι μου και να μην κάνω τίποτα. Επειδή συνήθως κάνω πάρα πολλά, το να μην κάνω τίποτα είναι για μένα η μεγάλη απόλαυση».
-Ένα ωραίο μεγάλο και κοφτερό μαχαίρι στα χέρια σας κατά ποιού θα το στρέφατε ;
«Θα έστρεφα το μαχαίρι κατά όλων όσων κρατούν μαχαίρι».
-Στο θέατρο υπάρχει σασπένς ;
«Υπάρχει και είναι αυτό που περνάμε κάθε χρόνο : τι θα κάνω του χρόνου ; Χωρίς σασπένς δεν έχει ενδιαφέρον η ζωή. Το απρόβλεπτο είναι πάντα μέσα στη ζωή μας και την κάνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα».
-Ποια ηθοποιό λατρεύεται ;
«Τη Σίρλεϊ Μακ Λέην, μια ηθοποιός που λατρεύω. Υπήρξα ερωτευμένος μαζί της, δεν ξέρω τι άποψη έχει εκείνη γι’ αυτό, δεν της το έχω πει ακόμα, αλλά θα της το πω κάποια στιγμή».
-Το κεφάλαιο φιλία και έρωτας στη ζωή σας πώς είναι ;
«Έχει συμβεί πολλές φορές οι φιλικές σχέσεις να εξελιχθούν σε ερωτικές. Εκεί αρχίζουν τα μπερδέματα γιατί η φιλία είναι τελείως άλλο πράγμα από τον έρωτα. Η φιλία είναι πιο σταθερή. Ο έρωτας είναι παροδικός».
-Ποιοι υπήρξαν οι παιδικοί σας ήρωες ;
«Ο Λέμμυ Κόσιον στην Μάσκα. Στο σινεμά έπαιξε το ρόλο του ο Έντι Κονσταντίν. Επίσης ο Ρομπέν των Δασών, ο υπερασπιστής των φτωχών, των αδυνάτων, των γυναικών. Φοβερός».
-Ποια δολοφονία σας έχει συγκλονίσει περισσότερο ;
«Του Κέννεντι, ως προς το θράσος που είχαν οι δικαστές να βγάλουν λάδι την υπόθεση».
-Για την πολιτική ;
«Έχω μια απαξία για την πολιτική. Προτιμώ την τέχνη της υποκριτικής και όχι την τέχνη της υποκρισίας».
-Σας ευχαριστώ πολύ !
Επίσης !”



Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ του Γιάννη Αλεξίου





ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ 
με αφορμή την συναυλία της στο Ηρώδειο «Χθες Άρχισα Να Τραγουδώ» - 50 Χρόνια Μαρία Φαραντούρη
(δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή της Κυριακής 15/9)



 Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ / e-mail : johnalex@hol.gr

                                                    

 Τραγουδίστρια διεθνούς εμβέλειας με καλλιτεχνικό όραμα, αναγνωρίσιμη φωνή και ευρύ ρεπερτόριο, βασισμένο στην ελληνική ποίηση. Ερμηνεύτρια ταυτόσημη με την καλλιτεχνική περιουσία του ελληνικού πολιτισμού. Η διαχρονική Μαρία Φαραντούρη γιορτάζει 50 χρόνια πορείας με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο την Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου με γενικό τίτλο «Χθες Άρχισα Να Τραγουδώ» που περιλαμβάνει τις πιο σημαντικές στιγμές μιας μεγάλης καριέρας, αλλά και κάποιες ερμηνευτικές εκπλήξεις. Την συναυλία θα τιμήσει με την παρουσία του και ο μέντοράς της Μίκης Θεοδωράκης, ο δημιουργός που την έβαλε στο τραγούδι και συνέδεσε το όνομά της μαζί του στην κατά τα άλλα πλούσια σε συνεργασίες με κορυφαίους δημιουργούς, καριέρα της. Προσκαλεσμένοι της το βράδυ αυτό θα είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Έλλη Πασπαλά και η Σαβίνα Γιάννατου, ενώ θα την πλαισιώσει ορχήστρα κορυφαίων Ελλήνων μουσικών. 
Η Μαρία Φαραντούρη, η ερμηνεύτρια που έγινε οικουμενική μέσα από την ελληνικότητά της μας μιλά για το ξεκίνημά της, την Ελλάδα της κρίσης και τις προοπτικές της, με αφορμή την σημαντική αυτή συναυλία στην καριέρα της…

-50 Χρόνια Μαρία Φαραντούρη ακούγονται πολλά για το πόσο νέα είστε…
«Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει. Άλλωστε ποτέ δεν έκρυψα την ημερομηνία γέννησής μου. Πενήντα χρόνια τραγούδι είναι η αλήθεια μου, είναι η ζωή μου, είναι η προίκα μου, ότι έχω ζήσει έτσι βαθύ και διαχρονικό και δεν φοβάμαι την αλήθεια. Μια εποχή που είχε βάρος ποιητικό. Η ποίηση ήταν το κλειδί για το όραμα, το κλειδί για την μαγεία και την φαντασία που είχαν οι δημιουργοί : ζωγράφοι, στιχουργοί, ποιητές, συνθέτες. Είχα την τύχη να ανοίξω τα φτερά μου κοντά τους. Αυτό σε καθορίζει, δεν μπορείς να κάνεις άλλες επιλογές από αυτό που σε χαρακτήρισε από μικρό παιδί. Αυτά τα υπέροχα τραγούδια διέδωσα στο εξωτερικό, όπως έκανα στην συνεργασία με τον Τσάρλς Λόιντ, παλιότερα με τον Τζων Γουίλιαμς στην κιθάρα ή με τον Ζούμπιν που συναντήθηκα δύο φορές και με διηύθυνε στο Μουτχάουζεν, σε ενορχήστρωση του Λέο Μπράουερ, αλλά και σε άλλες συνεργασίες που ετοιμάζω τώρα. Όλα αυτά μου δίνουν δύναμη και ενέργεια και διψάω να δείξω αυτή την παγκόσμια διάσταση του έργου μας, αλλά και της ελληνικής παράδοσης».
-Ξεκινήσατε πολύ μικρή το τραγούδι…
«Ήμουν μαθήτρια στο σχολείο ! Δεν είχα κλείσει ακόμη τα 16».
-Τι συνέβη τότε, το 1963 ; Ποια ονόματα μεσουρανούσαν και τι αισθανόσασταν εσείς ως πιτσιρίκα δίπλα σε αυτά τα «μεγαθήρια» του ελληνικού τραγουδιού ;
«Το θεωρούσα φυσικό μου. Δηλαδή είχα επίγνωση και συνείδηση τι θ’ ακολουθήσω και αυτό αισθανόμουν ότι είναι για μένα η ζωή μου και η μοίρα μου. Το ’63 ο Γρήγορης Μπιθικώτσης ήταν ήδη καταξιωμένος και τραγουδούσα μαζί του, όπως επίσης με την Σούλα Μπιρμπίλη. Σε μια άλλη περιοδεία ήταν και η Ντόρα Γιαννακοπούλου. Υπήρχαν και άλλοι νεώτεροι από μένα όπως ο Πέτρος Πανδής και η Μαρία Δημητριάδη. Το ’63 πήγαινα μαζί με τον Μάνο Λοϊζο στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής κι εκεί ειδωθήκαμε με το Σαββόπουλο μόλις κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη. Καθημερινά κάναμε πρόβες με τη χορωδία. Το Διονύση τον θυμάμαι με ακουμπισμένο το πόδι στην κουζίνα του διαμερίσματος να κάνει την πρόβα του, δεν εντάχθηκε στη χορωδία και τραγουδούσε το Ήλιε, ήλιε αρχηγέ…Εκεί στο σύλλογο με γνώρισε ο Μίκης και μου είπε «το ξέρεις ότι θα γίνεις η μούσα μου, η ιέρειά μου ;» κι εγώ απάντησα «ναι το ξέρω !». Έμεινα με τον Μίκη, αφοσιώθηκα και συνέχισα το ταξίδι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές που απαγορεύτηκε το τραγούδι του από τη διδακτορία συνέχισα στο εξωτερικό και θα μπορούσα κι εγώ να γίνω μια διεθνής σταρ αλλά αυτό είχε σαν προϋπόθεση να αφήσω το ελληνικό τραγούδι και να κάνω καριέρα διεθνή και να τραγουδούσα τραγούδια της μόδας. Αυτό δεν με ενδιέφερε γιατί είχα την προσοχή μου στην ποίησή μας, το τραγούδι μας, με ενδιέφερε η αίσθηση της Ελλάδας, του φυσικού μου χώρου».   
-Η παγκόσμια τάση που επικρατούσε στην μουσική πόσο σας επηρέασε στο ξεκίνημά σας ;
«Ήταν οι Μπητλς, η παγκόσμια μπαλάντα, με την Τζοάν Μπαέζ τα πρώτα χρόνια και τον Μπομπ Ντύλαν και μετά τα ροκ των Ρόλλινγκ Στόουνς, στην Αμερική η υπέροχη Τζόνι Μίτσελ και η Τζάνις Τζόπλιν που έγινε το κακό…Αυτά ακούγαμε, αλλά κυρίως Μπητλς που είχα την τύχη να τους συναντήσω το 1968 όταν με πήγε ο Αλέξης Μάρδας, στενός συνεργάτης τους, στο στούντιο Apple, όπου τους συνάντησα μέσα στο στούντιο σε μια προσωπική ακρόαση. Ήταν ο Πωλ ΜακΚάρτνεϊ, η Τζων Λέννον και η Γιόκο Όνο και τους τραγούδησα ένα απόσπασμα από το Άξιον Εστί, την Μαρίνα και δύο άλλα τραγούδια με συνοδεία πιάνου του Κυριάκου Σφέτσα. Είχα πάει εκεί για να τους επηρεάσω να πουν ένα τραγούδι του Μίκη που εκείνη την εποχή ήταν στη φυλακή και στην απομόνωση, αλλά και να τους ευαισθητοποιήσω να πάνε στην Ελλάδα που ήταν η χούντα. Έτσι έκαναν οι Μπητλς το Αν Θυμηθείς τ’ Όνειρό μου του Μίκη, αλλά μετά διαλύθηκαν και δεν πρόλαβαν να το επισημοποιήσουν. Τους άρεσε πολύ η φωνή μου και μου ευχήθηκαν καλή πορεία».
-Τότε ήταν που ο Τζων Κέρρυ διαδήλωνε τότε κατά του πολέμου και τώρα σαν υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ ζητά χτύπημα στη Συρία. Πολλά άλλαξαν από τα 60’ς, όπως και πολλοί άνθρωποι που έγραψαν την ιστορία τότε. Είναι μύθος ή πραγματικότητα η δεκαετία του ’60 ;
«Ήταν η εποχή των μεγάλων ανατροπών που συνοδευόταν από μεγάλα κοντσέρτα, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, πολύ ωραία πράγματα. Έζησα μια εποχή δημιουργικής ορμής, πάρα πολύ και στην Ελλάδα. Ο πόλεμος δεν σταματάει ποτέ. Ξέρουμε όλοι τη γυμνή αλήθεια. Υπάρχει ανάγκη για να πουληθούν τα όπλα και όλα τ’ άλλα είναι δικαιολογίες και ψέματα στους λαούς. Η γενιά μου ήταν τυχερή και δεν βιώσαμε άμεσο πόλεμο στη χώρα μας, αλλά τώρα βιώνουμε ένα οικονομικό πόλεμο. Σίγουρα το πρόβλημα του διπλανού, αφορά και σένα, δεν πρέπει να βλέπει κανείς μόνο τον εαυτό του. Αυτά πάθαμε γιατί ζούσαμε τον καιρό του ευδαιμονισμού και του μειλίχιου τέρατος που λέω εγώ, να μας σκοπεύει και να λέμε ω, τι ευτυχία και ξαφνικά γίνεται αυτό το σοκ και ένα κομμάτι του κόσμου είναι τόσο απελπισμένο που άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι δεν έχουν που να ζήσουν, ε αυτό δεν μπορείς να πεις ότι το κρύβω και ας το αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Η τέχνη αυτό δείχνει ότι κανείς δεν πρέπει να παλεύει μόνος του για ν’ αλλάξει τα πράγματα, όλοι μαζί. Ο διπλανός μας αφορά, όπως και το πρόβλημά του. Μόνοι όλοι μαζί θα βοηθήσουμε για ν΄ αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο γιατί εδώ έχεις να παλέψεις με θηρία, με αόρατους εχθρούς. Να παλέψουμε όλοι μαζί ν’ αλλάξουμε αυτό το σύστημα, να γίνει ανθρωπινότερο, όχι ο φτωχός κόσμος να την πληρώνει σε κάθε κρίση».
-Τι γνώμη έχετε για τον ΣΥΡΙΖΑ και αν πιστεύεται ότι είναι η μόνη ελπίδα της αριστεράς αυτή την στιγμή ;
«Είναι η ελπίδα με την έννοια ότι δεν έχει φθαρεί στην εξουσία, αλλά θα είναι δύσκολα και για τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, το γνωρίζει ελπίζω ο Τσίπρας γιατί είναι ένας νέος πολιτικός, αλλά φαίνεται κι έξυπνος άνθρωπος. Αυτό που θέλω, όποιο κόμμα κι αν βγει στην εξουσία στις επόμενες εκλογές και πολύ πιθανόν να είναι η αριστερά, να προστατεύσουν τα ασθενέστερα στρώματα. Πρέπει να έχουν έτοιμο σχέδιο πώς θα αποκαταστήσουν τον κόσμο που δεν έχει να φάει, που δεν έχει που την κεφαλή κλείνει, είναι τεράστιο αυτό το πράγμα. Θαύματα στην εποχή μας δεν μπορούν να κάνουν. Και κάτι ακόμα : Όλος ο κόσμος ξέρει ότι είμαι αριστερή και με το ΠΑΣΟΚ αριστερή ήμουν, όμως ποτέ δεν ταυτίστηκα με το κόμμα αυτό, ποτέ».
-Σας ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης !»


* Συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη «Χθες άρχισα να τραγουδώ», 50 χρόνια καλλιτεχνικής πορείας, στο Ηρώδειο Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 9 μ.μ. Την συναυλία θα τιμήσει με την παρουσία του ο Μίκης Θεοδωράκης. Συμμετέχουν : Δ. Σαββόπουλος, Έ. Πασπαλά, Σ. Γιαννάτου.  Τιμές από 20 έως 90 ευρώ, μειωμένο 15.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΜΗΝΑ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ του Γιάννη Αλεξίου







ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΜΗΝΑ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή της Κυριακής" στις 8/9)



                                                                                                   

Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ  /   e-mail : jalexiou67@gmail.com


Ποιοτικός, βραβευμένος και πληθωρικός ηθοποιός, ανήκει στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου. Ο Μηνάς Χατζησάββας είναι από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, ιδρυτής του Ελεύθερου Θεάτρου, όπου δημιουργούσε ουρές στις εκπληκτικές παραστάσεις του στο Ανοιχτό Θέατρο την περίοδο 1984-98 , με ρεπερτόριο αριστουργηματικών έργων και εξαιρετικών ερμηνειών του, σε μια περίοδο που ο κόσμος διψούσε για κάτι καινούργιο, ο Μηνάς Χατζησάββας ήταν το πρότυπό του. Ηθοποιός που διατήρησε μια ποιότητα στη δουλειά του είτε αυτός ο χώρος λέγεται τηλεόραση είτε θέατρο.
Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου το 1969 και με μαθήματα  υποκριτικής στο Cours Simon στο Παρίσι, γεννήθηκε στην Άνω Νέα Σμύρνη και είναι λάτρης της κλασικής μουσικής.
Επίσης έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων: «Σπέρμα», «Η Χαμένη», «Δύο Σταγόνες Βροχή» (με το ψευδώνυμο Πρόδρομος Σαββίδης.  
Με αφορμή τον ρόλο του ως Αγαμέμνονας στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, την οποία μετά την περιοδεία της ανά την Ελλάδα, παρουσιάζεται στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο, ο κορυφαίος ηθοποιός Μηνάς Χατζησάββας μίλησε για τη ζωή του που είναι το ίδιο το θέατρο…  

-Έχετε περισσότερα από 40 χρόνια στο θέατρο, σε μια παράλληλη πορεία με το σινεμά. Κατά πόσο αλλάξει η ατμόσφαιρα στο θέατρο από την εποχή που κάνατε τα πρώτα καλλιτεχνικά σας βήματα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και αν το όραμά σας παραμένει το ίδιο μετά αυτή την πλούσια πορεία ;
«Ζήσαμε μια σοβαροφάνεια. Έτσι φαίνονταν. Ο δάσκαλος, ο μαθητής, στις θέσεις τους. Δεν συμφωνώ και προσπαθώ να μην είμαι έτσι στους νεώτερους. Το όραμά ήταν να ανακαλύψω και να εκφραστώ, εγώ προσωπικά, με κάποια πράγματα που δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων μόνος μου να εκφράσω. Μέσω του θεάτρου έβγαλα αυτά που ήθελα να βγάλω. Εξακολουθεί να γίνεται αυτό. Έχω καταφέρει να κοιμάμαι ήσυχος…».
-Όπως η περίφημη δουλειά που κάνατε επί σειρά ετών στο Ελεύθερο Θέατρο…
«Όσα έγιναν με αντιπροσωπεύουν και με εκφράζουν».
-To σασπένς στη ζωή σας εξιτάρει ;
«Χωρίς σασπένς δεν έχει ενδιαφέρον η ζωή. Το απρόβλεπτο είναι πάντα μέσα στη ζωή μας και την κάνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα».
-Πότε φτάνετε στα όρια σας μέσα στη δουλειά σας ;
«Σε κάθε πρεμιέρα αισθάνομαι μεγάλη ανατριχίλα. Κάθε φορά νοιώθω ότι χάνω πέντε χρόνια από τη ζωή. Σαν μεγάλη ανατριχίλα από το αποτέλεσμα ήταν με τον Ματίας Λάνχοφ και το Κρατικό Βορείου Ελλάδας στις Βάκχες στην Επίδαυρο το ’97. Αισθάνθηκα ότι έγινε κάτι συνταρακτικό, για άλλους θετικό και κατ’ άλλους αρνητικό. Ανατριχίλα ένοιωσα και όταν προχθές χάλασε κάτι πάνω στην σκηνή. Η μεγάλη ανατριχίλα συνέχεια μας ακολουθεί…».
-Η σχέση σας με το χρόνο ποια είναι ;
«Μου έρχονται κάποιες φορές καρέ – καρέ εικόνες από τη ζωή μου. Δεν ξέρω αν θα’ θελα να τα ξαναζήσω. Συνήθως δεν κοιτάζω φωτογραφίες, ίσως δεν θέλω να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Περισσότερο θα’ θελα να είχα σαν φιλμ είναι το μέλλον. Να δω τι θα συμβεί παρακάτω. Το παρελθόν με θλίβει πολλές φορές. Σκέπτομαι τις αγωνίες να γίνουν κάποια πράγματα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ανατρέχω πολύ στο παρελθόν».
-Είχατε γενικότερα εμμονές στη ζωή σας και που σας οδήγησαν ;
«Το θέατρο είναι η τεράστια εμμονή μου. Και στο ρεπερτόριο είχα εμμονές, όμως προσπαθώ να τις περιορίσω τώρα τελευταία. Στο κλασικό θέατρο αισθανόμουν καλύτερα. Πάντα ήθελα και επιδιώκω να είμαι πιο ανοιχτός και πλατύς στις επιλογές μου».
-Νοιώσατε ποτέ τάσεις αυτοκαταστροφής ;
«Μακάρι να μην βγουν και άλλοι με τις δικές μου τρέλες και εμμονές». 
-Τελευταία, μεταξύ άλλων προσωπικοτήτων, αμφισβητήθηκε η αξία της Αλίκης Βουγιουκλάκης από την κριτικό Ροζίτα Σώκου. Τι λέτε ;
«Θα σας πω μόνο ότι όταν είχα δει τη Βουγιουκλάκη, ως μαθητής δημοτικού, είπα ότι αξίζει να είσαι ηθοποιός».
-Φαίνεστε ήρεμος άνθρωπος. Πότε φτάνετε στα άκρα ;
«Συνήθως φθάνω πάρα πολύ τακτικά στα άκρα, μόνο που δεν το δείχνω. Όταν το δείξω γίνεται μεγάλος πανικός, αλλά γενικώς έχω υπομονή. Δείχνω κατανόηση για τους γύρω μου κάτι που πολλές φορές μου δημιουργεί πιέσεις».
-Ονειρεύεστε ;
«Όταν βλέπω όνειρα είμαι ευχαριστημένος. Αισθάνομαι ότι ο χρόνος δεν ήταν χαμένος γιατί πάντα ένα όνειρο σε βάζει σε σκέψεις. Ένα όνειρο σου δημιουργεί μια διάθεση, καλή ή κακή, ξεκινώντας τη μέρα σου. Λειτουργεί ψυχαναλυτικά. Όταν δεν βλέπω όνειρα είναι μια περίεργη σιωπή που αρχίζει να σε ανησυχεί λιγάκι».
-Ποιοι υπήρξαν οι παιδικοί σας ήρωες ;
«Ο Τεν – Τεν ήταν ήρωάς μου καθ’ ότι γαλλικής κουλτούρας. Ακόμη ένα παιδί στη γειτονιά μου, που όλοι τον έλεγαν, ο αλήτης. Έκανε απίστευτα πράγματα. Έβριζε, έσπαγε τζάμια. Ήταν ήρωάς μου γιατί εγώ ήμουν μέσα σε μια αυλή και καθόμουν κι έβλεπα αυτόν να σπάει τζάμια. Μ’ άρεσε πολύ που μπορούσε και τα κατάφερνε…». 
-Ποια δολοφονία σας έχει συγκλονίσει περισσότερο ;
«Του Κέννεντι, αν και δεν ήταν το αθώο πρόβατο που τον σκότωσαν. Με συγκλόνισε στην εποχή της, ήμουν νέος. Δεν ήμουν τόσο πολιτικοποιημένος όπως στην εφηβεία μου. Νεώτερος ήμουν και πιο μαχητικός. Δεν είμαι απολιτίκ γιατί έχω έτσι κι αλλιώς μια αριστερή σκέψη. Κατά τ’ άλλα η χυδαιότητα γύρω μας είναι ακμαία και επικρατούσα κατάσταση πλέον στον τόπο μας».      
-Πώς είναι οι σχέσεις στη ζωή σας ;
«Οι περισσότερες σχέσεις μου, οι πιο φιλικές που κρατάνε μέχρι τώρα, ήταν προηγούμενα και ερωτικές. Δένει τους ανθρώπους ο έρωτας. Βέβαια όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, ή όταν γίνεται ο χωρισμός είναι επώδυνο πιθανόν και για τους δύο, αλλά μετά όμως κατακτιέται μια σχέση φιλίας. Αυτό μου έχει αποδείξει η ζωή».
-Σας ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης !»

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ του Γιάννη Αλεξίου



 Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

                                                             Εικόνες της πόλης

 Παλιά γειτονιά                                                                   

 Γεννήθηκα στη βόρεια πλευρά της πόλης, στην Κηφισιά και από τριών  χρονών μέχρι σήμερα  ζω στη νότια πλευρά της, στη Νέα Σμύρνη. Ένας δρόμος μας χωρίζει από το Παλαιό Φάληρο, την παλιά Αμφιθέα, Βουρλοπόταμο την έλεγαν οι παλιοί.
Στη γειτονιά μου μέχρι τη δεκαετία του ’90 υπήρχαν μόνο μονοκατοικίες. Στο σπίτι μας είχαμε πηγάδι, περιβόλι, τριανταφυλλιές και την παλιά εκείνη στριφογυριστή σκάλα που ανέβαινες στην ταράτσα να δεις τη θάλασσα. Όλοι στη γειτονιά γνωριζόμασταν και χαιρετιόμασταν. Πιτσιρικάδες παίζαμε μπάλα στις τρεις αλάνες κι αν το παρακάναμε όλο και κάποιος έβγαινε στη βεράντα και μας φώναζε, κι ήταν αρκετό αυτό για να σταματήσει η φασαρία. Υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
 Στη γειτονιά υπήρχε ακόμη παγοπώλης, παλιός τσολιάς, που έβαζε τον πάγο στην καρότσα μιας Mercedes του ’30. Άλλη συμπαθής φιγούρα της γειτονιάς ήταν ο λαχειοπώλης ο κυρ-Μανώλης που πουλούσε λαχεία καθισμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι και με ρωτούσε όταν έβρεχε εάν έχουν βγει μηχανάκια με κουβούκλιο καθώς με έβλεπε με ένα αυτόματο και του απαντούσα «δεν υπάρχει». Περνούσε το μεσημέρι η αεροσυνοδός και όλα τα αγόρια ήμασταν καρφωμένα στα παράθυρα. Από φίλο γείτονα, γιος μεγαλογιατρού, λάτρη των τεχνολογικών εξελίξεων, άκουσα για πρώτη φορά ότι «τώρα δουλεύω από το σπίτι μου» , προχωρημένο για 70’ς και μου άρεσε πολύ.
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι του μένει ακόμη η οικογένεια της μεγαλύτερης σοκολατοβιομηχανίας, αλλά δεν είχε τύχει να μιλήσουμε ποτέ. Μόλις χθες είπαμε μια ζεστή καλημέρα σαν παλιοί στη γειτονιά που ωστόσο άλλαξε τόσο πολύ. Μόνο οι δύο αυτές μονοκατοικίες απέμειναν. Μαζί άλλαξε και το ήθος των ανθρώπων, ευτυχώς όχι η ηθική. Λίγοι μείναμε από τότε, και δεκάρα φαίνεται να μην δίνουν οι νέοι κάτοικοι των «κουτιών» που δεν είμαι και σίγουρος από πού έχουν έρθει ακριβώς. Χάθηκε η ταυτότητα του καθενός που ήξερες ότι το σπίτι εκείνο είναι του τάδε, και το παραδίπλα του άλλου. Είχαν ονοματεπώνυμο τα σπίτια, όποιος κι αν έμενε μέσα. Τώρα τα παιδιά μπορούν να παίζουν μπάλα και να ενοχλούν χωρίς να σέβεται κανείς από αυτά τους άλλους και μάλιστα με τις ευλογίες των γονιών τους. Ακόμη μπορεί να σου πέσει κάτι κάτω και να μην το ξαναδείς ποτέ, να εξαφανιστεί βρε αδερφέ. Μπορεί να κάνεις το γύρο του τετραγώνου και να μην δεις κανένα γνωστό και να μην ακούσεις καμία καλημέρα. Και αυτό που με τρελαίνει είναι ότι δεν πέρασαν και τόσο χρόνια, ρε γ….


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΙΝΥΛΙΟΥ



                          ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΙΝΥΛΙΟΥ


ΒΙΝΥΛΙΟ…Μεγάλη ιστορία…Μεγάλο πάθος. Αν σκεφτεί κανείς ότι η μουσική είναι ο πιο πιστός φίλος του ανθρώπου τότε σίγουρα για να τη χορτάσει δεν φτάνει μια ζωή. Ο δίσκος, το βινύλιο που λέμε, είναι ίσως το μόνο πράγμα που όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη έστω και μια φορά στη ζωή τους αγόρασαν, δώρισαν, άκουσαν, χάρηκαν τον ήχο του, χόρεψαν ή έσπασαν ακόμη σε πιο ειδικές περιπτώσεις. Ναι είναι αλήθεια ότι το βινύλιο μας ενώνει άσχετα με τι πρεσβεύει ο καθένας. Ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ελλάδας που δεν υπήρχαν πικ-απ να παίξουν τα βινύλια, όλο και κάποιο τζουκ-μποξ υπήρχε σε κάποια ταβέρνα να παίξει Καζαντζίδη, σέικ και μοντέρνα συγκροτήματα το ’50 και το’60 τότε που ήταν είδος πολυτελείας για κάποιους το πικ-απ και τα βινύλια. Ακόμη και στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά συνέβαινε αυτό. Κάπου εκεί σ’ ένα τζουκ – μποξ του μεγάλου λιμανιού πρωτάκουσε ο Γιάννης Σπάθας τον Jimi Hendrix από δισκάκι των 45 στροφών, τέτοιους παίζουν τα τζουκ – μποξ, κι έτρεχε μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα να παίξει ότι άκουσε στην κιθάρα του, ο πιτσιρικάς τότε που έμελε να γίνει ο καλύτερος Έλληνας ροκ κιθαρίστας.
Θυμάμαι την αγωνία που είχε ένας τύπος ψηλός, ξερακιανός κοντά στα 50 που μπήκε με φόρα σε ένα δισκάδικο στο Μοναστηράκι, στου «Ζαχαρία» και γυρνώντας προς τον πωλητή φώναξε : «Χατζή που έχεις ;». Φανταστείτε την ικανοποίηση που ένοιωσε μόλις πήγε σπίτι του κι έβαλε στο πικ-απ του το «Γιο της Άνοιξης», ένα τριπλό βινύλιο που αγόρασε από την οδό Ηφαίστου. Την ίδια αγωνία είχα κι εγώ πιτσιρικάς που αντί για τυρόπιτα με το χαρτζιλίκι του πατέρα μου μάζευα να πάρω ένα δίσκο, κι άλλο δίσκο…Μάλιστα πολλές φορές δεν είχα υπομονή να τελειώσει το μάθημα και να πάω στο «La-Si-Do» του Τσιάπη να πάρω από το δισκάδικό του κάτι που μ’ άρεσε και πηδούσα τα κάγκελα στο διάλειμμα για να πάρω το «Sticky Fingers» ή τον πρώτο δίσκο των Φατμέ που μόλις είχε κυκλοφορήσει και τον περιμέναμε να βγει πώς και πώς καθώς είχε μεγάλη φήμη το γκρουπ από τα συναυλίες που έδινε στην περιοχή μας όπου σχηματίστηκε…
 Την ίδια αγωνία είχαν παλιότερα όλοι οι βινυλιομανείς να ξημερώσει Κυριακή να πάνε στο Μοναστηράκι εκεί στην σκάλα όπου οι μετέπειτα καταστηματάρχες πουλούσαν τους δίσκους τους εν ήδη παζαριού. Μπορούσες να βρεις εκεί το «Metamorphosis» των Iron Butterfly, φερειπείν, με 95 δραχμές, ελληνική κόπια με το μονό εξώφυλλο, εκεί στις αρχές των 80’ς.
Ένα βράδυ δεν κοιμήθηκα κι έβαλα και ξυπνητήρι να πάω πρωί – πρωί κατά τις 7.30 που άνοιγαν, να βρω το δίσκο της Eydie Gorme με τους Trio Los Panchos, το πρώτο που κάνανε μαζί. Το δίσκο αυτό μου είχε κρύψει ένας φίλος στο κάτω ράφι δεξιά με το που έμπαινες στο δισκάδικο του «Mr. Vinylios», το βρήκα και γύρισα να κοιμηθώ ήσυχος.
Τι χαρά πήρε ο Ηλίας ο Ασλάνογλου στο θρυλικό δισκάδικο «Happening» στη Χαριλάου Τρικούπη, όπου δούλευε ως υπάλληλος, όταν μπήκα στις αρχές του ’80 να ζητήσω το 45άρι των Magic de Spell «Nightmare» χωρίς βέβαια να γνωρίζω ότι ήταν τραγουδιστής τους. Εκεί κοντά στην Ακαδημίας ήταν και το μουσικό καφενείο Dragonfly, όπου μέσα πουλούσε δίσκους σε ένα δωμάτιο και στο κυρίως χώρο γίνονταν live, όπου μπορούσες να δεις τους Villa 21 και άλλα γκρουπ της εποχής σε μουσικά μεσημέρια καθισμένος ακόμα και στο πάτωμα πίνοντας άνετα την μπύρα σου, δεν έτρεχε τίποτα. Οι δίσκοι της ελληνικής new wave και punk-rock, αλλά και της ψυχεδελικής τότε κίνησης, όπως οι Pete and Royce, που πωλούνταν τότε εκεί στο δωματιάκι σήμερα είναι δυσεύρετοι, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που εξακολουθούν να τους ψάχνουν...
Μια φορά στην Βιέννη κόντεψα να χάσω το πούλμαν με το γκρουπ που είχα πάει στην Αυστρία με προορισμό την Σουηδία, μα φωτογραφική ομάδα που πήγανε στην Στοκχόλμη γα μια έκθεση, καθώς χάθηκα κυριολεκτικά μέσα σ’ ένα δισκάδικο με χιλιάδες δίσκους που βρίσκονταν κοντά στο ξενοδοχείο και μετά άργησα να πάω στο σημείο αναχώρησης που ήταν περίπου 25 λεπτά από το μαγαζί σε μα αχανή, όπως αποδείχθηκε πλατεία…ευτυχώς άργησε πιο πολύ από εμένα το πούλμαν !
Στον μαγικό κόσμο του βινυλίου μπήκα όταν ανακάλυψα πιτσιρικάς στο πατάρι μέσα σε μια χαρτοσακούλα δίσκους μεγάλους και μικρούς που είχαν ξεχασμένους οι γονείς μου. Ο δίσκος της country τραγουδίστριας Jeanne C. Riley «Harper Valley P.T.A.» Νο1 το 1967 και μια συλλογή γιαπωνέζικης προέλευσης κόκκινου βινυλίου με 14 επιτυχίες των Temptations, Four Tops, LovinSpoonful, Roy Orbison Dino Desi and Billy, μαζί με αρκετά 45αράκια ανάμεσα το «Marguerita» του Elvis Presley, το «Ma Guitare» του Enrico Macias και μερικά δικά του ακόμη, αλλά και το «Blame me it on the bossa nova» της Eydie Gorme, μαζί δισκάκια του Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη έκδοση σε μέγεθος e.p., άνοιξαν την πόρτα της μουσικής. Σαν το παλιό σεντούκι της γιαγιάς με τις χρυσές λίρες…
Οι δίσκοι πάντα ήταν ένα δώρο άποψης. Στα πάρτυ ή στις ονομαστικές εορτές οι μουσικόφιλοι έκαναν δώρο ένα καλό δίσκο που ταυτόχρονα αποτελούσε κα μα μουσική πρόταση προς τον παραλήπτη. Ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’70 και ’80 έκανε θραύση αυτό το πολύτιμο πραγματικά δώρο που εκφυλίστηκε σταδιακά με την εμφάνιση του cd καθώς παρατηρήθηκε το φαινόμενο ακόμη και γονείς γνώστες καλής μουσικής να δωρίζουν στα παιδιά τους ευτελή άλμπουμ του lifestyle με την δικαιολογία «αυτά τους αρέσουν», λες και όταν εκείνοι ήταν πιτσιρικάδες τους έδιναν τα σκουπίδια της εποχής και όχι μουσικές δώρα που τους συντροφεύουν για μια ολόκληρη ζωή. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της γενικότερης έκπτωσης στην μουσική που παρατηρήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια που ωστόσο μας ξαναφέρνει κοντά στα βινύλια καθώς η ανάγκη για ποιοτική μουσική προήλθε από το πάτο που πιάσαμε όλα αυτά τα χρόνια…
Η συλλογή δίσκων έχει τους δικούς της κανόνες. Βασικός κανόνας είναι όταν δες ένα δίσκο που σε ενδιαφέρει σε κάποιο δισκάδικο να τον πάρεις αμέσως καθώς αν τον αφήσεις όταν ξαναπάς δεν θα το βρεις ακόμη κι ήταν στο ράφι χρόνια ολόκληρα. Ένας άλλος βασικός κανόνας είναι να μην δανείζεις τους δίσκους σου αν έχει μανία με την συλλογή σου γιατί όταν στον επιστρέψει ο κολλητός φίλος που τον εμπιστεύτηκε δεν θα είναι η ίδια κόπια ή το ίδιο εξώφυλλο που του δάνεισες. Έχουν χαλάσει φιλίες σε τέτοιες φάσεις…Στον τρίτο βασικό κανόνα ο χρόνος συμμάχησε με τον συλλέκτη δίσκων καθώς ξεπεράστηκαν πα τα πάρτυ σε σπίτια όπου όταν πήγαινες δίσκους να παίξουν έχανες τους μισούς…Στους κανόνες προστασίας των δίσκων πρέπει να αναφερθεί ότι όσοι έχουν γατάκια μικρά και ζωηρά ενδέχεται αυτά να παίξουν με τη βελόνα του πικ- απ κα να γρατσουνίσουν τους δίσκους, αλλά κα να ξύνουν τα νύχια τους στις…πλάτες των βινυλίων σας γι’ αυτό βάλτε το πικ-ακ κάπου πιο ψηλά ή ντύστε με καλύμματα όσους περισσότερους δίσκους μπορείτε, αλλά κυρίως πάρτε τους μα ξύστρα από τα pet shop για να σωθείτε !
Η «αρρώστια» του βινυλίου για όσους έχουν…προσβληθεί μεγαλώνει και επεκτείνεται στη ζωή του ανθρώπου με το πέρασμα του χρόνου. Θέλει μαεστρία να το κοντρολάρει κανείς γιατί  μπορεί να ξεφύγει. Πολλές φορές σε ζευγάρια έχει τεθεί το ερώτημα «οι δίσκοι σου ή εγώ» ! Ένα δίλημμα που καλύτερα να αποφύγει κανείς να το θέσει στον σύντροφό του καθώς ενδέχεται να βγει χαμένος…!

                                                   Γιάννης Αλεξίου
                                               Δημοσιογράφος, Μουσικός Συντάκτης


 

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Δημ. Πουλικάκος "Αν υπάρχει Θεός είναι μεγάλο κάθαρμα!"





Κέντρο! Η Αθήνα σε συνθήκες θαλάμου αερίων! Καύσωνας! Το ραντεβού είναι στο σπίτι του. Το κουδούνι ανέγραφε άλλο όνομα. Με υποδέχτηκε μαζί με τον σκύλο του, ένα καθαρόαιμο pitbull. Το ραδιόφωνο έπαιζε rock. Τι άλλο; Κι όλα ήταν rock! Το μαγνητόφωνο άρχισε να γράφει και εκείνος να μιλάει για περιπέτειες και ήχους. Για ζωή. Τη ζωή του. Τη ζωή ενός αιώνια εφήβου αλλά «παράξενου ταξιδιώτη», όπως ο ίδιος ορίζει τον Δημήτρη Πουλικάκο!

- Είσαι από τους βασικότερους πρωτεργάτες του ελληνόφωνου ροκ. Σήμερα μιλάμε για μία rock μεταλλαγμένη;
«Πικρή ιστορία. Άλλο εννοούσαμε ως ροκ το '60 και άλλο τώρα. Ο πρώτος ρόκερ στην Ελλάδα ήταν ο Βαμβακάρης, ογκόλιθος της ροκ. Μπορεί να μην το ήξερε ούτε ο ίδιος, αλλά ναι ήταν ροκ. Το μπλουζ, ο αμανές είχαν ροκ στοιχεία. Γενικότερα το rock είναι μια απελευθέρωση του ανθρώπου από τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις του». 
- Τα χρόνια του ραδιοφώνου ως «θείος Νώντας» έκανες παρέα με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Τον φώναζες «ανίψι» και σε αποκαλούσε «θείο». Τι άνθρωπος ήταν ο επονομαζόμενος «πρίγκιπας της ροκ»;
«Ο Παύλος ήταν αγαθό παιδί με την αρχαία έννοια της λέξης. Γιατί σήμερα αγαθός σημαίνει μαλάκας. Όχι, καθόλου μαλάκας δεν ήταν. Πέρασε και αυτός πολλά, δεν είχε όμως συνείδηση της κακίας γύρω του. Και έμεινε έτσι μέχρι τέλους. Ενώ ο Άσιμος ήξερε όλη την κακία και την στηλίτευε. Ήταν εκείνη που τον "έστειλε". Αυτοί οι δυο είχαν εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία. Θεωρούνταν και οι δύο οι "τρελοί του χωριού". Ωραίοι τρελοί όμως... Ο Άσιμος ήταν πιο δηκτικός ακόμη και με τους φίλους του, αν υποθέσουμε πως είχε φίλους. Τώρα μετά θάνατον βρήκε ξαφνικά πολλούς...». 
- Πρωταγωνιστούσες στους «Αυθαίρετους» που πρωτοπαίχτηκαν το 1992. Το MEGA εν έτει 2013 τους επανέφερε στις τηλεοπτικές οθόνες. Είναι και αυτό μια απόδειξη της τηλεοπτικής ένδειας που επικρατεί σήμερα;
«Προσπαθώ να βρω τον λόγο που επανέφεραν τη συγκεκριμένη σειρά στο MEGA. Η αλήθεια είναι πως ήταν μια αρκετά προφητική και δηκτική σειρά. Πάντως είναι πραγματικά απογοητευτικό το τοπίο της σημερινής τηλεόρασης».
- Ηθοποιός, τραγουδιστής, συνθέτης, ραδιοφωνικός παραγωγός. Τι επάγγελμα αναγράφει η ταυτότητά σου, Δημήτρη;
«Η ταυτότητά μου γράφει επάγγελμα "περαστικός". Περαστικός που έχει κάποιες περιέργειες και κάποια αισθήματα. Είναι δικαίωμα μου να αυτοχαρακτηρίζομαι ως "περαστικός". "Παράξενος ταξιδιώτης" αν θέλεις». 
- Δεν θεωρείς τον εαυτό σου καλλιτέχνη; Στις αγαθές προθέσεις της σύγχρονης Τέχνης, πιστεύεις;
«Μην με λες καλλιτέχνη. Δεν πιστεύω στον όρο "καλλιτέχνης", ούτε στον όρο "δημιουργός". Δεν θα μπορούσα ποτέ να ανήκω για παραδειγμα στο σωματείο "Δημιουργοί ελληνικού τραγουδιού". Οι δημιουργοί είναι πολύ βαριά λέξη. Ούτε ο Μπετόβεν δεν ξέρω αν θα δεχόταν τον όρο "δημιουργός". Σαν συνθέτη σήμερα αναφέρουμε τον Θεοδωράκη και όχι τον Χατζιδάκι. Ο Θεοδωράκης είναι πολύ μέτριος συνθέτης συγκριτικά με τον Χατζιδάκι. Απλά είναι πιο προβεβλημένος ο Θεοδωράκης και το έργο του γιατί ήταν της συνθηματολογίας,  ενώ ο Χατζιδάκις ήταν της ουσίας. Έχουμε ευτελίσει τελείως τους όρους και τις έννοιες. Άσε που αποδομείται σταδιακά και η γλώσσα μας. Και αυτό είναι μέρος της πλεκτάνης που έχουν στήσει εις βάρος μας. Για 'μενα ο Μπαμπινιώτης είναι εγκληματίας. Τι θα πει "γράφουμε όπως προφέρουμε;" Η μόνη μας πατρίδα είναι η γλώσσα. Το χώμα είναι παντού το ίδιο». 
- Με την ιδέα του θανάτου έχεις συμφιλιωθεί;
«Τέλος δεν υπάρχει. Το τέλος της ζωής της δικιάς μας δεν με αφορά, έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα και ξέρω τι με περιμένει. Καμιά φορά το πως είναι το θέμα. Θα ήταν ευλογία να φύγεις με την μία. Είτε στον ύπνο σου είτε πάνω στον έρωτα. Το θέμα είναι να μην βασανιστείς».
- Πιστεύει σε κάποιον Θεό ο Δημήτρης Πουλικάκος;
«Όχι, δεν πιστεύω σε Θεούς και Δαίμονες. Εμείς είμαστε και Θεοί και Δαίμονες. Αν υπάρχει πάντως κάποιος Θεός είναι μεγάλος πούστης και κάθαρμα. Μας έχει δώσει πολλά κακά στοιχεία, δυσανάλογα με τα καλά. Είναι πολύ λάθος φτιαγμένη αυτή η κοινωνία μας. Το χέρι της απληστίας φτάνει σε οποιοδήποτε σημείο της υφηλίου». 
- Έχεις κάνει δύο φορές φυλακή. Τη μία κατηγορούμενος για διακίνηση ναρκωτικών και την άλλη για τη δολοφονία της δεύτερης συζύγου σου. Υπήρχε κάποια θετική εμπειρία από την παραμονή σου στα λεγόμενα «σωφρονιστικά ιδρύματα»;
«Οι φυλακές είναι -α-σωφρονιστικά ιδρύματα. Δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν, δεν λύνεται με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα. Τι καλό μου προσέφερε; Τους ανθρώπους που γνώρισα εκεί μέσα. Οι ανδρικές φυλακές είναι σαν ένα χωριό χωρίς γυναίκες. Και μπορώ να σου πω ότι μέσα στη φυλακή ο άνθρωπος ξέρει καλύτερα τη θέση του σε αυτή την κοινωνία, παρά έξω. Σε ό, τι αφορά τον θάνατο της συζύγου έχω να σου πω πως ποτέ δεν με αφορούσαν οι ταμπέλες που μου έδιναν οι άλλοι. Στο Δικαστήριο ήμουν παρών, στη φυλακή μπήκα. Δέκα ολόκληρα χρόνια τραβιόμουν με αυτή την ιστορία. Ήξερα όμως ότι δεν έκανα το έγκλημα και θα αποφυλακιστώ. Με έναν φίλο μου μέσα λέγαμε πως "μέχρι έναν χρόνο φυλακή ότι προβλήματα και αν έχεις μπορείς να τα αποτινάξεις από πάνω σου". Μετά σου δημιουργούνται διάφορα ψυχολογικά που και να απελευθερωθείς, συνεχίζεις να τα κουβαλάς. Προσωπικά τη φυλακή την βλέπω σαν θετική εμπειρία, με όλα τα αρνητικά της βέβαια. Δηλαδή "ευχαριστώ" που μπήκα μέσα. Ευτυχώς όχι για πολύ. Δύο εξάμηνα έκανα συνολικά».
- Πολλές φορές δηλαδή είναι τα λάθος άτομα μέσα στις φυλακές;
«Να στο αντιστρέψω. Είναι πολλά άτομα λάθος έξω. Αυτοί που μας κυβερνούν αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να είναι σούμπιτοι μέσα στη φυλακή». 
- Κεφάλαιο ναρκωτικά: Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σου σ΄ αυτά; Είσαι εντελώς καθαρός τώρα;
«Ναι καθάρισα. Τα ναρκωτικά προυπάρχουν του ανθρώπου και ο άνθρωπος τα χρησιμοποιούσε ανέκαθεν, από τους αρχαίους ακόμη πολιτισμούς για μεταφυσικούς, αν θέλεις, λόγους. Το πρώτο συνήθως το παίρνεις από μία εγγενή περιέργεια. Το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ο θάνατος. Είναι αφύσικο λοιπόν, να μην φλερτάρεις σε μικρές δόσεις μαζί του. Του πατέρα μου του έλεγαν "οι φίλοι του τον παρασύρουν στις ουσίες". "Λάθος κάνετε", τους απαντούσε εκείνος. "Αυτός τους παρασύρει" και όντως έτσι γινόταν... Η πραγματικότητα είναι πάντα πιο μπροστά από τα ναρκωτικά. Έχουμε αυτοφυείς χασισοκαλλιέργειες σε όλη την Ελλάδα. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουμε ένα χρέος στους χρηματοπιστωτές μας, θα έπρεπε να τους το ξεπληρώσουμε με φούντα». 
- Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που σου έδωσε η ζωή ως τώρα;
«Ότι "στην παραμονία θα πρέπει να είσαι πιο τίμιος". Η παρανομία έχει κάποιους όρους. Θα πρέπει να είσαι σωστός απέναντί τους και να τους ακολουθείς. Να 'σαι σπαθί στις διαπραγματεύσεις». 
- Bλέπουμε κατά καιρούς οργισμένες διαδηλώσεις να λαμβάνουν χώρα στο κέντρο της Αθήνας. Ο κόσμος δείχνει να έχει αγανακτήσει. Πρόσφατα ο δήμαρχος Αθηναίων, κ. Γιώργος Καμίνης, δέχτηκε επίθεση και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο. Αποτελεί το «λιντσάρισμα» τρόπο αντίδρασης;
«Tο λιντζάρισμα στους πολιτικούς δεν είναι είδος αντίδρασης. Μόνο το σπαθί λύνει τους γόρδιους δεσμούς. Kαι οι μπροστάρηδες είναι οι πρώτοι που στήνονται στον τοίχο. Υπάρχει μια ιδιότυπη ελληνική πατέντα, το γιαουρτάκι. Το γιαουρτάκι δεν είναι βία, είναι προειδοποίηση. Σημαίνει "σε ευτελίζω και σε προειδοποιώ ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου". Φοβούνται τις συλλογικές ακομμάτιστες συγκεντρώσεις γι΄ αυτό λυσσάνε. Έχουμε να κάνουμε με τομάρια. Ένα σαμάρι, ένα γομάρι και ένα φανάρι. Τώρα έφυγε το φανάρι, μείναμε με τους άλλους δύο. Τον χονδρό και τον λιγνό. Διότι είναι και κωμωδία αυτοί οι δυο. Αν δεν ήταν για κλάματα, θα έκαναν μια πολύ ωραία κωμωδία». 
- Και πώς κρίνεις τη σημερινή κατάσταση; Έχουμε να κάνουμε με έναν άτυπο πόλεμο με αόρατους εχθρούς;
«Εμείς η γερουσία, θα πρέπει να έχουμε έναν συμβουλευτικό ρόλο πια, δεν μπορούμε πλέον να βγούμε στους δρόμους να φωνάξουμε. Έχουμε απαξιώσει πλήρως τους νέους γιατί τους έχουμε οδηγήσει στην ανεργία, στα σκλαβοπάζαρα. Το ίδιο και τους μεγάλους σε ηλικία. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο απαξιωμένες αυτές οι δύο ομάδες. Όλο αυτό που ζούμε αυτή τη στιγμή είναι μια καλοδουλεμένη πλεκτάνη. Παγκόσμια πλεκτάνη. Βλέπουν την ιδιοσυγκρασία κάθε λαού και κάνουν το ανάλογο πείραμα για να σε οδηγήσουν στο σκλαβοπάζαρο. Όλα τα κόμματα χρωστούν τα μαλλιοκέφαλά τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Μας εκβιάζουν συνεχώς «η δόση και η δόση...». Έχουμε γίνει κανονικά πρεζάκια και συνεχώς λέμε "φέρτε τη δόση μας". Χωρίς τη δόση μας δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ταξικό αλλά συνειδησιακό πόλεμο. "Σου λένε ψώφα και μην βγάζεις άχνα"».
- Τα χρήματα που κερδίζεις από τις live εμφανίσεις σου επαρκούν για να συντηρηθείς οικονομικά;
«Μετά βίας συντηρούμαι. Δεν παίρνω ούτε σύνταξη, ούτε επιδόματα. Από την ΑΕΠΙ άντε να πάρω 500 ευρώ τον χρόνο. Την βγάζω με 400 - 500 ευρώ βίαια τον μήνα και καμιά φορά και χωρίς αυτά. Δηλαδή πέντε μήνες τον χρόνο είμαι με παράνομα βαλμένο το ρεύμα. Με συναντά κόσμος στον δρόμο και μου λέει "γεια σου άρχοντα". "Πού να ξερες" μονολογώ. Είμαι οριακά να μου πάρουν το σπίτι. Είναι απαράδεκτο να μην έχουμε εξασφαλισμένη στέγη και τροφή σε έναν πολιτισμό που θέλει να λέγεται ανθρώπινος». 
- Γιατί δεν εκδίδεις αυτά που γράφεις; Αλήθεια πώς υπογράφεις;
« (Γελάει δυνατά). Ας τα πάρει όποιος θέλει μετά θάνατον. Αλλιώς ας τα πάρει η λήθη... Για την ιστορία, υπογράφω ως "MHTS.O.S"»
(τελειώσαμε την κουβέντα μας και πήραμε μαζί τον δρόμο προς την έξοδο. Το ράδιοφωνο συνέχισε να ροκάρει. Γιατί το αφήνεις ανοιχτό, τον ρώτησα. "Έτσι για ξεκάρφωμα" μου απάντησε χαμογελώντας συνωμοτικά... Έτσι λοιπόν... )


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Συνέντευξη με τον jazzman ΓΙΩΡΓΟ ΚΡΟΜΜΥΔΑ του Γιάννη Αλεξίου




Συνέντευξη με τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΡΟΜΜΥΔΑ (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΗΧΟ)

 Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ 



                                                         Λ. 1250

 Ανήκει στην μειοψηφία των μουσικών που σηκώνεται νωρίς και μελετάει. Ο Γιώργος Κρομμύδας είναι Jazz κιθαρίστας και συνθέτης με hard rock και heavy metal καταβολές. Στην εφηβεία πέρασε από τα metal κλαμπ της Αθήνας με ίνδαλμα τον Gary Moore. Η jazz μπήκε στη ζωή του όταν ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας στο «Νάκα» το 1997 (καθηγητής σήμερα του ίδιου ωδείου), σε ηλικία 20 ετών, και τον κέρδισε ολοκληρωτικά όταν ανακάλυψε τους John McLaughlin, Django Reinhardt και Wes Montgomery. Σήμερα με πρωτότυπες δικές του συνθέσεις ανήκει στους καλύτερους μουσικούς της jazz σκηνής
Το ολοκαίνουργιο άλμπουμ του «Aggressive Thoughts» πατά στην σύγχρονη jazz, σε αντίθεση με το ντεμπούτο του «Jazzium» που είναι που κοντά στην παράδοση. Τα εφηβικά βιώματά του αποτύπωσε στο νέο κομμάτι του «Doom», εμπνευσμένο από το doom metal, το αργόσυρτο στυλ που έπαιζαν οι Black Sabbath.. Ο Γ. Κρομμύδας κάθισε απέναντί μου στην πλατεία Εξαρχείων…

-Το δεύτερο προσωπικό σου άλμπουμ και ο τίτλος του…Επιθετικές Σκέψεις πώς προέκυψε ;
«Το Aggressive Thoughts είναι ένας δίσκος εμπνευσμένος από προσωπικές εμπειρίες και ιστορίες. Μέσα από την ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο που βιώνει η Ελλάδα, στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, σκέψεις και συναισθήματα γίνονται ένα μουσικό ταξίδι που οδηγεί στη λύτρωση του χωροχρόνου του πενταγράμμου.
Έχοντας ένα ευρύ φάσμα μουσικών επιρροών, αλλά με σεβασμό στην παράδοση και τον ήχο κλασσικών jazz κιθαριστών, (Wes Montgomery, Joe Pass, Grant Green), αναμειγνύει ηχοχρώματα και μουσικές ιδέες, που φλερτάρουν από τη σύγχρονη Jazz (Jonathan Kreisberg, Kurt Rosenwinkel, Tigran Hamasyan), έως το Rock, το Alternative και το Heavy Metal».
-Πού ηχογραφήθηκε το άλμπουμ ;
«Ο Γιώργος Κοντραφούρης μου πρότεινε το Lizard Sound στο Άνω Καλαμάκι όπου οι περισσότερες δουλειές που έχουν γίνει εκεί είναι jazz. Εκεί ηχογράφησε ο Φακανάς το άλμπουμ του με τον Αμερικανό μπασίστα Anthony Jackson, αλλά και οι Bireli Lagrene, Mike Stern σαν guest καθώς και ο Δημήτρης Καλαντζής έγραψε εκεί τη μισή δουλειά του πάνω στον Χατζιδάκι. Η αλήθεια είναι ότι έψαξα ένα άλλο στούντιο από εκείνο που ηχογράφησα το πρώτο μου άλμπουμ Jazzium γιατί δεν είχε εμπειρία από jazz ηχογραφήσεις και ο ήχος του βγήκε λίγο – πολύ συμπιεσμένος. Αυτή τη φορά είναι πολύ ευχαριστημένος από την ηχογράφηση».
-Ποιος δίσκος σε έβαλε στη jazz ;
«Ως τα 20 μου άκουγα κι έπαιζα hard rock και heavy metal. Το πιο jazz για μένα ήταν ο McLaughlin με το trio του ώσπου ένας φίλος μου που μάθαινε ντραμς με τον Σπύρο Παναγιωτόπουλο έφερε ένα δίσκο ελληνικό του Βασίλη Τσαμπρόπουλου που έπαιζε με το Γιώργο Φακανά και τον Γιώτη Σαμαρά και τον ακούγαμε σαν κάτι περίεργο !».    
-Πόσο έχει εξελιχθεί η παραγωγή σε σχέση με τα πρώτα άλμπουμ jazz που ηχογραφήθηκαν στην Ελλάδα και είναι σήμερα κλασικά ;
«Ναι μεν έχει εξελιχθεί όσον αφορά τα μηχανήματα και κάποια τέτοια πράγματα, αλλά η διαφορά είναι ότι τότε ίσως είχαν περισσότερο χρήμα για να γράψουν περισσότερες ώρες. Τώρα μπαίνουμε στο στούντιο και κοιτάμε το ρολόι για το πόσες θα είναι οι ώρες γιατί το πληρώνουμε εμείς, ενώ κάποτε ακόμη και τα jazz άλμπουμ τα έβγαζαν οι εταιρίες οπότε είχες περισσότερο χρόνο στη διάθεσή σου να γράψεις. Κλείνουμε για παράδειγμα το στούντιο ένα εξάωρο και οι ώρες αυτές πληρώνονται από εμάς. Αυτό συμβαίνει και στις παραγωγές του εξωτερικού σε ηχογραφήσεις με σημερινούς μεγάλους μουσικούς, όπως ο Rosenwinklel, που μπαίνουν και κάνουν ένα δίσκο μέσα σε πέντε μέρες, ενώ παλιότερα έμπαινε ο Pat Metheny ή ο Chick Corea κι έγραφαν ένα μήνα…Στο Aggressive Thoughts τα κομμάτια είναι πρώτο, το πολύ δεύτερο take, ενώ δεν θυμάμαι αν γράψαμε κάποιο τρίτο».
-Αυτός ο περιορισμένος χρόνος τι επιπτώσεις έχει στην ηχογράφηση ;
«Μπορεί να μην βγει από το take το τέλειο αποτέλεσμα, όσον αφορά κάποια πράγματα εκτελεστικά, αλλά βγαίνει όμως περισσότερη ενέργεια».
-Ποιους μουσικούς είχες μαζί σου αυτή τη φορά ;
«Έχει παίξει σαξόφωνο ο Τάκης Πατερέλης και οι άλλοι τρεις μουσικοί είναι νεώτεροι, ο ντράμερ Βαγγέλης Κοτσάμπασης που έπαιζε στο πρώτο Baby Trio του Κοντραφούρη (όταν πάνε 25 χρονών τους αλλάζει), όπως και οι άλλοι δύο μεγάλα ταλέντα μουσικοί που έβγαλε ο Γιώργος από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ο κοντραμπασίστας Ντίνος Μάνος και ο πιανίστας Γιάννης Παπαδόπουλος».
-Η κρίση τι καλό έφερε στην jazz ;
«Έχουν βγει πολλοί καινούργιοι χώροι και μπαράκια και μπορείς να παίξεις παντού. Βέβαια, πολλές φορές τους χώρους αυτούς τους έχουν άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με την μουσική με αποτέλεσμα να είναι κουραστικό για τους μουσικούς. Για να παίξεις ένα live πρέπει να μιλήσεις με ένα άσχετο, να μπεις σε μια διαδικασία να σε δει, να πας από εκεί, στο τέλος μπορεί να καταντήσεις αλκοολικός πίνοντας ένα ποτό κάθε βράδυ με τον μαγαζάτορα για να κλείσεις ένα live (γέλια) ! Ακόμη να σπαταλήσεις τόσο χρόνο και στο τέλος να σου πει…θα δούμε. Εδώ που καθόμαστε στα Εξάρχεια έχουν ανοίξει 25 νέοι χώροι φέτος, όπως και άλλου, και ο κόσμος έχει μοιραστεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κατανάλωση. Έτσι για να μαζέψουν κόσμο βάζουν live ποντάροντας στο να φέρουν οι μουσικοί τον κόσμο τους. Η κλασική ερώτηση δηλαδή είναι : κόσμο θα φέρεται ; Όμως με τέτοια πληθώρα γκρουπ και τόσα live την εβδομάδα σε μια εποχή οικονομική κρίσης προφανώς δεν γίνεται να υπάρχει τόσο μεγάλη στήριξη…».
-Παλιότερα πώς κινιόσουν ;
«Κάποτε υπήρχε μόνο το Παράφωνο και το Half Note, όταν ήμουν φοιτητής στο Νάκα. Το Παράφωνο έβαζε μόνο Έλληνες μουσικούς και κάθε μέρα ήταν γεμάτο. Θυμάμαι πήγαινα τρεις φορές την εβδομάδα για να δω τους καθηγητές, κι ας μην είχα πολλές φορές λεφτά να πιω ένα ποτό. Καθόμουν σε μια γωνία, έβλεπα και μετά απλώς είχα τα λεφτά να πάρω το ταξί να γυρίσω πίσω». 
-Πώς θα μπορούσε η jazz να διεκδικήσει στην Ελλάδα ένα μεγαλύτερο κομμάτι στην προτίμηση του κόσμου ;
«Αυτό έχει να κάνει με το κράτος και την παιδεία. Θα βοηθούσε, για παράδειγμα, ένα μουσικό πανεπιστήμιο, όπως υπάρχει στην υπόλοιπη Ευρώπη, μέχρι και οι Τούρκοι έχουν πέντε κονσερβατόρια. Εμείς δεν έχουμε τίποτα, μια επίσημη σχολή βρε αδερφέ. Κάνω μάθημα σε μια τάξη που ένας είναι δέκα ετών, ένας τριάντα, ένας πενήντα κι όλοι μαζί προσπαθούν να μάθουν μουσική, άλλος σοβαρά, άλλος για πλάκα, άλλος γιατί το βλέπει σαν ψυχοθεραπεία. Πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός ώστε να υπάρχει και κίνητρο του κόσμου και όταν το παιδί του πάει να μάθει μουσική θα πάρει κι ένα πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος κι όχι ένα χαρτί φωτοτυπίας»
-Και από την πλευράς σας, οι μουσικοί τι πρέπει να καταφέρετε ;
«Το δεύτερο που θα βοηθήσει είναι όλοι εμείς οι μουσικοί που ασχολούμαστε με τα μαθήματα και έχουμε επαφή με τα νέα παιδιά να γίνουμε πιο προσιτοί, να μην δίνουμε την εντύπωση ότι η jazz είναι κάτι το πολύ δύσκολο και για εξειδικευμένο κοινό, αλλά μια μουσική που μπορεί να έρθει να την ακούσει και ένας άνθρωπους που δεν είναι μουσικός, αλλά θα περάσει ωραία. Αν βγαίνουμε και δίνουμε ένα προφίλ ότι είμαστε οι master και παίζουμε φοβερά πράγματα, μετά δεν μπορείς να προσεγγίσεις τον κόσμο έτσι. Άλλωστε η jazz παραδοσιακά είναι λαϊκή μουσική, ξεκίνησε από τους μαύρους που χόρευαν στα πάρτι το ’40 swing και μετά πέρασε σ’ ένα πανεπιστημιακό επίπεδο, αλλά το θέμα είναι ότι ένα κομμάτι και ειδικά από τους νέους μουσικούς προσπαθεί να προσεγγίσει την μουσική αυτή μόνο εγκεφαλικά κι αυτό είναι λάθος, δεν πρέπει να την βλέπουν μόνο έτσι, γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε την παιδεία να το κάνουμε αυτό». 
-Ποιόν μουσικό είδες να παίζει και δεν θα τον ξεχάσεις ποτέ ;
«Τον Pat Metheny τον Δεκέμβριο του 2011 στο Παλλάς. Ένα από εκείνα τα live που σου αλλάζουν τη ζωή. Για την εμπειρία αυτή έγραψα το Sunday at Pallas στο καινούργιο άλμπουμ μου».
-Σε ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης !».

                                                          Γιάννης Αλεξίου