Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Συνέντευξη του Δημήτρη Πολύτιμου - Του Γιάννη Αλεξίου







ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΥΤΙΜΟ

Ο μακροβιότερος ενεργός Έλληνας ρόκερ θυμάται τις καλύτερες στιγμές της ζωής του με αφορμή το live του γκρουπ του Drifting Around στο Vinyl Is Back !



 Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ                                                                                         

 Φυσιογνωμία στο rocknroll. Μισό αιώνα και βάλε…on the road ! Στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη» κλείνει την πόρτα και πέφτουν τα γράμματα. Στην ίδια του τη ζωή η πόρτα αυτή παραμένει ανοιχτή για τον βετεράνο πιανίστα Δημήτρη Πολύτιμο, από τους πρώτους που πειραματίστηκαν με την τζαζ στην Ελλάδα. Ιδρυτής του απόλυτα ροκ συγκροτήματος της δεκαετία του ’60, τους M.G.C., αρχικά που σημαίνουν Modern Greek Combo, ονομασία που έδωσε στο γκρουπ ο Ντίνος Ηλιόπουλος ! Άφησαν τρία 45άρια με σπάνιες σήμερα ηχογραφήσεις. Ο Πολύτιμος έβγαλε τον Δημήτρη Πουλικάκο στο τραγούδι και από τότε είναι αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες, πάντα στο ίδιο γκρουπ. Και το πέρασμα του από τον Εξαδάκτυλο, έγραψε στο δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο», παρών στην αφρόκρεμα των Ελλήνων μουσικών στην συνεύρεση στο «Crazy Love στου Ζωγράφου», αλλά και στο «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος» του Πουλικάκου  και στις ηχογραφήσεις του Παύλου Σιδηρόπουλου «Φλου», με την Σπυριδούλα και «Zorba the Freak», το κύκνειο άσμα του. Το πέρασμα του από τους Socrates τα τρία χρόνια στο Κύτταρο (1979-82), έχει τη δική του ιστορία, όπως και η εμφάνισή του με τους M.G.C. τον Απρίλιο του ’67 στην συναυλία των Rolling Stones στην Αθήνα, όπως και η φιλοξενία του Έρικ Κλάπτον, αλλά και η συνεύρεσή τους την εποχή που βρέθηκε στην Ελλάδα ως Άντζελο Μυστεριόζο, λόγω προβλημάτων με την εταιρία του και διάθεση ανωνυμίας.
Χαμηλό είναι και το προφίλ του Δημήτρη Πολύτιμου, που δεν το βάζει κάτω και συνεχίζει να ροκάρει και μετά τα 80 του χρόνια ! Είναι αισίως 83… Πίσω του περάσματα και από γκρουπ που έχουν σημαντική παρουσία όπως οι Drifting Around στη δεκαετία του ’90. Καλός αποδέκτης, με το ανοιχτό μυαλό του, των μηνυμάτων της δεκαετίας του ’60, άφησε την φυσική προς χάριν της μουσικής, χωρίς να αποφύγει το στυλ του καθηγητή. Δεν υπάρχει Έλληνας μουσικός που να μην σέβεται τον Πολύτιμο, όχι μόνο για τις πιανιστικές του ικανότητες, αλλά και για σωστή αντίληψη για τον κόσμο και την μουσική. Η συζήτηση μαζί του πάει μακριά κάθε φορά που συνδιαλεγόμαστε γιατί έχει ατελείωτες ιστορίες να διηγηθεί με προσφιλή και γνωστά πρόσωπα. Η άποψη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι έζησε όλη την εξέλιξη της μουσικής από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα χωρίς να παροπλιστεί ποτέ και έπαιζε την μουσική που τον εξέφραζε πάντα.
 Το rocknroll στην Ελλάδα έχει το πιανίστα του, τον Δημήτρη Πολύτιμο…

-Τελικά πίσω από κάθε δεκαετία υπάρχει ένας μύθος ;
 «Είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον τη δεκαετία του εξήντα γιατί δεν υπήρχε ο επαγγελματισμός που υπάρχει τώρα. Τα πράγματα ήταν πιο αυθόρμητα κάτι που φαινόταν και από τις εκδηλώσεις του κόσμου. Με τους M.G.C. συνέβη και έξω με τα τους Stones, τους Beatles και όλα εκείνα τα συγκροτήματα της βρετανικής σκηνής. Μια Κυριακή θυμάμαι παίξαμε πρωινή συναυλία στον Πειραιά, το απόγευμα στο Χίλτον σε χορό της ΔΕΗ και το βράδυ κανονικά στο μαγαζί στην Πλάκα. Εκεί υπήρχαν τρία μαγαζιά, μεταξύ των οποίων και οι Εννέα Μούσες, όπου δημιουργήθηκαν οι M.G.C., και ένα άλλο ενδιαφέρον πίσω από το Χίλτον, Ο Φριχτός Νάνος…».


-Κυκλοφορούσε εκεί κάποιος τέτοιος…νάνος ;
«Αυτό που έκανε όλους να αναρωτιούνται για τον τίτλο, ήταν και ο λόγος της επωνυμίας του αυτής. Η ενδιαφέρουσα αυτή εποχή σταμάτησε κάπως απότομα με την έλευση των συνταγματαρχών και το ’69 διαλύσαμε. Εγώ πήγα στο Παρίσι, ο Πουλικάκος στο Λονδίνο, διάφοροι άλλοι στην Αμερική. Από τα εικοσιτέσσερα άτομα που είχαν παίξει από την αρχή ως το τέλος των M.G.C., τουλάχιστον καμιά δεκαριά πήγαν στο εξωτερικό. Όταν αρχίσαμε έπαιζα σε ένα πιάνο στις Εννέα Μούσες, όπου πάταγες μερικά πλήκτρα και δεν ξανασηκωνόντουσαν ! Έπρεπε με το χέρι να τα σηκώσεις για να τα ξαναπαίξεις. Όταν έγινε το δυστύχημα με το γκρουπ του Έρικ Κλάπτον, αγοράσαμε τα όργανά τους, τα Vox, κάτι που γράφτηκε σαν μεγάλο γεγονός στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί : Οι M.G.C.αγόρασαν Vox ! Μετά πήρα ένα φαρφίσα και το πράγμα έφτιαξε. Τις πρώτες μέρες ο μπασίστας ο Ντόβας έπαιζε με ενισχυτή ραδιοφώνου. Παρ’ όλα αυτά το κέφι που έγινε και ο κόσμος που μαζεύτηκε δεν περιγράφεται. Τελευταία εμφάνιση μας ήταν στις Σπέτσες από την οποία υπάρχει το All along The Watchtower σε στίχους του Πουλικάκου στο δίσκο του «Αδέσποτα Σκυλιά», όπου ακούγεται η φωνή μου να λέει : Σήμερα είναι η τελευταία μέρα των M.G.C. και ευχαριστώ όλους τους φίλους που είναι εδώ…».
-Η δύναμη της μουσικής σας έκανε να αφήσετε στην άκρη τη φυσική…
«Σαν τελειόφοιτος πανεπιστημίου στη φυσική συγχρόνως έκανα μαθήματα φυσικής, χημείας και μαθηματικών σε μαθητές που ήξερα από τη μεγάλη παρέα που συχνάζαμε στο Κολωνάκι. Ένα βράδυ όταν πάρκαρα το αυτοκίνητο στην Πλάκα, άκουσα να βγαίνει τζαζ ζωντανή μουσική από το κλαμπ Κουκουβάγια του Γάλλου Μισέλ. Μπαίνω και βλέπω να παίζουν κάτι ξένοι που μετά εκδιώχθηκαν από τις αρχές γιατί δεν είχαν ούτε άδεια παραμονής ούτε άδεια εργασίας. Ο Γάλλος ιδιοκτήτης μου ζήτησε να αναλάβω τη ζωντανή μουσική στο μαγαζί, γιατί με είχε δει να παίζω μαζί τους κάποια βράδια. Βρίσκω τον Στέλιο Κατσαδωράκη, τον πρώτο ντράμερ των M.G.C. και παίζουμε μαζί με τους ξένους προσέχοντας νέα έφοδο αστυνομίας. Έγιναν τρομερές βραδιές που συμμετείχαν ονόματα όπως οι Βαγγέλης Παπαθανασίου, Λουκάς Σιδεράς και πολλοί άλλοι. Τότε στις Εννέα Μούσες έπαιζε και η Νινή Ζαχά.. Για μια βδομάδα βρέθηκε μαζί μας και ο ηθοποιός Άλκης Παναγιωτίδης στα ντραμς. Οι εμφανίσεις μας στην Κουκουβάγια είχαν γίνει μόδα, μπήκαμε στα τουριστικά φυλλάδια και ρωτούσαν ακόμα και οι ξένοι στα στενά Where is Koukouvaja Jazz Club ; Παίρναμε εξακόσιες δραχμές, καλά λεφτά τότε, όταν ο μέσος μισθός ήταν τρεισήμισι χιλιάδες το μήνα. Από εκεί ξεκίνησε και η ροκ καριέρα μου και η Κουκουβάγια έγινε η αφορμή να συσταθεί ο πυρήνας των M.G.C.Δεν μετάνιωσα καθόλου που άφησα τη φυσική. Μόνο τα ταξίδια που έχω κάνει σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό με αφετηρία την μουσική, φτάνουν. Παρατήρησα ότι διάφοροι συμφοιτητές μου που ακολούθησαν την πεπατημένη όταν τους συναντούσα φαίνονταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτεροί μου. Αυτό δείχνει ότι αν συνεχίσεις την ροκ μουσική και ιδιαίτερα το live που είναι ιδιαίτερα αγαπητό σε μένα, σε κρατά και πιο ζωντανό».
-Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής που δεν σε άφηναν
ασυγκίνητο ;
«Οι αντιλήψεις της εποχής δεν πέρασαν επιδερμικά από πάνω μου και η επαφή μου με τους άλλους ήταν πολύ άνετη και σωστή. Άλλο χαρακτηριστικό ήταν το χιούμορ που κάναμε το χρόνο που βρισκόμασταν μεταξύ μας. Τώρα τα πράγματα είναι πιο ψυχρά. Υπάρχει επαγγελματισμός και ο ήχος είναι καλύτερος, αλλά επαφή έχεις μόνο με αυτούς που παίζεις μαζί, όπως συμβαίνει με τα άλλα μέλη του γκρουπ του Πουλικάκου. Με τον Δημήτρη παίζουμε μαζί από το ’67».
-Για το μεγάλο σχολείο της τζαζ το κλαμπ του Μπαράκου στην Πλάκα τι έχετε να πείτε ;


«Είναι πάρα πολύ παλιός φίλος, πριν να δημιουργηθούν οι M.G.C. και ακόμη κάνουμε παρέα. Συναντιόμαστε και πάμε στο Half Note. Είχα παίξει εκεί κάποιες φορές με τον μακαρίτη τον Φιλιππίδη στο μπάσο, τον Αλέκο Χρηστίδη στα τύμπανα και εγώ στο πιάνο, ως τρίο. Και μια φορά έπαιξα στην ταινία του Ζερβού, Εξόριστος στη Λεωφόρο, με γυρίσματα στου Μπαράκου. Μου είχε προτείνει τον πρώτο ρόλο, που έπαιξε ο Φέρρης, αλλά αρνήθηκα γιατί δεν είχα ιδιαίτερο υποκριτικό ταλέντο».
-Η διασκέδαση ήταν το ίδιο ακριβή με σήμερα σε αναλογία ;
«Δεν μπορώ να συγκρίνω, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι όπου είχε ζωντανή μουσική ήταν γεμάτο το μαγαζί, και μάλιστα με γκρουπ που έπαιζαν ολόκληρη σεζόν, κάτι ασύλληπτο σήμερα. Ως Socrates βγάλαμε τρεις σεζόν στο Κύτταρο, μία σεζόν ως M.G.C. στην παραλία και δυο – τρεις σεζόν στην Πλάκα».
-Διδάσκετε μουσική ;
«Αυτό ξεκίνησε όταν έπαιζα στο Κύτταρο με τους Socrates και μου έκανε πρόταση το Πινδάρειο Ωδείο, που ήταν και το πρώτο ωδείο στην Ελλάδα που έκανε τμήμα μοντέρνας μουσικής : ροκ, μπλουζ, τζαζ, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Μετά ακολούθησαν πολλά ωδεία με αντίστοιχα τμήματα γιατί υπήρχαν παιδιά που πήγαιναν στο κλασικό ωδείο και μάθαιναν το όργανό τους σε μουσική που δεν άκουγαν. Έτσι βαριόντουσαν και χάνονταν πολλά ταλέντα. Είχα πάρα πολλούς καλούς μαθητές – όπως την Λευκή Συμφωνία - που έμαθαν πολλά πράγματα που δεν μπόρεσαν να παίξουν στην Ελλάδα γιατί είναι σκληρά τα πράγματα εδώ. Πολλά συγκροτήματα μετά το ’75 ήταν μη βιώσιμα, κρατούσαν λίγο, τρομερός συναγωνισμός, δεν υπήρχαν χώροι να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργηθούν γκρουπ και έτσι υπήρχαν συγκροτήματα που είχαν για παράδειγμα ένα τρομερό κιθαρίστα και οι υπόλοιποι ήταν τρεις κλάσεις από κάτω».
-Ο Πουλικάκος πώς ήρθε στο συγκρότημα ;


«Ο Πουλικάκος μπήκε στους M.G.C. ως μπασίστας. Είδα ότι κάποια τραγούδια που έλεγε παίζοντας μπάσο του πήγαινε και του είπα : Δημήτρη παρατάς το μπάσο και αρχίζεις τραγούδι. Στο μπάσο τον αντικατέστησε ο Αντώνης Τριανταφύλλου, από τους καλύτερους που πέρασαν. Για ένα – δυο βράδια έχουν τραγουδήσει με τους M.G.C. και οι Τάσος Φαληρέας, Νίκος Παπάζογλου και Ντέμης Ρούσσος. Με τον Πουλικάκο είχαμε κάνει διάλεξη μέσω της Εταιρίας Ελλήνων Επιστημόνων, εκείνος για τον σουρεαλισμό και εγώ για τον Βάγκνερ. Η ποικιλία χαρακτήριζε τη ζωή μας. Δεν ήμασταν κολλημένοι. Μας άρεσε ο αθλητισμός, πηγαίναμε σινεμά, στο θέατρο, στα κλαμπ, στη βιβλιοθήκη της αμερικάνικης λέσχης…».
-Ποιο στοιχεία χαρακτήριζε σε όλες αυτές τις κινήσεις σας ;
«Για να είμαι ειλικρινείς ήμουν από τους πιο οργανωμένους μουσικούς απ’ όλα τα γκρουπ, έτρεχα, κανόνιζα, πρόβες, μετακινήσεις…Βέβαια όταν πήγα στο εξωτερικό είχα πάρα πολύ μικρή σχέση με αυτό που λέμε καθημερινή ενασχόληση με την μουσική. Ήταν πιο περιπετειώδης η εποχή εκείνη, με ταξίδια να γνωρίσεις μέρη στον πλανήτη που ζεις. Το ταξίδι ήταν μέσα στην κουλτούρα εκείνης της εποχής, όλη η δύση ταξίδευε προς την ανατολή. Ήταν ευκολότερη η μετακίνηση τότε, χωρίς πολλούς ελέγχους, χωρίς πολύ ακρίβεια. Θέλαμε να βγούμε, να γνωρίσουμε, να νοιώσουμε περιπέτεια. Όταν είχα στο ωδείο μαθητές που ήταν και φοιτητές, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι πιθανότατα όλη τους τη ζωή θα βγάλουν στο Παγκράτι λόγω δυσκολιών να βγουν έξω, να ταξιδέψουν. Την ευκολία των ταξιδιών την καταλάβαμε στην εποχή μας, ασυνείδητα κατά κάποιο τρόπο, και ταξιδέψαμε όλο τον κόσμο».
-Ποια ήταν η μουσική πληροφόρησή σας τις μέρες που ανακαλύπτατε και ψάχνατε παίζοντας όλο και περισσότερο μουσική ;


«Ξεκινούσε από τις γνωριμίες που είχαμε, φίλοι ερχόντουσαν άλλοι έφευγαν και ξαναρχόντουσαν, την ψάχναμε μόνοι μας όπως όταν ακούσαμε μ’ ένα φίλο, το Θανάση Κούλη, πρώτοι στην Ελλάδα το πρώτο δίσκο που είχε έρθει του Τελόνιους Μονκ. Τον πήγαμε στο τζαζ κλαμπ της αμερικανικής ενώσεως κοντά στο σπίτι του μακαρίτη Καραμανλή στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά έπαιζε ακόμη δυσκολονόητα πράγματα και τους παραξένεψε ο ήχος του. Μα και εμείς χρειάστηκε να παίξουμε το δίσκο του Μονκ πέντε – έξι φορές για να τον καταλάβουμε. Όταν μπήκε εξώφυλλο στο Time τους τον κολλήσαμε στην μούρη. Έπαιρνα και δίσκους από την αμερικάνικη βάση. Μουσική πληροφόρηση υπήρχε στην τζαζ ώρα που είχε η Ελληνική Ραδιοφωνία, μία φορά την εβδομάδα. Αργότερα αγόραζα το περιοδικό Down Beat και ρίχναμε κλεφτά και καμιά ματιά στα άλλα ξένα. Έτσι είδα ότι πρώτος κιθαρίστας της χρονιάς βγήκε ο Έρικ Κλάπτον, που είχα φιλοξενήσει ένα χρόνο πριν στο σπίτι μου χωρίς να αντιληφθώ το μέγεθος του ταλέντου του. Επίσης είχα την τύχη ακόμη να πληροφορούμε από το τζαζ κλαμπ της ΧΑΝ, όπου ο πατέρας μου ήταν μέλος της αδερφότητας. Εκεί άκουσα το Take That Train του Ντιουκ Έλλινγτον. Δεν ξέρεις εσύ από αυτά, μου είπε ένας μεγαλύτερος. Αυτό ήταν. Κόλλησα ! Κάπως έτσι ακούγαμε μουσική…».   
-Η τεχνολογία ευνόησε την μουσική δημιουργία ή εγκλώβισε τελικά τους μουσικούς ;
«Δεν είμαι εναντίον της εξέλιξης της τεχνικής και μάλιστα η μουσική είναι η μόνη τέχνη που χρησιμοποίησε τόσο πολύ την εξέλιξη στα ηλεκτρονικά, εάν εξαιρέσεις τον κινηματογράφο που είναι σύνθεση πολλών τεχνών. Πολύς κόσμος νομίζει ότι τα μηχανήματα παίζουν μόνα τους πατώντας διάφορα κουμπιά. Παίζεις ένα σόλο καταπληκτικό και κάνεις ένα λάθος σε μια νότα. Παλιά το ξανάπαιζες και μπορεί να έβγαινε χειρότερο, ενώ τώρα με το ποντίκι του κομπιούτερ έχεις τη κάθε νότα μπροστά σου, τρομερή ευκολία. Δεν νομίζω ότι χάθηκε η γοητεία της μουσικής με τα παραδοσιακά όργανα. Η τζαζ ζει και βασιλεύει με τα παραδοσιακά όργανα. Δε πιστεύω ότι η εξέλιξη της μουσικής πήγε πίσω την ίδια την μουσική. Έχω αντιρρήσεις για τα είδη μουσικής που χρησιμοποιείται κατά κόρον η μηχανική στην μουσική και το καταλαβαίνεις πια με το αυτί σου στην ρέηβ και γενικότερα στην ηλεκτρονική μουσική που μπορεί ακόμη να προχωρήσει γιατί με βάση τις δυνατότητες που υπάρχουν στα σύγχρονα στούντιο, αξίζει ακόμη καλύτερες συνθέσεις. Μην κλείσει το θέμα με τον Ζαν Μισέλ Ζαρ…».
-Εκτός της μουσικής ποια ήταν η πιο κοντινή τέχνη στη ζωή σας ;
«Ο κινηματογράφος. Υπήρξαν περίοδο που μελέτησα και παρακολούθησα τη ζωγραφική, την ποίηση, βασικά κλασικά βιβλία, αλλά από μικρός θυμάμαι με κέρδισε ο κινηματογράφος και μάλιστα για μερικά χρόνια είχα μια στήλη σε αθλητική εφημερίδα. Μάλιστα είχα προβλέψει το Όσκαρ που πήρε στο Ζορμπά ο Βασίλης Φωτόπουλος γράφοντας χαρακτηριστικά ότι ιδίως στο δωμάτιο της Μαντάμ Ορτάνς η δουλειά του αξίζει Όσκαρ…».    
-Η σχέση σας με το χρόνο πώς είναι ;
«Αρμονική. Με το ίδιο σέβας βλέπω το παρελθόν, το παρών και το μέλλον».
    

·         *




Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ DRIFTING AROUND ΣΤΟ VINYL IS BACK TO ΣΑΒΒΑΤΟ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΣΤΙΣ 6 Μ.Μ. (Γ ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ). ΕΙΣΟΔΟΣ : ΕΛΕΥΘΕΡΗ



Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Συνέντευξη με τον ιδρυτή της G.O.D. Records Μιχάλη Ματθαίου - Του Γιάννη Αλεξίου












 Συνέντευξη με τον ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 

Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου

Μέχρι σήμερα ήταν μύθος. Μετά από προσπάθειες πολλών που έπεσαν στο κενό για διαφορετικούς λόγους η αγορά πρέσας έγινε πραγματικότητα στην Ελλάδα και ανοίγει το δρόμο τη δημιουργίας εργοστασίου παραγωγής βινυλίων που σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα μέχρι το τέλος του 2016 θα γίνει πραγματικότητα. Η αυξημένη ζήτηση των Ελλήνων μουσικών να καταγράψουν τη δουλειά τους σε βινύλιο, αλλά και ανάγκη επανεκδόσεων σημαντικών δίσκων του παρελθόντος που εξαφανίστηκαν και οι τιμές τους έφθασαν σε δυσθεώρητα ύψη καθώς και η ίδια η τροχιά της μουσικής που φέρνει την ανάγκη να ακούγεται ο ήχος όπως πραγματικά του αξίζει με τη διαδικασία της ακρόασης να μην χαθεί μπροστά στον υπολογιστή μας και στη βιασύνη του ακούσματος έκανε επιτακτική την τύπωση βινυλίων και στην Ελλάδα. Είναι φανερό πια ότι οι απανταχού vinyl maniacs μπαίνουν σε λίστα αναμονής λόγω του περιορισμού αριθμού εκδόσεων δίσκων βινυλίου και πολλές φορές είναι προπωλημένα πριν καν κυκλοφορήσουν στο εμπόριο ! Κάτι ανάλογο που συνέβαινε μόνο στη δεκαετία του ’60 με δίσκους τους Beatles για παράδειγμα. Βέβαια τώρα ο αριθμός τύπωσης των βινυλίων είναι σαφέστατα ελάχιστος συγκριτικά με τότε, καθώς τυπώνονται αριθμημένες κόπιες από 200 έως 1000 αντίτυπα το πολύ. Οι δίσκοι αυτοί διακινούνται σε όλα αυτά τα δισκάδικα, παλιά και καινούργια που ανθίζουν στην Ελλάδα, στα παζάρια δίσκων που συρρέει ο κόσμος και πολλές φορές δίνει περισσότερα χρήματα για εξαντλημένες κόπιες που θα βρει σε αυτά, ενώ υπάρχει και ενδιαφέρον για δίσκους κυρίως της εγχώριας pop-rock, εναλλακτικής και νέο-ψυχεδελικής παραγωγής και κάποιες άλλες κόπιες πωλούνται σε on line sales, είτε είναι επανεκδόσεις περασμένων δεκαετιών, είτε καινούργιας παραγωγής.
Ένας άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά όλη αυτή τη διαδικασία παραγωγής δίσκων βινυλίου και είναι πολύ μέσα στην μουσική από πιτσιρικάς και είχε κάποτε και το δικό του δισκάδικο και σήμερα εμπλέκεται με τη δική του δισκογραφική εταιρία G.O.D Records, ο Μιχάλης Ματθαίου, μας μιλά για όλο αυτό το γοητευτικό και για κάποιους παράξενο κόσμο των βινυλίων που από μεράκι έκανε κύρια επαγγελματική του ενασχόληση, αλλά και εμπλέκεται με ένα τρόπο και με την πολυαναμενόμενη, εγχώρια πια, παραγωγή δίσκων βινυλίου.

1.       Πώς και πότε ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τα βινύλια ; Είχες κάποια άλλη επαγγελματική διαδρομή ως βινυλιάς στο παρελθόν ;


Η ενασχόληση μου με τα βινύλια άρχισε από μωρό παιδί, στα 4 ανακάλυψα τα 45αρια του πατέρα μου που εκτός των άλλων ήταν τραγουδιστής κι έγραφε και τραγούδια και λίγο μετά στο δημοτικό,vμιας και υπήρχαν στην οικογένεια ναυτικοί, έβαλα λυτούς και δεμένους να μου φέρνουν σινγκλάκια απ’όλον τον κόσμο.Η κατάσταση μου προχώρησε έμπλεξα με το ραδιόφωνο ξεκινώντας με το Τρίτο Πρόγραμμα το 1987 και την δεκαετία του '90 άνοιξα στα Εξάρχεια δισκάδικο με μεταχειρισμένους δίσκους το The Crypt Records στην Εμ. Μπενάκη 62 πάνω από το μπαρ Stand  στο παλιό νεοκλασικό κτίριο στον 1ο όροφο και στο 58 ακριβώς δίπλα με βιτρίνα. Μετά τα πράγματα εκτροχιάσθηκαν λίγο, γεμίσαμε αποθήκες με δίσκους, το σπίτι μου στα Εξάρχεια, ακόμα και στην μονοκατοικία των γονιών μου ,τους γέμισα το γκαράζ με 10.000 δίσκους.  Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και το μόνο λογικό βήμα ήταν για μένα να προχωρήσω στην ίδρυση μιας ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας μαζί με την γυναίκα μου και πολύτιμο συνεργάτη, Μαρία Σοφία. ¨Εχω κάνει και τον dj σε πολλά μαγαζιά κι ακόμα τον κάνω καμιά φορά, τελευταία δε εκπομπή ραδιοφωνική ήταν το 2012 σε ένα ιντερνετικό ραδιόφωνο, αλλά κι αυτό θα το ξανακάνω, είναι μεγάλο πάθος η ενασχόληση με την μουσική σε όλες τις μορφές της.

2     - Η ανεξάρτητη δισκογραφική σου εταιρία G.O.D. Records τι σημαίνει ακριβώς, πότε ιδρύθηκε και κάτω από ποιες συνθήκες ;
G.O.D. είναι αρχικά και σημαίνουν Garden Of Dreams, ο κήπος των ονείρων των δικών μου και όσων αγαπούν τις μουσικές που ανθίζουν σ’αυτόν τον κήπο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ιδρύθηκε δεν είναι ιδιαίτερες για μένα, ήταν απλά το επόμενο λογικό βήμα, να βγάλουμε σε βινύλιο αυτά που θέλουμε να ακούμε. Η εταιρεία ιδρύθηκε από εμένα και την γυναίκα μου στις 7 Δεκεμβρίου του 2013.

         - Σε τι ρεπερτόριο κινείτε και πόσες παραγωγές δίσκων έχεις κάνει έως τώρα ;
Το ρεπερτόριο μας είναι το ψυχεδελικό ροκ νέο και παλαιό, το γκαράζ επίσης και το στόνερ ροκ που έχει τεράστια άνθηση με σπουδαίες δουλειές και πολύ καλές μπάντες παγκόσμια και η acid folk σαν την νέα μας κυκλοφορία του Σείριου Σαββαΐδη “Πλανωδία”. ¨Έχουμε μέχρι τώρα αισίως 54 παραγωγές σε βινύλιο και cd στα 2μιση χρόνια λειτουργίας μας και προχωράμε.

4    - Είναι κυρίως νέες κυκλοφορίες ή επανεκδόσεις παλιότερων δίσκων ;
Κυρίως νέες κυκλοφορίες και κάποιες επανεκδόσεις που κρίνουμε σκόπιμο να κόψουμε είτε γιατί δεν έχουν ξαναβγεί ποτέ (όπως οι Wet Taxis που βγάλαμε σε βινύλιο και cd) είτε γιατί δεν υπάρχει επίσημη ή προσεγμένη ηχητικά κλπ επανέκδοση.

5    - Στην Ελλάδα αυτή την στιγμή δραστηριοποιούνται περισσότερες ανεξάρτητες εταιρίες παραγωγής βινυλίων συγκριτικά με τις υπάρχουσες δισκογραφικές εταιρίες στην εποχή της ακμής τους ! Υπάρχει τόσο εύφορο έδαφος για το βινύλιο στην Ελλάδα ;
Στην Ελλάδα σαν αγορά και βέβαια όχι, δεν υπάρχει κοινό ικανό να απορροφήσει όλες αυτές τις εκδόσεις των εταιρειών, ακόμα κι αν οι εκδόσεις πλέον είναι πιο μαζεμένες σε νούμερα,250-500 κόπιες. Οι πωλήσεις στο μεγάλο μέρος τους γίνονται στο εξωτερικό και σ’αυτό έχει βοηθήσει η αμεσότητα του ίντερνετ.

6   -  Για τι είδους ρεπερτόριο υπάρχει ενδιαφέρων από το εξωτερικό για ελληνικής παραγωγής δίσκους βινυλίου και πόσο ποντάρει η ελληνική αγορά στην αγορά του εξωτερικού ;
Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για stoner ψυχεδελικό ροκ με αγγλικό πάντα στίχο και για acid folk με κάτι το ξεχωριστό εδώ ξεπερνιέται ακόμα και το πρόβλημα της ιδιαιτερότητας της γλώσσας μας, αν πράγματι είναι αξιόλογο μουσικά. Η ελληνική αγορά ζει στην ουσία από τις πωλήσεις του εξωτερικού, η αγορά εδώ απορροφά ένα 10% των παραγωγών, εκτός κάποιων εξαιρέσεων εκδόσεων δίσκων που αφορούν όμως μόνο την Ελλάδα και επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μιλάω ειδικά για επανεκδόσεις ελληνικού ροκ που για κάποιο λόγο δεν πέρασε στο συλλεκτικό κοινό του εξωτερικού ή για νέες εκδόσεις με ελληνικό στίχο που της περιορίζει ή τέλος πάντων ότι περνάει μόνο στην Ελλάδα, τα  λεγόμενα “έντεχνα” και τα νεοχίπστερ.

7    -  Οι broggers (οι μεσολαβητές στην παραγωγή δίσκων βινυλίου από την Ελλάδα στο εξωτερικό) πόσο καθαρό ρόλο είχαν έως τώρα ;
O ρόλος των brokers είναι ξεκάθαρος, είναι αυτός του μεσολαβητή μεταξύ ενός εργοστασίου παραγωγής και της δισκογραφικής εταιρείας ή της μπάντας που κάνει μια προσωπική ανεξάρτητη παραγωγή. Όμως, ως άνθρωποι οι brokers έχουν και ελαττώματα, δεν είναι όλοι ξεκάθαροι ως προς το προϊόν που προσφέρουν ακόμα και ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Πολλές φορές μπάντες που ψάχτηκαν μόνες τους και πήγαν σε ένα broker με μόνο κριτήριο ότι τους έδωσε φθηνή τιμή, έκαναν να δουν δίσκο και 1 και 2 χρόνια και πολλές φορές δεν έπαιζε κιόλας κι ο τύπος δεν απαντάει ούτε σε email ούτε τηλέφωνα. Επίσης υπήρξαν και υπάρχουν και αρκετοί τυχάρπαστοι που απλά έφαγαν τα λεφτά κι εξαφανίστηκαν ή ‘άλλοι στα όρια του γραφικού, που τάζουν λαγούς με πετραχήλια,ότι έχουν πρέσες δικές τους κι ο δίσκος θα κοπεί Ελλάδα στα γρήγορα, ενώ κόβεται στην Αυστρία με το ανάλογο χρονικό περιθώριο. Μια εταιρεία πρέπει να επιλέξει συνεργασία με έναν συνεπή broker για να κάνει την δουλεία της, δοκιμασμένο και φυσικά με συμβόλαια ξεκάθαρα και με ποινικές ρήτρες αθέτησης.

8   -Τι είναι για σένα η εταιρία αυτή παραγωγής που έχεις ; Ασχολείσαι αποκλειστικά με αυτό ;
Η δισκογραφική εταιρεία που έχω είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος η αποκλειστική μου ενασχόληση και αν και είναι συνεχής και καθημερινή με τρελό ωράριο, δεν νιώθω ότι δουλεύω καν γιατί κάνω αυτό που αγαπάω.

9 - Το όνομά σου έχει εμπλακεί με το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής δίσκων βινυλίου στην Ελλάδα. Τι σχέση έχεις με αυτό και πόσο σημαντική είναι η ίδρυσή του στην διάδοση του βινυλίου στη χώρα μας ;


Έχω την χαρά να συμμετέχω κι εγώ σαν συνεργάτης σε μία προσπάθεια που γίνεται από πολλούς ανθρώπους, γνώστες της δουλείας για ένα νέο εργοστάσιο κοπής βινυλίου στην χώρα μας. Αναρτήσαμε φωτογραφίες από την πρώτη καινούργια πρέσα βινυλίου, φτιαγμένη στην Ελλάδα πριν μερικές μέρες στα σόσιαλ μήντια και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν υπέρ του δέοντος θετική. Θα έχουμε επίσημα νέα κι άλλες φωτογραφίες σύντομα. ¨Ενα τέτοιο εγχείρημα κρίνω ότι θα είναι καταλυτικά σημαντικό για την διάδοση του βινυλίου στην χώρα μας, γιατί από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 εως τώρα δεν υπήρχε η δυνατότητα κοπής στην Ελλάδα κι όλα γίνονταν έξω. Τώρα θα υπάρχει αμεσότητα στην επικοινωνία, πολύ γρηγορότεροι χρόνοι παράδοσης και καλύτερες τιμές για την Ελλάδα ,αν σκεφτείς μόνο πόσα θα γλυτώνεις από μεταφορικά. Επίσης επειδή όλα τα μηχανήματα είναι καινούργιας τεχνολογίας, θα είναι και οι κοπές πολύ καλύτερες ηχητικά και θα προσφέρεται ολόκληρο το πακέτο, δίσκος με εξώφυλλα ποιότητας και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, ένθετα, πόστερ,κλπ.

1 -Γιατί κατά καιρούς έγιναν αποτυχημένες προσπάθειες αγοράς πρέσας για την κοπή βινυλίων στην Ελλάδα, σε τέτοιο βαθμό που θεωρούνταν μύθος η δημιουργία εργοστασίου παραγωγής στη χώρα μας ;
Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, προφανώς δεν είχαμε να κάνουμε με σοβαρές προσπάθειες.


1 - Συμμετέχεις σε παζάρια δίσκων που γίνονται σε συχνά πυκνά διαστήματα πια στην Ελλάδα ; Ποια είναι η εμπειρία της συμμετοχής σου και αν ξεχωρίζει κάποιο για τη οργάνωσή του..
Ξεκίνησα να συμμετέχω σε παζάρια βινυλίου στην Ελλάδα, από το πρώτο που έγινε το ‘89 αν θυμάμαι καλά στο West. Με ένα διάλειμμα αρκετών ετών για προσωπικούς λόγους, συμμετέχω ξανά επίσημα από πέρσι (γιατί ανεπίσημα έδινα δίσκους της εταιρείας σε φίλους πωλητές για το παζάρι από πρόπερσι) με πάγκο της εταιρείας με δικές μας εκδόσεις και διανομές και επιλεγμένους μεταχειρισμένους συλλεκτικούς δίσκους. Το παζάρι που ξεχωρίζει και ήταν και το μοναδικό τα τελευταία χρόνια, εκτός από κάποια μικρά μπαζάρ σε μαγαζιά ,είναι το Vinyl is Back το οποίο η εταιρεία μας στηρίζει και συμμετέχει και θα εξακολουθήσει να συμμετέχει, γιατί είναι το πιο οργανωμένο και παρέχει  στους πωλητές τις καλύτερες προσφορές και πολύ καλή προώθηση και διαφήμιση αλλά και στους αγοραστές, ωραίους άνετους χώρους, δωρεάν προβολές ταινιών, συναυλίες και δρώμενα.

1  - Οι εκθέτες μπορούν να ανταποκριθούν σε συχνές συμμετοχές σε παζάρια δίσκων σε εποχή κρίσης ;
Για όλο τον κόσμο είναι δύσκολο σε τέτοιες εποχές, να συμμετέχει σε πολλά παζάρια δίσκου, πρώτα το αγοραστικό κοινό που πρέπει να επιλέξει που θα πάει για να ξοδέψει τα χρήματα του, αλλά και για τους εκθέτες γίνεται πολύ ανταγωνιστικό και χρηματοβόρο το πράγμα με τα συνεχή παζάρια, πολλά εξ αυτών κακοργανωμένα, μπαίνουν μέσα ή βγάζουν μόνο τα έξοδα τους, μιας κι ο κόσμος θα πάει σε κάτι γνωστό και δοκιμασμένο και δεν έχει διάθεση και χρήμα για πειράματα.

1  - Ποιες είναι οι κυριότερες μουσικές σου επιρροές  ;
Θα χρειαστούμε μια άλλη συνέντευξη για αυτήν την ερώτηση, γιατί έχω ένα πολύ ευρύ πεδίο στην μουσική. Η μουσική είναι μία, υπάρχει καλή και κακή, αλλά αυτό είναι υποκειμενικό. Εγώ λέω ότι υπάρχει μουσική με ψυχή και μουσική για τα φράγκα. Η πηγή όλης της σύγχρονης μουσικής του 20ου και 21ου αιώνα είναι τα μπλουζ, οπότε μοιραία οι αναφορές μου είναι εκεί .Δεν έχει σημασία να αναφέρω ξερά κάποια ονόματα, απλά θα σου πω δίσκους που για μένα είχαν τεράστια επιρροή, το Disraeli Gears των Cream, το ομώνυμο των Traffic, τα 2 Jimi Hendrix Experience, τα 3 πρώτα του Van Morrisson το Τriangle των Beau Brummels, το Super Session των Αl Kooper Mike Bloomfield και Stephen Stills, το Foreven Changes των Love και μπορώ να συνεχίσω μέχρι αύριο…

 -Ποιες είναι οι άμεσες προτεραιότητες στις κυκλοφορίες δίσκων σου, στην G.O.D. Records  και αν σκοπεύεις να κάνεις ανοίγματα και σε άλλα είδη μουσικής ; 
Έχουμε βγάλει στην αγορά αυτές τις μέρες σε βινύλιο τον υπέροχο acid folk δίσκο του Σείριου Σαββαΐδη “Πλανωδία” που προανέφερα, o οποίος δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, σε περιορισμένη έκδοση διάφανο βινύλιο κι ένα πολυτελές κουτί από δερματινή σε 50 μόνο κόπιες που περιέχει τον δίσκο ένα cd και μια αφίσα. Επίσης κυκλοφορήσαμε άλλη μια ελληνική δουλειά σε cd των Robert Sin And The Huckleberries-.”..And the Ghosts In Between” ένα υπέροχο υβρίδιο americana και ψυχεδέλειας στο οποίο έπεται και συνέχεια. Πάντα έχουμε ανοιχτά τα αυτιά μας και τα μάτια μας σε καινούργια πράγματα, το μυστικό είναι να μην μένεις στάσιμος για να μην βαλτώσεις. Άλλωστε μου αρέσουν πολύ οι εκπλήξεις.





    Η πρέσα που θα τυπώνει βινύλια στην Ελλάδα !






Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Συνέντευξη :Γιάννης Γρηγορίου "Ο ήχος είναι στο μυαλό και στα δάκτυλα" του Γιάννη Αλεξίου







   ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ


   «Ο ήχος είναι στο μυαλό και στα δάκτυλα»









"Πιο ροκά παίκτη από τον Τάκη Σούκα δεν έχω ακούσει !"


Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου


 Σώθηκε από θαύμα όταν πιτσιρικάς πήγε να βάλει στην πρίζα την ηλεκτρική κιθάρα για να παίξει ! Έτσι ήταν γραφτό να γίνει μπασίστας. Αλλά τι μπασίστας ! Ο Γιάννης Γρηγορίου εξελίχθηκε σε κορυφαίο session μουσικό και είναι ο πιο περιζήτητος sideman στις ηχογραφήσεις όλων των ειδών μουσικής, μετρώντας σήμερα 1.600 κομμάτια στο στούντιο. Επίσης διαθέτει την μεγαλύτερη συλλογή μουσικών οργάνων, φυσικά μπάσων, στην Ελλάδα και όχι μόνο, ακόμη πλουσιότερη κι από εκείνη του Stanley Clarke, του ινδάλματός του.
 Ιδρυτικό μέλος σημαντικών ελληνικών συγκροτημάτων όπως οι Equus, Way 2 Go και συμμετοχή στους The Beatles Live Tribute Band μπήκε στη λαϊκή μουσική με τον Τάκη Σούκα τον οποίο ηχογραφούσε κρυφά σε κασέτες όταν έπαιζε μαζί του στο «Χάραμα» εντυπωσιασμένος από το παίξιμό του ! Βρέθηκε ακόμη δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη σε ιστορική του ηχογράφηση με την έγκριση του Χρήστου Νικολόπουλου. Από τους πιο ενεργούς Έλληνες μουσικούς, παίζει συνέχεια και παντού κάτι σαν μουσικός - σαρανταποδαρούσα». Μια ζωή πρόβες, νυχτερινές εμφανίσεις, στούντιο, ηχογραφήσεις, χωμένος βαθιά μέσα στην μεγάλη του αγάπη την μουσική. Αυτό τον καιρό ξεκινά εμφανίσεις στην παραλιακή «Θέα», χωρίς να πτοείται και για άλλα πρότζεκτ !
Από τους λίγους rock και fusion μουσικούς που παρ’ όλου που πέρασε στην λαϊκή μουσική, ακόμη και στα «σκυλάδικα», δεν έχασε την επαφή του με τις μουσικές του ρίζες και εξέλιξε τον ήχο του παίζοντας ότι έχει στο μυαλό του με rock και jazz συγκροτήματα καταφέρνοντας να κινείτε με μεγάλη άνεση και ποιότητα σε όλους τους μουσικούς χώρους.  
 Χολαργιώτης γέννημα θρέμμα, από τους πιο πολυταξιδεμένους μουσικούς και τους ψαγμένους, ο “bassmaniac” Γιάννης Γρηγορίου θα παρουσιάσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της περίφημης και σπάνιας συλλογής μπάσων του στο Vinyl Is Back από 23-25 Σεπτεμβρίου στο «Μουσείο Αυτοκινήτων» παίζοντας παράλληλα live την ιστορία του οργάνου που ξέρει όσο λίγοι…

-Ποιά ήταν η αφορμή να ξεκινήσεις την συλλογή μπάσων όντας μουσικός ;

«Το ’80 που άρχισα να παίζω είχα δάσκαλο τον Αντώνη Τεκτονίδη. Μπασίστας και γιος του πιανίστα που μου έκανε μάθημα στον Κώστα Κλάββα. Ήμουν ο καλός του μαθητής. Μια μέρα πήγαμε σπίτι του και μόλις μπήκα μέσα έπαθα σοκ. Παντού μπάσα ! Από τότε μου μπήκε το μικρόβιο και ήθελα να αποκτήσω καμιά 10αριά καλά όργανα. Τα δέκα έγιναν πενήντα, εκατό και σήμερα έχω περίπου 250 μπάσα στην συλλογή μου ! Άλλωστε το bass (μπάσο) είναι ελληνική λέξη και σημαίνει τη βάση της μουσικής»

-Και σε τι χώρο υπάρχουν τα μπάσα αυτά ;


«Σε τρία σπίτια ! Είναι και οι βαλίτσες ! Τρελό ! Έχω πολύ βασικά όργανα στο στούντιο που τα δουλεύω και πολλές φορές τα πάω πίσω, φέρνω άλλα…Όλα ετοιμοπόλεμα, εκτός από καμιά 20αριά που τα έχω σπίτι και τα μαστορεύω. Έχω τρέλα και με τα ζωγραφισμένα μπάσα, τα οποία τα δίνω σε φίλους και μου τα ζωγραφίζουν !»

-Κι όταν έρχεται η στιγμή να παίξεις πώς διαλέγεις ανάμεσα σε τόσα όργανα ;

«Με δέκα μπάσα είσαι καλυμμένος. Καλύπτουν την γκάμα του μουσικού. Έχω δηλαδή ένα καλό Jazz Bass που παίζω, μετά λέω να πάρω κι ένα άλλο καλό που έχω να το δοκιμάσω και μετά ένα τρίτο και πάει λέγοντας…Γίνονται και κάποια μαγικά στο στούντιο, όπως για παράδειγμα έχω εδώ και δέκα χρόνια ένα μπάσο πεντάχορδο αυθεντικό μοντέλο που έχει βγάλει η Yamaha πεντάχορδο για τον Neithan East, διάσημο μαύρο session μπασίστα που έχει παίξει σε πολλά άλμπουμ και με μουσικούς όπως ο Eric Clapton, και η Yamaha έχει βγάλει  ένα μοντέλο γι’ αυτόν. Το κάθε όργανο το φέρνω στα μέτρα μου χωρίς ν’ αλλάξω χορδές. Από τότε λοιπόν που το πήγα στο στούντιο, το έχουν ερωτευτεί όλοι : ηχολήπτες, παραγωγοί, συνθέτες και επειδή είναι άσπρο, όλοι μου λένε φέρε το «άσπρο» να γράψουμε !»


-Για ποια άλλα μοντέλα μπάσων είσαι υπερήφανος που ανήκουν στην συλλογή σου ;
«Ένα Fender Jazz Bass του ’65, Alembic (αμερικάνικη εταιρία που φτιάχνει χειροποίητα όργανα κατασκευάστρια των πρώτων ηλεκτρικών μπάσων που άλλαξαν τον ήχο) μοντέλο Stanley Clarke, που είναι το σήμα κατατεθέν του εν λόγω κορυφαίου μπασίστα. Γενικότερα όλα τα συγκεκριμένα όργανα που με ενδιέφεραν, τα έχω αποκτήσει».

-Παίρνεις μπάσα και μέσω ίντερνετ ;

«Όχι, για τον απλό λόγο ότι θέλω να παίξω το όργανο πριν το πάρω. Το standard μου είναι να παίζει καλά το όργανο και μετά όλα τα άλλα. Έχω αρκετά όργανα στην συλλογή μου που δεν δίνει πιθανώς σημασία κανείς, αλλά εμένα μου βγάζουν ήχο. Περισσότερο γι’ αυτό μεγαλώνει η συλλογή μου και όχι γιατί θέλω συγκεκριμένα κομμάτια. Πολλοί μουσικοί, είτε φίλοι είτε άγνωστοι μου, που αγοράζουν όργανα από το ίντερνετ και δεν τους κάνουν μόλις τα παίξουν, μου τα φέρνουν και τα δοκιμάζω και αν μου κάνει ο ήχος τα αγοράζω ή τα κάνουμε ανταλλαγή».


-Πώς απέκτησες το πρώτο σου μπάσο ;

«Σε μια εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ και ακούγαμε μουσική από δίσκους και καμιά κασέτα, ήθελα να πάρω πρώτα κιθάρα και ένας θείος, μου στέλνει από τη Γερμανία μια ηλεκτρική κιθάρα. Μια Telecaster. Ήμουν τόσο πιτσιρικάς όταν την πήρα στα χέρια μου αναρωτήθηκα γιατί δεν ακούγεται ! Και με πιάνει ένα μεσημέρι ο πατέρας μου, την στιγμή που είχα βάλει το βύσμα από την μία άκρη στην κιθάρα και από την άλλη ήμουν έτοιμος να το βάλω στην πρίζα ! Μου λέει έντρομος : τι κάνεις εκεί ; Του λέω αφού είναι ηλεκτρική την βάζω στην πρίζα !  Με πρόλαβε ευτυχώς γιατί θα πέθαινα ! Η κιθάρα μπήκε στο ντουλάπι έως ότου το 1977, στα 14 μου, μια θεία μου από τη Γερμανία, όταν τα Jazz Bass έκαναν 30.000 δραχμές, πανάκριβα δηλαδή, είδε την αγάπη μου για το όργανο και μου δώρισε ένα σαν Fender, ένα Eco. Δεν ήταν φθηνό, έκανε 17.000 μαζί με τον ενισχυτή. Από αυτό έχει μείνει τώρα μόνο το μανίκι, από το οποίο κάποια στιγμή του έβγαλα τα τάστα όπως έκανε ο Jaco Pastorius.  Και έτσι ξεκίνησα να παίζω χωρίς να είναι κανένας μουσικός στην οικογένειά μου. Μόνο ο παππούς μου, ο πατέρας δηλαδή της μάνας μου, έπαιζε ποντιακή λύρα, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ. Και η μητέρα μου της άρεσε να τραγουδάει στο σπίτι. Υπήρχε μόνο η φλέβα !».

-Σπούδασες μουσική ;

«Το 1980 πηγαίνω στο ωδείο, στον Κλάββα, να κάνω μαθήματα. Στο Ωδείο Αθηνών, στην Πλάκα. Μπαίνω μέσα και μου λέει ο Αντώνης Τεκτονίδης : παίξε κάτι. Τότε είχε βγει μόλις ο δίσκος Waiting For Something των Socrates, δισκάρα, τον είχα μάθει απ’ έξω. Έπαιζε μπάσο ο Ζηκογιάννης πατώντας στον Pastorius και είχε βάλει πολλά σχήματα “μπασιστικά” και δύσκολα. Τα έπαιζα όλα με το αυτί. Τότε λοιπόν άρχισα να παίζω αυτά τα θέματα από το δίσκο κι έπαθε πλάκα ο Τεκτονίδης και με ρωτά : τι ήρθες να κάνεις εδώ ; Μετά από αυτόν πήρα το πρώτο καλό μου μπάσο ένα Kramer αλουμινένιο με διχάλα, δώρο της μητέρας μου. Πενήντα χιλιάρικα μεταχειρισμένο το’ 80 ενώ το Jazz Bass καινούργιο έκανε τριανταπέντε ! Από εκεί ξεκίνησα να παίζω». 
   
-Ο πατέρας σου δεν ήταν σύμμαχος, μόνο η μητέρα σου στην αγορά αυτού του πρώτο οργάνου ;

«Ήταν αξιωματικός απόστρατος και ήθελε να πάω στην Ευελπίδων ! Του είπα δεν μπορώ, θέλω να γίνω μουσικός. Άρχισα τότε, το ’81 να δουλεύω και να φέρνω σπίτι πιο πολλά λεφτά από τον πατέρα μου και κατάλαβε τότε ότι για μουσικός είμαι ταγμένος».

-Ξεκίνησε να παίζεις μπάσο σε μια εποχή που ήταν στα φόρτε της η funkysoul και η disco που ανέδειξαν το μπάσο. Πόσο σε επηρέασε αυτό το μουσικό κλίμα ;


«Πάρα πολύ, ωστόσο τα μουσικά ακούσματα που με έβαλαν στην μουσική ήταν οι Led Zeppelin, Black Sabbath, Deep Purple ήταν τα αγαπημένα μου γκρουπ. Τους Beatles μετά από αρκετά χρόνια άρχισα να τους καταλαβαίνω. Μέχρι που σχηματίσαμε τους Beatles Tribute Band και πήγαμε δύο φορές στην Αμερική και παίξαμε και στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί βέβαια έβγαλα όλες τις μπασογραμμές του McCartney, νότα – νότα, κι εκεί εκτίμησα τους Beatles. Ακούγοντας με λεπτομέρεια τους Beatles είδα ότι πολλά γκρουπ έχουν πάρει από αυτούς  πράγματα, όπως οι Sabbath στο Paranoid, οι Queen κ.α.».

-Ποιοι μπασίστες ήταν ινδάλματά σου ;


«Ο Roger Glover των Deep Purple, John Paul Jones των Led Zeppelin, Geezer Buttler από τους Sabbath, αγαπημένοι μου. Μετά ο Jaco Pastorius που μεταμόρφωσε το μπάσο το έκανε κάτι άλλο επηρεάζοντας όλο τον πλανήτη και ο Stanley Clarke. Κι ένας δίσκος επίσης ήταν στις μεγάλες επιρροές μου, το «Bad Co» των Bad Company με το παίξιμο του μπασίστα Boz Burrell, όπως και το «Hotel California των Eagles, με το παίξιμο του Randy Meisner, που μου έδωσαν βάση στο πως παίζω. Βγαίνουν σήμερα πράγματα στο παίξιμό μου που είναι από εκεί. Επίσης μετά που άρχισα να ακούω jazz ήμουν φανατικός με τους Mahavishnu Orchestra, Weather Report και τους Brand X, συγκροτήματα που οριοθέτησαν το jazz rock σε μένα».

-Ως πολύπλευρος μουσικός μίλησε μας για την εμπειρία σου πάνω στην ελληνική μουσική…

«Όταν έπαιζα με τον Τάκη Σούκα στο Χάραμα, μεγάλο συνθέτη που παίζει τρομερό σαντούρι, ακορντεόν, έπαιρνα κασετοφωνάκι μαζί μου κι έγραφα τι έπαιζε ! Πιο ροκά παίκτη δεν έχω ακούσει ! Ρουφούσα σαν σφουγγάρι το παίξιμό του. Μετά έπαιζα στο Όνειρο στην Εθνική που ήταν καρά-σκυλάδικο, με ωράρια τρελά, εφτά μέρες τη βδομάδα χωρίς ρεπό, όπου μετά από δύο χρόνια δεν άντεχα άλλο ! Λεφτά πολλά βέβαια, αλλά κούραση μεγάλη. Παρακαλούσα να με διώξουν, αλλά τίποτα. Για μένα κορυφαίος ήταν ο Δήμος Μούτσης. Με τον Μούτση κατάλαβα την ουσία και το βάρος της κάθε νότας. Πρέπει να πάρει τη θέση που του αξίζει στην ελληνική μουσική. Μεγάλη η εμπειρία μου μαζί του. Έχω παίξει ακόμη με τους Βαγγέλη Γερμανό, Νίκο Πορτοκάλογλου, τους Poll το ’90 στον Λυκαβηττό και μαζί τους έκανα ίσως τις πρώτες ηχογραφήσεις στην Ελλάδα με πεντάχορδο μπάσο, σε live σίγουρα, το οποίο είχα φέρει από την έκθεση της Φρανκφούρτης. Εκεί γνώρισα τον ίδιο τον κατασκευαστή κι έκλεισα εκεί ένα άταστο κι ένα πεντάχορδο μπάσο και μου τα έστειλε στην Αθήνα μετά όταν τελείωσε η έκθεση. Στην αρχή έπαιζα πολύ με τον Βαγγέλη Γερμανό και μετά γνωρίστηκα με τον Τάκη Σούκα και μπήκα στα λαϊκά μαγαζιά το ’85. Στο Χάραμα ήταν μαζί του η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Είχαμε παίξει τον Μανώλη Αγγελόπουλο, το Γιώργο Μαργαρίτη. Πήγαμε παραλία και στην Εθνική Οδό. Παράλληλα είχα και τα γκρουπ, όπως τους Way 2 Go (ένα εξαιρετικό jazzrock γκρουπ) με τις Σοφία Νοητή και Σοφία Ράπτη, ο Δημήτρης Μπέλλος, ο Κλεώνας Αντωνίου, ο Καπηλίδης ο μπαμπάς τύμπανα, καταπληκτικό γκρουπ που έχουμε και ηχογραφήσεις που δεν έχουν βγει ποτέ πουθενά».

-Αναζητείς πάντα το καινούργιο στον ήχο ;

«Φυσικά, αλλά με τον καιρό κατάλαβα ότι ο ήχος είναι στο μυαλό και στα δάκτυλα. Το όργανο είναι ένα 20 %, άντε 30 και πολύ λέω. Το υπόλοιπο είναι ο παίκτης».
-Το πολυπαίξιμο σου αυτό, πόσο σε έχει βοηθήσει στην εξέλιξή σου ως μουσικό ;
«Πολύ. Μου έκανε καλό η αγάπη μου για τα διαφορετικά είδη μουσικής. Στο πως αντιλαμβάνομαι τα πράγματα στην μουσική και πώς τα αποδίδω μετά. Πολλοί αναρωτιούνται πώς αντέχω μέσα στη νύχτα και παίζω με διάφορους. Όχι, μόνο αντέχω, αλλά παίρνω πράγματα συνέχεια και με γεμίζει αυτό. Βγαίνουν πράγματα συνέχεια από μέσα μου στο παίξιμο. Ίσως γι’ αυτό με ζητούν συνέχεια στη δισκογραφία. Έχω 1.600 κομμάτια ρεπερτόριο στη δισκογραφία. Από Κρίστη Στασινοπούλου τον πρώτο δίσκο της μέχρι Καζαντζίδη, Γονίδη και Περίδη… Έχουμε κάνει με τον Πορτοκάλογλου «Τα Καράβια Μου Καίω», ο οποίος είναι ο μοναδικός δίσκους που πριν τον ηχογραφήσουμε το παίζαμε ήδη έξι μήνες live και ζυμώθηκαν τα συγκεκριμένα κομμάτια με τους μουσικούς πριν μπούμε στο στούντιο. Γι ‘ αυτό βγήκε τέτοιο παίξιμο και τέτοιο ήχος ! Και ο δίσκος «Βραχυκύκλωμα» του Βαγγέλη Γερμανού είναι ιδιαίτερο. Έπαιξα στο δίσκο – το λέω και ανατριχιάζω – του Στέλιου Καζαντζίδη με τον Χρύσανθο «Τα Αηδόνια του Πόντου». Τότε έπαιζα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, το ’92, και μας λέει μια μέρα, εμένα και του Γιάννη Χατζή του ντράμερ, δεν έρχεστε στο στούντιο μου να γράψουμε κάτι ποντιακά. Παίξαμε τύμπανα και μπάσο πάνω σε ήδη παιγμένες λύρες, τρομερά δύσκολο πάνω σε ρυθμούς τρελούς κι έρχεται ο Καζαντζίδης και λέει όλα τα κομμάτια μέσα σ’ ένα απόγευμα !. Επίσης θυμάμαι κάναμε ένα δίσκο με το Βαγγέλη το Βέκιο τον συγχωρεμένο, που λεγόταν «Ντέρτι». Το ’81. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα στο στούντιο Sierra να γράψω. Ο Βέκιος τύμπανα, εγώ μπάσο και ο επίσης συγχωρεμένος ο Θοδωρής Δήμου κιθάρα. Τα τραγούδια είχαν ethnic στοιχεία. Ας το πούμε ethnic-rock. Κι έρχεται η εταιρία και λέει να τα πει αυτά η Χάρις Αλεξίου. Ο Βαγγέλης όμως επέμενε να τα τραγουδήσει η Ιωάννα Τσιριγκούλη, η κόρη ενός σκηνοθέτη. Αν τα έλεγε η Αλεξίου θα γινόταν πανικός τότε. Πριν γίνει μόδα το ethnic. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην ΕΜΙ, αλλά θάφτηκε και δεν ακούστηκε ποτέ…».   

-Πώς ξεκίνησες να παίζεις ;


«Είχαμε μια μπάντα του Equus, που σημαίνει άλογο στα Λατινικά. Το ’80-’81. Μέλη τους ήταν ο Χρήστος Ταμπουρατζής, κιθάρα - φωνή και ο Τάκης ο Κουβατσέας στα τύμπανα. Τρίο. Παίζαμε στο Σπόρτινγκ, στο Αχ Μαρία, σε μπαράκια και σε συναυλίες. Στο Skylab στην Πλάκα παίζαμε το ’80 με τους Sharp Ties και μετά με τον Τζίμη Πανούση που τότε έβγαινε μόνος του με μια ένα σκαμπό, μια κιθάρα και μια ομπρέλα ! Μετά έκανε τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Παίζαμε κλασικό ροκ, δικά μας κομμάτια».

-Η σχέση σου με τα βινύλια ποια ήταν ;

«Δεν είχαμε πικ-απ σπίτι, αλλά πήγαινα σε φίλους κι άκουγα. Έγραφα κασέτες. Ο μακαρίτης ο Θάνος Παπαποστόλου, ο ντράμερ του Τζώννυ Βαβούρα, είχε πολλά βινύλια και πήγαινα σπίτι του κι έγραφα κασέτες κι άκουγα σπίτι μου. Τις έχω ακόμη τις κασέτες αυτές. Τα τελευταία 15 χρόνια αγοράζω βινύλια. Έχω τρέλα να μαζεύω πράγματα της ζωής μου που περνάει !».

-Στο Μουσείο Αυτοκινήτων στη διάρκεια του 8ου Vinyl Is Back τι θα παρουσιάσεις ;


«Ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της συλλογής μπάσων μου, δέκα κομμάτια που είναι κορυφαία κι έχουν γράψει ιστορία, το καθένα στο είδος του στο ηλεκτρικό μπάσο και θα συνδυάσουμε με δίσκους που έχουν παίξει. Παράλληλα θα κάνουμε και live με κομμάτια που έχουν ηχογραφηθεί και έχουν γράψει ιστορία με το καθένα από τα μπάσα αυτά. Όπως το My Generation των Who με το αυθεντικό μπάσο που κάνει το σόλο στο τραγούδι. Νομίζω ότι θα έχει πολύ ενδιαφέρων».


-Με τη δουλειά σου έχεις κάνει ταξίδια ;

«Ναι πάρα πολλά. Έχω πάει Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία, παντού. Μόνο Ιαπωνία και Αφρική δεν έχω πάει. Με τους The Beatles Live Tribute Band, ιδρυτικό μέλος τους ήταν ο Χάρης Κελλάρης,
παίξαμε στο Κεντάκι της Αμερικής στο μεγαλύτερο φεστιβάλ Beatles στον κόσμο με πληρωμένα όλα, αεροπορικά εισιτήρια, ξενοδοχεία, φαγητό και αμοιβή. Πήγαμε δύο χρονιές το ’04 και το ’05. Συμμετείχαν κάθε φορά 50 μπάντες απ’ όλο τον κόσμο.  Το όνομά μας εκεί ήταν Greek Beats γιατί το Beatles δεν μπορείς να το πεις στην Αμερική, θα σε πάνε μέσα. Εμείς παίξαμε με 12 Έλληνες μουσικές και μαζί μας 6 νοικιασμένους μουσικούς Αμερικάνους ! Τρία έγχορδα και τρία πνευστά. Νότα – νότα, τους τα είχαμε στείλει και παίξαμε κατευθείαν ! Παίξαμε τα κομμάτια των Beatles όπως τα ακούς στο δίσκο. Μόλις παίξαμε κατεβαίνω από την σκηνή μαζί με τον Νίκο Μαρκάκη που έχει στήσει την μπάντα και μας πλησιάζει ένας ατζέντης και βγάζει την κάρτα του και μας ζητά να μείνουμε στην Αμερική προτείνοντας μας μόνιμη δουλειά στο Λας Βέγκας ! Εκείνη την στιγμή έρχεται ένας άλλος που είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ αυτού στο Κεντάκι και την παίρνει την κάρτα και λέει εγώ αντιπροσωπεύω και μανατζάρω τα παιδιά στην Αμερική ! Σφαχτήκανε ! Εκείνος μας πρότεινε να κλείσουμε εμείς το φεστιβάλ ! Τρομερή στιγμή για μας. Εκεί καταλάβαμε πόσο καλοί μουσικοί και ακομπλεξάριστοι είναι οι Αμερικάνοι. Στο τέλος όντως έτσι έγινε και ανεβήκανε και παίξανε μαζί μας ! Σαν να κάνεις φεστιβάλ Τσιτσάνη στην Αθήνα και να έρθουν Αμερικάνοι και να τους πει ο οργανωτής να παίξετε εσείς στο τέλος και οι Έλληνες μαζί σας ! Αυτό είναι απίθανο από πολλές μεριές…Τελικά δεν μείναμε στην Αμερική γιατί όλοι είχαμε οικογένειες και παιδιά στην Ελλάδα…».


-Σε ευχαριστώ πολύ !


«Επίσης και ραντεβού στο Vinyl Is Back στο Μουσείο Αυτοκινήτου !».


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Το rock ζει στην Αντίπαρο ! Του Γιάννη Αλεξίου









Το rock ζει στην Αντίπαρο !




    
      Με τον αγαπημένο Τζίμη Πανούση στην Αντίπαρο 

  

Γράφει ο Γιάννης Αλεξίου 


Το 1978 ένας Ιταλός προκάλεσε τον Κυρ – Γιάννη που είχε ένα αμπελώνα 23 στρεμμάτων , όταν του ζήτησε να του τον πουλήσει για να το κάνει κάμπινγκ. Ο κυρ – Γιάννης πήρε την ιδέα και αντέδρασε στην πρόταση του Ιταλού στήνοντας ο ίδιος το κάμπινγκ που μέχρι σήμερα είναι το σημείο αναφοράς της Αντίπαρου. Το εναλλακτικό νησί της πρώτης κείνης φουρνιάς των νησιών που επισκεπτόμασταν στα 80ς στις Κυκλάδες, όπως η Ιός, η Σαντορίνη και η Πάρος - πρωτοπόρος ο φίλος μου Άγγελος Ευθυμίου πιστός της Αντιπάρου, ο μόνος τότε - που ωστόσο δεν το κατάπιε ο χρόνος και έστω και εν 2016 πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στην ένδοξη Αντίπαρο. Εκτός του κάμπινγκ το άλλο εμβληματικό σημείο της είναι η ντίσκο «La Luna» που παραμένει ίδια κι απαράλλακτη από το 1981, εκεί στην άκρη της χώρας που άντε να γυρίσεις πιωμένος πίσω με τα πόδια στο ξημέρωμα. Ανοίγει στις 4 τα χαράματα, ενώ καμιά ώρα πριν ηχούν τα ξυπνητήρια στο κάμπινγκ ώστε να πάνε εκεί !
Στο κάμπινγκ της Αντιπάρου ο Μιχάλης, παλιός θαμώνας του θρυλικού ροκ κλαμπ «Όμπρε» παίζει την καλύτερη μουσική στο νησί ! Όταν κλείνει το εστιατόριο στις 10 το βράδυ, αυτός ανοίγει τα φώτα στο χώρο ακριβώς δίπλα στο εστιατόριο και παίζεις τις πρώτες ροκιές ! Το  μπαρ του κάμπινγκ μένει ανοιχτό ως τις 5 το πρωί και η κατανάλωση του αλκοόλ δεν έχει τελειωμό ! Ένας ψιλόλιγνος τατουαζάτος τύπος είναι αυτός που γνωρίζει καλά τα μυστικά της μουσικής και γίνεται οδηγός στην μακριά νύχτα καθημερινά με εναλλασσόμενο πρόγραμμα ανάλογα το κοινό εάν είναι πιο rock ή metal ή grunge. Συνήθως ξεκινά με ψυχεδέλεια και garage rock και περνάει στο classic rock.
Η Αντίπαρος γενικά δεν μπορείς να πεις ότι έχει ξέφρενη νυχτερινή ζωή, αλλά έχει μερικά καλά στέκια να περάσεις το βράδυ για όσους δεν αντέχουν το ξενύχτι με προορισμό την «La Luna». Υπάρχει το «Loco» που είναι στην στροφή της βόλτας στη χώρα, όπου παίζει κυρίως «μαύρη» μουσική και το έχει ένα παιδί από το Γουδί, στην Αθήνα. Μπροστά από τα μπαρ αυτό περνάει όλο το νησί καθώς είναι η συνηθισμένη βόλτα στα μαγαζιά και τα φαγάδικα που καταλήγει στην πλατεία που είναι γεμάτη μπαράκια. Εκεί σε ένα στενό υπάρχει το rock bar «Doors» που σε προκαλεί να το επισκεφτείς και μόνο λόγω ονόματος. Είναι μικρό και ζεστό και πάντα χορεύει μέσα ο κόσμος κάτω από τις αφίσες του Jim Morrison και του David Bowie στους ρυθμούς του d.j. Γιώργου, παλιού θαμώνα επίσης του «Όμπρε» που παίζει classic rock, soul και χορευτικές επιτυχίες όλων των παλιότερων δεκαετιών. Δίπλα του πιο χωμένο είναι το «Louky Louk» με τραπέζακια α λα σαλούν στον εξωτερικό του χώρο. Υπάρχει βέβαια και το κλαμπ «Remember» όπου κυριαρχεί το μαύρο χρώμα και η μουσική 80ς, στο δρόμο προς τη «La Luna», αλλά παρά το ωραίο στήσιμό του συγκεντρώνει μόνο φανατικούς μοναχικούς του κλαμπ αυτού.
Το πιο…έτσι μπαρ της Αντίπαρου είναι το «Boogaloo» του Δημήτρη που είναι bartender και φτιάχνει απίθανα κοκτέιλ που τα επιλέγεις σε ένα απίθανο κατάλογο που είναι γεμάτο φωτογραφίες από την «Studio 54». Η γλυκιά Σάρα με απίστευτη θετική ενέργεια και χαμόγελο που σερβίρει μας πρότεινε στη γυναίκα μου το κοκτέιλ Shy κι εγώ προτίμησα το «B.B. King» λόγω ονόματος ! Ατμοσφαιρικό περιβάλλον, lounge μουσική και πιο κυριλέ κόσμο από τα άλλα μπαρ. Οι τιμές των κοκτέιλ κυμαίνονται από 9 έως 14 ευρώ.

Υπάρχει βέβαια και το «Nixon On The Beach» στην παραλία Beach House, όπου παίζει πολύ καλή μουσική και έχει καλό εστιατόριο – στο διπλανό μας τραπέζι καθόταν ο Παύλος, ο γιος του τέως με την Μαρί Σαντάλ και τα παιδιά τους, ενώ εκεί πετύχαμε και τον τζαζίστα Κώστα Μπαλταζάνη που ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και 5 χρόνια και είχε τη διάθεση να μου δώσει μια συνέντευξη για τον «Ήχο». Τον προηγούμενο βράδυ είχε τζαμάρει στο «Nixon» με άλλους μουσικούς. Είναι το ίδιο μαγαζί που βρίσκεται και στο Γκάζι !
Η αλήθεια είναι ότι η Αντίπαρος τα τελευταία χρόνια έχει γίνει της μόδας και συναντάς διάφορους επωνύμους στο δρόμο, από τον δημοσιογράφο Κίρτσο και τον μπασκετμπολίστα Παπαλουκά, έως τον Λαζόπουλο και τον Κούλογλου, αλλά και το γνωστό ζεύγος Πάνου Μουζουράκη – Μαρίας Σολωμού. Ο πιο αυθεντικός παραμένει ο Τζίμης Πανούσης που είναι η εμβληματική πια φυσιογνωμία του νησιού καθώς αυτός έχει ανακαλύψει το νησί και πάει εκεί από τις αρχές του ’80. Τον πέτυχα να τρώει σουβλάκια στο «Οικογενειακό» με τη οικογένειά του, το καλό σουβλατζίδικο του νησιού που ιδρύθηκε το 1982, τη χρόνιά που οι Μουσικές Ταξιαρχίες έβγαλαν τον πρώτο του δίσκο ! Άρα, τυχαίο που πέτυχα εκεί τον Τζιμάκο ;
Ουρές σχηματίζονται και στο παγωτατζίδικο της Βίκυς, λίγο πιο πέρα από το «Loco», αλλά όσες φορές έφαγα παγωτό δεν ενθουσιάστηκα, ιδιαίτερα στις σοκολάτες της…  

Απίθανη φάση είναι το θερινό σινεμαδάκι της Αντίπαρου, το «Ωλιαρός», όπου ο Γιάννης προβάλλει ψαγμένες ταινίες σε ένα ωραίο περιβάλλον με ελεύθερη είσοδο ! Πληρώνεις σε πολύ χαμηλές τιμές μόνο ότι πάρεις από το μπαρ (τα αναψυκτικά 1 ευρώ, το ποπ-κορν 1.5 το μεγάλο κλπ). Εκεί λοιπόν είδαμε το «Τσάινα Τάουν» και το «Φρανκεστάιν Τζούνιορ». Είναι «επικίνδυνα» ωραία εκεί και μπορεί κανείς να «κολλήσει» και να πηγαίνει κάθε βράδυ σινεμά στις 10.30 μ.μ. Ο χώρος φιλοξενεί ενίοτε και συναυλίες και παιδικές προβολές νωρίτερα ! Αξιέπαινη προσπάθεια.  

Για φαγητό υπάρχει καλό στο «Περαματάκι» με θέα την παραλία του μικρού Σωρού, με νοστιμιές ψητές, αλλά και εξαιρετικό μαγειρευτό, ο «Ντάμης» μέσα στη χώρα σε πολύ χαμηλές τιμές και εξαιρετικό φαγητό με τραπέζια μέσα σε μια όμορφη αυλή. Στο λιμάνι υπάρχει το «Σταθερό» με καλές σχετικά τιμές και μέτριο προς το καλό φαγητό, ανάλογα τι θα πάρεις. Για ψάρι όλα τα λεφτά είναι ο «Ιάκωβος» στο πρώτο στενάκι δεξιά στη χώρα, ένας απίθανος τύπος που ανοίγει την ταβέρνα του γύρω στις 7 το απόγευμα με λίγα τραπέζια, ενώ θα μπορούσε άνετα να έχει κι άλλα, με τεράστιες μερίδες (βλ. καλαμαράκια, γαριδάκι, πατάτες, σαλάτα κ.α.) και παλιά λαϊκά αλανιάρικα παιγμένα από κασέτες ! Μια μάλλον είχε γράψει , Καζαντζίδη, Ζαγοραίο, Γαβαλά και Χρηστάκη πάνω σε χιπ-χοπ, όπως φάνηκε στο τέλος της πλευράς ! Τα πιάτα είναι όλα στα 7-7.5 ευρώ και την κάνεις «ταράτσα» ! Καλό φαγητό σας περιμένει και στην ταβέρνα του «Γιώργη» στη χώρα όπου έχει επίσης καλές τιμές. Ο ίδιος ο κυρ-Γιώργης κερνάει με του καθίσεις τσιπουράκι, κάτι που κάνει και στους περαστικούς διαλαλώντας το μαγαζί του !  Για πρωινό ότι καλύτερο είναι η «Μαργαρίτα», αλλά και βραδινό με ιταλικές γεύσεις και ωραία γλυκά.  Επίσης το «Lalouche» έχει καλό και ακριβό φαγητό, ενώ αξιόλογο είναι και το «Yava» με ethnic κουζίνα. Την ‘Κληματαριά» ξεχάστε την έχει χαλάσει το φαγητό της (μόνο τα παπουτσάκια της αξίζουν), άσε που είδαμε και τις μόνες κοκαλιασμένες γάτες στο νησί εκεί μέσα. Γενικά το νησί είναι φιλόζωο και υπάρχουν πολλές γάτες στα σπίτια και γύρω, αλλά πολλοί έχουν μαζί το σκύλο του χωρίς κανένα πρόβλημα πουθενά.     


Όλα τα λεφτά όμως είναι το κάμπινγκ, όπου το μέσο όρο ηλικίας πλέον των κάμπερς είναι πολύ χαμηλό, μιλάμε για ηλικίες 18-22 ετών στο 80 %, ενώ το άλλο 20 % είναι πιστοί του κάμπινγκ που πηγαίνουν εκεί κάθε καλοκαίρι εδώ και 10 έως 30 χρόνια ! Έχει πιστούς κάμπερς μεγαλύτερης ηλικίας από Ιταλία, Γαλλία και Βέλγιο, όχι μόνο Έλληνες. Το κάμπινγκ εκτός από πολύ ζωντάνια διαθέτει και απίθανη παραλία με κέδρους και γαλαζοπράσινα νερά, ένα απίθανο πράγμα, με ρηχή όμως θάλασσα που περπατώντας μπορείς να βγεις στο απέναντι νησάκι και να ξαναγυρίσεις πολύ εύκολα. Φυσικά και εκεί υπάρχει παραλία γυμνιστών, που όμως δεν τηρείται απόλυτα κυρίως από τους νεαρούς και νεαρές λουόμενες που καταπατούν τον κανόνα του γυμνισμού και μάλιστα χωρίς καμιά παρατήρηση. Η ταμπέλα «Μόνο γυμνιστές» (Nudist official beach) σηματοδοτεί το χώρο αυτό όπου τελικά συνυπάρχει ένα μείγμα γυμνιστών και λουόμενων ! Το καλό είναι η παντελής απουσία από παιδάκια και φωνές τους, οπότε υπάρχει απολαυστική ησυχία, τουλάχιστον έως τέλος Ιουλίου.

  Η καλύτερη εποχή για το κάμπινγκ εκεί είναι έως περίπου 25 Ιουλίου γιατί μετά γεμίζει και ο θόρυβος είναι ανυπόφορος για όσους θέλουν ησυχία. Οι σκιές είναι πολλές και το κάμπινγκ τεράστιο. Στο κάτω μέρος έχει αυτόνομα δωμάτια – καλαμιές για τις σκηνές. Διαθέτει σκηνές το ίδιο το κάμπινγκ με άνετα στρώματα μέσα, ενώ μπορεί να σε προμηθεύσει και αιώρες, τραπέζια, καρέκλες. Το άτομο κοστίζει 8 ευρώ ημερησίως και 2 ευρώ η σκηνή του κάμπινγκ. Οι άνθρωποι εκεί συχνά κάνουν και καλύτερες τιμές στο τέλος και είναι γενικά χαλαροί μέσα στο κλίμα της φιλοσοφίας του κάμπινγκ. Ο χώρος του εστιατορίου, μέσα κι έξω είναι σχεδόν μόνιμα γεμάτος από κόσμος κι εκεί μπορείς να φας σε καλές σχετικά τιμές, ενώ υπάρχει καθημερινά μεγάλη ποικιλία φαγητών. Πολλοί μένουν στο κάμπινγκ όλη την ημέρα πίνοντας καφέ το πρωί, τρώγοντας εκεί μετά, συνεχίζοντας το απόγευμα κάνοντας μπάνιο στην παραλία του κάμπινγκ και το βράδυ εκτός του μπαρ γίνονται συχνά live (πέτυχα εκεί τον Βασίλη Σαλταγιάννη, αλλά και τους Alcalica με την Γερμανίδα τραγουδίστρια και το πειραματικό τους ήχο με βιολί και προγραμματιστή) που ξεκινούν στις 10 μ.μ., ενώ έγινε και μια βραδιά stand up comedy. Επίσης παρέες συγκεντρώνονται κάποια απογεύματα και τραγουδούν και παίζουν ρεμπέτικα. Οι περισσότεροι πάνε με τα πόδια από το κάμπινγκ στη χώρα καθώς είναι περίπου 1 χιλιόμετρο περπάτημα. Το δράμα είναι για όσους κοιμούνται, η ώρα που καταφθάνουν πιωμένες οι παρέες. Καλό είναι να πάρετε και ωτοασπίδες μαζί σας, εάν ξυπνάτε με το παραμικρό.  

Το σημαδιακό ήταν ότι μπροστά από την σκηνή μας υπήρχε ένα ηλιοκαμένο μαύρο «δόντι» από 45άρι δισκάκι που είχε μείνει μισό και ούτε ο διάβολος δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί.
Σ’ ένα ξεκαρδιστικό στιγμιότυπο στην παραλία, Ιταλός γυμνός από την Τζένοβα, οπαδός της Σαμπτόρια που έρχεται χρόνια εκεί χαζεύει και σχολιάζει πίνοντας μπύρα κάποια ωραία οπίσθια των οποίων δηλώνει μέγας λάτρης και του επικεντρώνει την προσοχή ξαφνικά η γυναίκα μου σε ένα ώριμο οπίσθιο αδύνατου ψηλού κορμιού που σκύβει στα τέσσερα αλλάζοντας πλευρά στον ήλιο και τότε εκείνος σχολιάζει : «Α, είναι της πρώην γυναίκας μου !»…Ήταν αλήθεια καθώς πήγαιναν 20 χρόνια εκεί και είναι χωρισμένοι τα τελευταία 3 χρόνια και πήγαν εκεί με διαφορετικούς συντρόφους ώστε να δει ο Τζιανκάρλο τα παιδιά του που έχουν κι ελληνικά ονόματα !  
Από παραλίες ξεχωρίζει ο Σωρός όπου μαζεύει «δήθεν» άτομα, φάτσες που ακούν Βέρτη και Παντελίδη, ψωνισμένες και Νεοέλληνες στις ξαπλώστρες του μπαρ που πληρώνουν 25 ευρώ την καθεμιά. Πιο πέρα όμως στα αρμυρίκια και στο τέρμα στους βράχους είναι καλά, Καλύτερα είναι στον μικρό Σωρό, κολυμπάς χωρίς κόσμο, αλλά υπάρχει κίνδυνος να σκάσει καμιά ντόπια οικογένεια με παιδάκια και τι να τους πεις…απλώς φεύγεις. Το ίδιο και στον Αγ. Γεώργιο όπου είναι μια ωραία παραλία με δεντράκια, αλλά είναι το χωριό από πάνω και οι ντόπιοι την μεταμορφώνουν σε οικογενειακή, οπότε πας αλλού. Στη Φανερωμένη και στον Αγ. Σώστη θέλει τζιπ για να φτάσεις λόγω του κακοκτράχαλου δρόμου, εκτός κι αν το πάρεις με το πόδι.  Στο Απάντημα είναι καλά στο Beach House, αλλά από την αριστερή πλευρά κάτω από το Nixon γιατί από την άλλη είναι τίγκα στις οικογένειες και τα μπρατσάκια κι έχει και στρώματα, αλλά και ξαπλώστρες που χαλάνε την ομορφιά της παραλίας που διαθέτει επίσης αλμυρίκια στο πάνω μέρος της.

Η Αντίπαρος δεν είναι το νησί που θα πάθεις πλάκα με τις νοστιμιές των φαγητών, ούτε με την νυχτερινή διασκέδαση, αλλά ούτε και με τις παραλίες. Ωστόσο όλα αυτά τα στοιχεία δένουν με ένα μυστήριο τρόπο και δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα συνολικά που τελικά χαίρεσαι τελικά για την επιλογή σου να πας Αντίπαρο.