Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Γιάννης Σπάθας "Κύτταρο" 24.3.2015





Ο Γιάννης Σπάθας στο Κύτταρο 24.3.2015

Ρεπορτάζ : Γιάννης Αλεξίου

Ο «Θεός της Κιθάρας» έπιασε την κόκκινη Stratocaster στα χέρια του για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση μήνα, μετά την αγρανάπαυση των 5 ετών απομόνωσης στους Παξούς, στο κατάμεστο «Κύτταρο» παραμονή της 25ης Μαρτίου. Αλλά είναι λίγο για να χορτάσει κανείς αυτό τον σπουδαίο κιθαρίστα που έχει γράψει με φωτεινά γράμματα το όνομά Γιάννης Σπάθας στην ελληνική ροκ μουσική, αλλά και με τον επαγγελματισμό του στην ελληνική δισκογραφία μέσα από συνεργασίες που έχουν τη δική τους ιστορία.
Με φόντο το εξώφυλλο του ομώνυμου πρώτου δίσκου των Socrates Drank The Conium (1972) στη γιγαντοοθόνη πίσω από το stage, το ροκ κλαμπ της οδού Ηπείρου κι Αχαρνών γέμισε από νωρίς με φάτσες γελαστές που ζητωκραύγαζαν σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας και σήκωσαν στον αέρα το «Κύτταρο» στη διάρκεια του πανηγυρικού φινάλε που ξεκίνησε με το «Mountains», το κομμάτι που έχει βάλει την προσωπική σφραγίδα του ο Σπάθας, δημιουργώντας το δικό του ήχο, με την ηπειρώτικη παράδοση να αγκαλιάζει την ροκ μουσική. Την ώρα της αποθέωσης ήρθε το «Starvation» να φέρει την συναυλία σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο ενθουσιασμού, για να γίνει overdose ροκιάς με το «Lady» και το «Purple Haze» και στο τρίτο encore «Further on up the Road» και «Foxy Lady» !Ο Jimi Jendrix και αυτή τη φορά είχε την τιμητική του καθώς είναι ο επιδραστικότερος μουσικός τόσο για τον Γιάννη Σπάθα, όσο και για τον Άκη Τουρκογιώργη, που με τους Blue Airways ήταν η μπάντα του Σπάθα στο δεύτερο μέρος της συναυλίας που ήταν επί σκηνής.
«Αυτό για τον Αντώνη» φώναξε με ψυχή η Μαρκέλλα Παναγιώτου στο μικρόφωνο κι ενώ ο Σπάθας έπαιζε τις πρώτες νότες του συμβολικού στην περίσταση αυτή «Born Again», καθώς και το «Fallen Angel» που επακολούθησε επίσης από το άλμπουμ των Socrates «Breaking Through» (1983), του μόνου κομματιού που δεν είχαν παίξει στην πρώτη συναυλία στο «Κύτταρο» στις 6 Φεβρουαρίου. Ο κόσμος καταχειροκρότησε τον μεγάλο απόντα κι αυτής της βραδιάς. Ο Αντώνης Τουρκογιώργης δεν είναι μαζί με την παρέα αυτή εδώ και 5 χρόνια που δοκιμάζεται η υγεία του. Η Μαρκέλλα, η εξαιρετική περφόρμερ με τη ροκ φωνή, ήταν τραγουδίστρια των Socrates, επί σειρά ετών, όπως μέλος του συγκροτήματος πάνω από μια 10ετία ήταν ο εκρηκτικός ντράμερ Μάκης Γιούλης, γιος του Αντώνη Γιούλη (κιθάρα, όργανο) των θρυλικών Idols (1964-1974), που επίσης έδωσε παρών στο «Κύτταρο». Ο Σπάθας έπαιξε με των Άκη Τουρκογιώργη και το «The Bride» ένα κομμάτι από το «Phos» (1976) που δεν είχαν παίξει ποτέ οι Socrates live γιατί απαιτούσαν δύο κιθάρες επί σκηνής, αλλά και το «Destruction» από το ιστορικό τρίτο άλμπουμ τους «On The Wings» (1971) που είχε σκαρφαλώσει στο Νο1 της Georgia, με την Μαρκέλλα στα φωνητικά. Η Μ. Παναγιώτου, σε μεγάλη βραδιά, είχε την τιμητική της σε αυτή την βραδιά καθώς ερμήνευσε πολλά κλασσικά τραγούδια των Socrates με το γνωστό εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, όπως, μεταξύ άλλων, το «Queen of the Universe», «Mr. WC», «Time of Pain», ή αλλιώς η ώρα των μαλλιάδων που κουνούσαν ρυθμικά το κεφάλι τους πάνω – κάτω, αλλά και κι ένα παλιό blues «Nobody’s Business if I Do» (των Grainger - Robbins)!
Στο δεύτερο μέρος η μεγάλη ανατριχίλα κυρίευσε το Socrat-ιακό κοινό μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες του «Hideaway», του Freddie King από την εκτέλεση του Beano άλμπουμ του John Mayall's Bluebreakers με τον Eric Clapton, που είχε συμβολικό χαρακτήρα καθώς από εκεί πρωτοάκουσε blues ο Γιάννης Σπάθας. Λίγο πριν τον είχε παρουσιάσει ο Άκης Τουρκογιώργης, μετά από ένα intro της «Layla».
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας ο Άκης Τουρκογιώργης με την πράσινη Stratocaster του στα χέρια και το συγκρότημά του Blue Airways ζέσταναν με το παραπάνω το κοινό μέχρι την υποδοχή του Γιάννη Σπάθα, με τραγούδια από το δίσκο τους «Three Days of 1969», που περιέχει 6 κομμάτια και all time classic rock επιτυχίες όπως ένα medley των αγαπημένων του Jethro Tull «Aqualung», «Locomotive Breath», «Thick As A Brick», «Bad Reputation» (Thin Lizzy), «What’s Goin’ On» (των Taste του Rory Gallagher), Little Wing (Hendrix), «Down To The Waterline» (Dire Straits), «I Shot The Sheriff» (στην εκτέλεση του Eric Clapton), «Killer» (Socrates), «Get It All» (Άκης Τουρκογιώργης).
Στις ξεχωριστές φιγούρες που διακρίναμε στην συναυλία αυτή ήταν ένας κουτσοδόντης με φέσι και ασημένια σφραγίσματα στα δόντια του που καθόταν σε τραπέζι με την κοκκινομάλλα φίλη του που είχε ρίξει επάνω της κάτι σαν κουβέρτα απροσδιορίστου χρώματος, αλλά και μια μακρυμαλλούσα ξανθιά 60αρα μεθυσμένη, τύφλα δηλαδή, έμοιαζε παλιά χίπισσα, που ανέβηκε δύο φορές στην σκηνή επιχειρώντας να κάνει φωνητικά ! Την δεύτερη φορά βρέθηκε σηκωτή κάτω από την σκηνή…!
Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν η συναυλία του Άκη Τουρκογιώργη με το συγκρότημά του Blue Airways με σπέσιαλ καλεσμένο τον Γιάννη Σπάθα.
Ήταν μια ροκ βραδιά από εκείνες τις παλιές !


Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Κανελλόπουλου






Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Γιάννης Σπάθας live στο Κύτταρο 6.2.2015 του Γιάννη Αλεξίου




 Ένα βράδυ με το "θεό της κιθάρας" Γιάννη Σπάθα στο Κύτταρο !

 Η συναυλία της Παρασκευής 6 Φεβρουαρίου 2015




Ρεπορτάζ : Γιάννης Αλεξίου





 «Όταν κάναμε πρόβες με τον Αντώνη (Τουρκογιώργη) στο σπίτι του σαλονιού του στον Πειραιά, υπήρχε στη μέση ένα κυκλικό τραπέζι και πάνω του ένα τραπεζομάντηλο που έφτανε ως κάτω στο πάτωμα. Το έβλεπα φουσκωμένο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να σηκώσω το τραπεζομάντηλο να δω τι είναι. Ήταν αυτός ο μικρός αδερφός του Αντώνη κρυμμένος μέσα κι άκουγε πώς παίζαμε…!». 

Το ιστορικό κλαμπ «Κύτταρο», Ηπείρου κι Αχαρνών όπως πάντα, ήταν φίσκα από νωρίς ! Μιάμιση ώρα πριν αρχίσει η μεγάλη βραδιά. Υπήρχε αγωνία στον κόσμο να ξαναδεί τον Άρχοντα της Ροκ, Γιάννη Σπάθα να ξαναπιάνει την κιθάρα του μετά από 5 χρόνια που «έχασε» από το πάλκο το έτερον ήμισυ, τον Αντώνη Τουρκογιώργη. Ο Σπάθας πέρασε 5 ολόκληρα απομονωμένος στους Παξούς, τον τόπο καταγωγής του, και τώρα ήρθε η ώρα του μεγάλου ραντεβού.
Το βράδυ της Παρασκευής ήταν στο πάλκο όλη η παλιοπαρέα, η Μαρκέλλα Παναγιώτου, η πρώτη γυναίκα που έσπασε το αντρικό κατεστημένο των Socrates και κέρδισε το κοινό τους με την φωνή α λα Janis Joplin, ο ντράμερ Μάκης Γιούλης, γιος του Αντώνη Γιούλη (κιθάρα, όργανο) των θρυλικών Idols (1964-1974), ο οποίος πάνω από μια δεκαετία παίζει με το πάθος του Keith Moon ντραμς στο μέγιστο ελληνικό συγκρότημα και φυσικά το πρότυπο όλων των Ελλήνων κιθαριστών, ο Γιάννης Σπάθας. Όμως δεν θα ήταν μαζί ο Αντώνης Τουρκογιώργης να φωνάξει «Power» στην σκηνή και να τραγουδήσει με την τραχιά progressive φωνή του και να γεμίσει με τον όγκο του και την ενέργεια του την σκηνή.
Ήταν όμως αυτός ο πιτσιρικάς, ο Άκης, που κρυβόταν τότε κάτω από το τραπέζι στις πρόβες και κρυφάκουγε το δάσκαλο του αργότερα, το Γιάννη Σπάθα, να παίζει κιθάρα, μια κιθάρα από άλλο πλανήτη. Τον είχαν βγάλει στη σκηνή μερικές φορές εκεί στις αρχές του ’80 οι Socrates σαν δεύτερη κιθάρα, με πολύ ταλέντο. Ο Άκης αργότερα ύψωσε το δικό του ανάστημα στην ελληνική ροκ σκηνή και το εξώφυλλο - σκίτσο της τελευταία δουλειάς του «Three Days of 1969» (εκδόσεις Γαβριηλίδη), ένα αφιέρωμα στο Γούντστοκ, ήταν το φόντο στο Κύτταρο πίσω από τα ντραμς του Μάκη Γιούλη. 
Παντού φάτσες γελαστές. Πρόσωπα που έχουν ζήσει το ροκ και τώρα σε ένα οικείο περιβάλλον περίμεναν τον ήρωα που σφράγισε την Ελληνική Ροκ με την απαράμιλλη τεχνική του να είναι μαζί τους αυτό το όμορφο βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου,η εξ αναβολής συναυλία της 24ης Ιανουαρίου, λόγω εκλογών. 
Πάντα τα μεγάλα γεγονότα της ροκ ήταν κοντά σε εκλογές, σαν μια παράλληλη πορεία, τόσο μακρινή, καθώς στην ροκ μουσική δεν χωρούν χρωματισμοί. Όπως εκείνη η θρυλική πια συναυλία των Socrates στο Λυκαβηττό, μερικές μέρες πριν τις εκλογές του 1999. Το κοινό των Socrates είχε ανέκαθεν ένα άλλο ήθος, σαν μια οικογένεια, που το επέβαλε η ίδια η μουσική του γκρουπ, αλλά και ο χαρακτήρας και η άποψη που είχαν οι Socrates για την μουσική, καθώς και τη σχέση του ροκ με την ουσία της μουσικής, με διάφορα μηνύματα αγάπης και ειρήνης μέσα από τους στίχους του Αντώνη Τουρκογιώργη, στιχουργού των Socrates. Ένα συγκρότημα που είχε κάθετη άποψη για τα ναρκωτικά και ουδέποτε το κοινό τους συνδύασε το ροκ με τα ναρκωτικά και αυτό είναι μια επιτυχία των Socrates Drank The Conium. Όσο για τον Γιάννη Σπάθα παραμένει όπως ήταν πάντα, ένα σεμνός μουσικός που ξέρει την αξία του και παίζει την μουσική χωρίς περιτύλιγμα, αυτούσια και αυθεντική. 
Η μεγάλη ανατριχίλα κυρίευσε το Socrat-ιακό κοινό μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες του «Hideaway», του Freddie King από την εκτέλεση του Beano άλμπουμ του John Mayall's Bluebreakers με τον Eric Clapton, που είχε συμβολικό χαρακτήρα καθώς από εκεί πρωτοάκουσε blues ο Γιάννης Σπάθας. Ακολούθησε το επίσης συμβολικό – ευχόμαστε – Born Again από το δίσκο «Breaking Through» των Socrates. Ο 63χρονος κιθαρίστας ήταν πάλι εκεί στην σκηνή. Με την κόκκινη Stratocaster στα χέρια του, έπαιζε πάλι. Θεός. Λίγο πριν τον είχε παρουσιάσει ο Άκης Τουρκογιώργης, μετά από ένα intro της «Layla». 
«Θα παίξουμε τραγούδια από το δίσκο μας «On The Wings» που δεν έχουν παιχθεί για χρόνια live γιατί ήθελαν δύο κιθάρες. Απόψε μπορούμε να τα παίξουμε !», είπε στο μικρόφωνο ο Σπάθας, αμέσως μετά το δεύτερο κομμάτι του στην σκηνή, που ήταν το «Wind Cries Mary» του Jimi Hendrix, της μεγάλης επιρροής των Socrates. Έτσι το κοινό απόλαυσε το «Destruction»  από τον τρίτο δίσκο των Socrates Drank The Conium που είχε ανεβεί στο Νο1 της Georgia στην Αμερική το 1973, αλλά 
και το «The Bride» (κομμάτι που δεν έχουν παίξει ποτέ live οι Socrates) από το θρυλικό "Phos" (1976). Από εκεί μέχρι το τέλος της συναυλίας έπλεκαν τα κομμάτια των Socrates με του Jimi Hendrix ανεβάζοντας τον πυρετό ! Time of Pain, Queen of the Universe, Mr. WC, Axis Bold As Love (Hendrix), Message of Love (Hendrix), Red House (Hendrix), Nobody’s Business If I Do (ένα παλιό blues των Grainger - Robbins), Stray Dogs και Living in a Hot Town (δύο τραγούδια από την καριέρα των Socrates ως Plaza στην Μεγάλη Βρετανία και του ομώνυμου δίσκου τους). Και τότε ήρθε η μεγάλη ώρα να παίξει ο Σπάθας το «Mountains» - περιέχεται στους δίσκους «Phos» (1976) και «Waiting For Something» (1980) - που σφραγίζει την τεχνική του, το καθαρά προσωπικό στίγμα του στην μουσική, ένα κράμα Ηπειρώτικης μουσικής που η πεντατονία αγκαλιάζει το ήχο blues με αποτέλεσμα ένα μνημειώδες κομμάτι. Αμέσως μετά πριν πάρει ανάσα ο κόσμος που χειροκροτούσε όρθιος έρχεται το «Starvation», η μεγάλη επιτυχία των Socrates, όπως το έπαιξαν στο δίσκο τους «Phos» που έκαναν μαζί με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, σε παραγωγή δική του, και έχει γράψει ιστορία στην παγκόσμια ροκ σκηνή. Η πρώτη εκτέλεση του «Starvation» υπάρχει στο δεύτερο άλμπουμ των Socrates «Socrates Drank The Conium» (1972). Έτσι χαιρέτησαν το κοινό τους στο «Κύτταρο» παραμένοντας στην σκηνή και παίζοντας, εκτός προγράμματος, την παραγγελιά για το «Lady». Αμέσως μετά το «Purple Haze» του Hendrix κι έκλεισαν στο δεύτερο encore με το «Bring it on home to me» του Sam Cooke. 
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, πριν το διάλειμα, ο Άκης Τουρκογιώργης και το συγκρότημά του Blue Airways ζέσταναν με το παραπάνω το κοινό μέχρι την υποδοχή του Γιάννη Σπάθα, με τραγούδια από το δίσκο τους «Three Days of 1969", που περιέχει 6 κομμάτια και all time classic rock επιτυχίες όπως τα : What’s Goin’ On» (των Taste του Rory Gallagher), Manic Depression, I’m the Man (Άκης Τουρκογιώργης), Little Wing (Hendrix), Rock Me Baby, Bad Reputation, Once Upon A Time In The West και Down To The Waterline (Dire Straits), I Shot The Sheriff (στην εκτέλεση του Eric Clapton), White Room (Cream), Aqualung (Jethro Tull), Killer (Socrates), Get It All (Άκης Τουρκογιώργης). 
Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν η συναυλία του Άκη Τουρκογιώργη με το συγκρότημά του Blue Airways με σπέσιαλ καλεσμένο τον Γιάννη Σπάθα. 
Ήταν μια ροκ βραδιά από εκείνες τις παλιές !

*Η συναυλία αυτή λόγω μεγάλης επιτυχίας καθώς έμεινε και πολύς κόσμος έξω, θα επαναληφθεί την Τρίτη 24 Μαρτίου στο «Κύτταρο» !






Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Δισκάδικο "Μουσικό Εργαστήρι" το πιο παλιό δισκάδικο των Αθηνών ! Του Γιάννη Αλεξίου





Το πιο παλιό δισκάδικο των Αθηνών !

Συνέντευξη του Αχιλλέα Σιάνου στον Γιάννη Αλεξίου  






Του Γιάννη Αλεξίου / johnalex@hol.gr

 Όταν ανοίξει κανείς την πόρτα του δισκάδικου «Μουσικό Εργαστήρι» είναι σαν να πηγαίνει με την μηχανή του χρόνου κατευθείαν στη δεκαετία του ’70. Στον τοίχο έχει μια μεγάλη φωτογραφία του Καζαντζίδη μαζί με τον Μπιθικώτση. Δίσκοι βινυλίου, κασέτες, βιντεοκασέτες και σχεδόν πάντα μια παρέα φίλων να αφηγείται παλιές ιστορίες ! Το δισκάδικο που διατηρεί ο θρυλικός «πειρατής», ο Sky Master, κατά κόσμον Αχιλλέας Σιάνος, από το 1977, είναι το πιο παλιό των Αθηνών ! Βρίσκεται στην οδό Χατζηχρήστου 12, στου Μακρυγιάννη, απέναντι από το Μουσείο της Ακρόπολης.
 Η κρίση που έπληξε τα δισκάδικα από τότε που κυκλοφόρησαν τα cd, σταδιακά έφερε στο μαγαζί του και άλλη πελατεία καθώς τα χέρια του κυρ – Αχιλλέα μέγα λάτρη και συλλέκτη του Καζαντζίδη και πρωταθλητή στο τουίστ, πιάνουν τόσο που επισκευάζει τηλεοράσεις, διάφορες συσκευές, αντιγράφει παλιές κασέτες σε cd και αναλαμβάνει πληρωμές λογαριασμών. Επίσης είναι άριστος κηπουρός και έχει αναλάβει κήπους επωνύμων καλλιτεχνών ! Αρκετές φορές όταν χτυπά το τηλέφωνο είναι πελάτες που θέλουν άγραφες κασέτες ! Τελείως 70ς φάση. Ας πάμε όμως μια βόλτα στο χρόνο με τον κ. Σιάνο από την Πελασγία, κωμόπολη κοντά στην Στυλίδα, που τα έχει ζήσει όλα !

-Πότε άνοιξε το δισκάδικό σας ;
«Το Μουσικό Εργαστήρι άνοιξε τον Ιούλιο του 1977. Εδώ κοντά ήμασταν πέντε δισκάδικα σε ακτίνα τετρακοσίων μέτρων και μια αποθήκη χονδρικής του Δημήτρη Πατρινού, όπου κάναμε διανομή δίσκων σε δισκάδικα, το 1975. Πριν πάω στην χονδρική, δούλευα σ’ ένα δισκάδικο στην Πλατεία Δαβάκη, στην Καλλιθέα. Ο Πατρινός που μας έφερνε δίσκους εκεί στην χονδρική, μετά με πήρε μαζί του, επειδή ήξερα τη δουλειά. Αυτός ο χώρος εδώ, ήταν δισκάδικο, αλλά κλειστό, και μεσολάβησε ο Πατρινός και τον πήρα εγώ. Στην αρχή είχε εδώ μέσα 450 δίσκους και μερικούς 45 στροφών. Κάποια στιγμή τους έφτασα σε 4.000. Είχε πολύ κίνηση. Ότι έβγαινε το έφερνα κι έφευγε αμέσως. Και δεν μιλάμε για ένα κομμάτι και δύο. Μάλιστα μια εταιρία μου έφερνε και ένα χαρτί και συμπλήρωνα τα τοπ της εβδομάδας ! Και οι κασέτες πουλούσαν πολύ τότε, γιατί βόλευαν, τις έπαιρνε ο κόσμος μαζί του, στο αυτοκίνητο, στο σπίτι του. Και τα πέντε δισκάδικα τότε είχαμε δουλειά. Ήταν πολύ καλή εποχή για την μουσική. Υπήρχαν συνθέτες, στιχουργοί, τώρα έχουν χαθεί…». 
-Ποια ονόματα πουλούσαν τους περισσότερους δίσκους τότε ;
«Ο Γιάννης Πάριος πουλούσε πάρα πολύ ! Όταν άνοιξα το δισκάδικο είχε κάνει την επιτυχία «Μη φεύγεις μη». Και η Χαρούλα Αλεξίου πουλούσε πολύ όταν έβγαζε δίσκο. Πουλούσε πολύ, βέβαια, και το ξένο τραγούδι. Ροκ μουσική και μετά η ντίσκο. Τα πρώτα τιμολόγια τα έχω κρατήσει ακόμη όπου αναγράφονται οι τιμές που ήταν 200 – 300 δραχμές ο δίσκος ! Όταν βγήκαν τα cd η τιμή των δίσκων είχε φτάσει τις 3.500 δραχμές. Με τα cd, από το ’90 και μετά έπεσε η δουλειά κι έτσι έβαλα στο μαγαζί και ρολόγια, αξεσουάρ για ηλεκτρικές συσκευές, μιξεράκια».
-Γράφατε κασέτες ;
«Ήταν παράνομο, αλλά έγραφα κασέτες, όπως και όλα τα δισκάδικα τότε. Συνήθως έγραφα σε γνωστούς και γείτονες, όχι σε αγνώστους. Αλλά και ο δίσκος μόλις κυκλοφορούσε έφευγε αμέσως ! Τότε ψωνίζαμε από χονδρικές, που είχαν επίσης ο Πετράκης στην Αθήνα, στον κάτω δρόμο της Σωκράτους και μετά πήγε στην Αγ. Κωνσταντίνου, ο Πατρινός που πήγε στην Ευριπίδου όταν πήρα το μαγαζί και ο Γαβαλάς στο Νέο Κόσμο».
-Ποια ήταν η σχέση σας με την μουσική έως τότε ; 

«Αγαπούσα την μουσική από μικρός και άκουγα όλα τα είδη της μουσικής. Από λαϊκό μέχρι κλασσικό ρεπερτόριο. Είχα ανέκαθεν αδυναμία στον Στέλιο Καζαντζίδη και είμαι συλλέκτης των τραγουδιών του και τώρα ψάχνω να βρω ποια μου λείπουν. Άκουγα και Μπιθικώτση και όλους τους παλιούς λαϊκούς. Επίσης ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Γιώργος Ζωγράφος, τον οποίο πηγαίναμε τότε και τον ακούγαμε στην μπουάτ Απανεμιά στην Πλάκα. Στην αρχή πήγαιναν φοιτητές στις μπουάτ και μετά άρχισε και ερχόταν κι άλλος κόσμος. Είχε τραπεζάκια, καθόσουν, έπινες το ποτό σου κι άκουγες. Πρόλαβα και τους ρεμπέτες, σε μια μπουάτ εκεί κοντά, στο τέρμα της Θόλου, στις Εσπερίδες, που κάθε Δευτέρα ήταν κλειστή και πήγαιναν εκεί οι ρεμπέτες. Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο Κούλης ο Σκαρβέλης, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Κώστας ο Ρούκουνας. Και κάποιοι άλλοι, γεροντάκια. Ένας ερχόταν με τον μπαγλαμά. Στο ένα χέρι είχε το ούζο και στην άλλη είχε ένα πιάτο με λακέρδα και καθόταν κι έπαιζε μόνος του στην αρχή και μετά έβγαιναν και οι άλλοι. Περίοδος 1977 – 82. Ήταν μικρό μαγαζί, άντε να έπαιρνε 60 άτομα. Πίναμε κρασί. Μια μέρα άργησα να πάω και βρήκα ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες, δίπλα στην κουζινούλα. Ήρθε και κάθισε ο μπαρμπα – Γιώργος ο Μουφλουζέλης και μου λέει : κοίτα πώς καταντήσαμε να πίνω το κρασί με κρακεράκια !. Μια φορά μας είπε ο Σκαρβέλης μια αληθινή ιστορία, σαν ανέκδοτο : Μια φορά πήγαμε να παίξουμε στο Δαφνί, είχε ετοιμαστεί η εξέδρα, κι έκανα μια βόλτα μέσα στα δέντρα. Όπως προχωρούσα, είδα ένα γραβατωμένο ωραίο κύριο και φυσούσε και ξεφυσούσε. Κάποια στιγμή τον πλησίασα και τον ρώτησα εάν έχει κάποιο πρόβλημα. Εμένα που με βλέπεις, του είπε, είμαι ο μεγαλύτερος ράφτης της Αθήνας και έχω παραγγελία ένα πέτρινο σακάκι και δεν έχω κομπρεσέρ ν’ ανοίξω τις κουμπότρυπες ! Και γυρίζει ο Σκαρβέλης και του λέει : Φίλε, αν βρεις κομπρεσέρ πάρε με τηλέφωνο να σου στείλω μια μπουλντόζα να το σιδερώσεις !!! Στην Κυδαθηναίων είχε πολύ κίνηση ο Κώστας Χατζής, στον Σκορπιό. Πάντα ήταν γεμάτος. Κόσμο είχε και η Αρλέτα και η Καίτη Χωματά. Και ο Σαββόπουλος από τις μπουάτ ξεκίνησε».
-Ο Ζωγράφος γιατί σας άρεσε περισσότερο ;    
«Η φωνή του ήταν ιδιόρρυθμη, αλλά γενικά ήταν σωστός όπως τραγουδούσε. Υπήρχαν τότε κι άλλοι τραγουδιστές που δεν είχαν πολύ καλή φωνή, αλλά έπεσαν σε καλούς συνθέτες και στιχουργούς, όπως ο Γιάννης Καλαντζής στον Λοϊζο και φανήκανε».
-Τι κάνατε πριν ανοίξετε το δικό σας δισκάδικο ;
«Από την Πελασγία, στην Φθιώτιδα, όπου γεννήθηκα, ήρθα στην Αθήνα, 18 χρονών, το 1969, γιατί πέρασα στο μικρό Πολυτεχνείο. Σχολή ηλεκτρονικών. Πέρασα και στον ΟΤΕ, στις εγκαταστάσεις στους πομπούς. Για ένα εξάμηνο. Μετά μου ήρθαν ανάποδα, γιατί τότε το πρωί πήγαινα στην Σχολή Ηλεκτρονικών, το απόγευμα στον ΟΤΕ, μετά έκανα μαθηματικά σε παιδιά για το χαρτζιλίκι, ενώ εκείνη τη χρονιά διάβαζα να δώσω για Φυσικομαθηματικός για να πάρω το πτυχίο ραδιοηλεκτρολόγου Α για να πάω από Τεχνικό Προσωπικό (ΤΠ) 6 κατευθείαν στο 2. Τότε έπαθα υπερκόπωση στα μάτια ! 1974. Με τα δακρυγόνα το ’73 στο Πολυτεχνείο είχα πρόβλημα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Όμως με το διάβασμα μέχρι τις 4 το πρωί για να δώσω εξετάσεις, έπαθα εσωτερικές αιμορραγίες και στα δυο μάτια. Είχαμε τότε συνεργασία η Σχολή Ηλεκτρονικών με το Πολυτεχνείο όταν φτιάχναμε τους πομπούς…Την σχολή πάντως δεν την έβγαλα, χρωστούσα το πιο εύκολο μάθημα, την Τηλεόραση !».
-Τότε ήταν και η εποχή των «ραδιοπειρατών». Είχατε τέτοια εμπειρία ;
«Είχα σταθμό πειρατικό ! Τον είχα φτιάξει στην Σχολή Ηλεκτρονικών…Σκάι Μάστερ λεγόμουν ! Στην Καλλιθέα, το 1972, εκεί πού έμενα. Είχαμε βγάλει κεραία στην ταράτσα ! Έπαιζα και λαϊκά και ξένα. Συνήθως μέχρι το μεσημέρι έπαιζε λαϊκό πρόγραμμα και μετά ξένα γιατί οι νέοι, πιο πολύ άκουγαν το απόγευμα. Παίζαμε εναλλάξ με τον συγκάτοικό μου, ένα παιδί από τις Σέρρες, ήμασταν και οι δύο στη Σχολή Ηλεκτρονικών. Δεν παίζαμε κάθε μέρα. Μόνο όταν είχαμε όρεξη και ήμασταν σπίτι. Πολλές φορές παίζαμε ένα μήνα σε μια συχνότητα και αν δεν μας έβρισκαν εκεί, αλλά αλλάζαμε συχνότητα. Ήταν παράνομοι οι πειρατικοί σταθμοί, αλλά εμάς δεν μας έπιασαν ποτέ ! Το 1969 δεν υπήρχαν και πολλές τηλεοράσεις, οπότε δεν κάναμε παρεμβολές. Στα μεσαία βγαίναμε. Δεν υπήρχαν εκεί πολλοί σταθμοί και υπήρχε χώρος για τους πειρατές».
-Πού συχνάζατε με την παρέα σας ;
«Τότε ήταν η καφετέρια το στέκι μας. Τις Κυριακές πηγαίναμε στο ποδόσφαιρο, Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί μαζί ! Είμαι Παναθηναϊκός και τότε πήγαινα με φίλους στη Λεωφόρο που ήταν Ολυμπιακοί και το αντίστροφο στο Καραϊσκάκη. Μετά όλοι μαζί πηγαίναμε και τρώγαμε κι έτσι περνούσε ωραία η Κυριακή. Αργότερα πηγαίναμε και στα μπουζούκια. Εκεί μέσα τους άκουγα όλους φάλτσα ! Πιο πολύ προτιμούσα κάποια κουτούκια που είχαν μέσα δυο-τρία όργανα κι εκεί έβρισκα καλούς τραγουδιστές, που ήταν άγνωστοι όμως έπαιζαν πιο ωραία και τραγουδούσαν εξίσου καλά και μπορούσες και να σιγοτραγουδήσεις μαζί τους. Είχε ένα ωραίο ταβερνάκι που πηγαίναμε, στο τέρμα Βάκχων, στην Πλάκα …Στην παραλία θυμάμαι μια φορά που πήγαμε στον Μιχάλη Μενιδιάτη στη Φαντασία και μερικές φορές στον Γιάννη Κατέβα που ήταν φίλος μας. Επίσης το 1974, έμενα στην Καλλιθέα, οδός Φορνέζη, μ’ ένα φίλο που φοιτούσε σε μια Σχολή Λογιστικής, κι ήταν από τα μέρη μου και μάλιστα για τέσσερα χρόνια μετά έγινε και βουλευτής Φθιώτιδας. Αποφασίσαμε λοιπόν, να κάνουμε ένα πάρτι. Σ’ ένα δυάρι 55 τετραγωνικών μέτρων μαζεύτηκαν καμιά ογδονταριά άτομα ! Στους τοίχους είχαμε πόστερ ξένων συγκροτημάτων. Θυμάμαι ένα μεγάλο πόστερ των Led Zeppelin που είχαν τότε κάνει επιτυχία με το Whole Lotta Love ! Τότε ακούγαμε πολύ Deep Purple και Queen ! Μετά το πάρτι όλες οι φωτογραφίες είχαν ζαρώσει από τη ζέστη και την κάπνα και το πάτωμα ήταν γεμάτο άδεια μπουκάλια βερμούτ !».
-Μουσικά πρωινά ;
«Πολλά ! Συναυλίες που ξεκινούσαν στις 10 το πρωί σε κινηματογράφους ! Στην Καλλιθέα είχε δυο-τρία σινεμά, ένα στην Φιλαρέτου, το Καλλιθέα, κι ένα άλλο κολλητά. Πρόλαβα εκεί τους Charms και την Ελπίδα που την ξέραμε γιατί ο συγκάτοικός μου ήταν από την Σπερχειάδα και την ήξερε. Ελπίδα Καραγιαννοπούλου, έτσι είναι τ’ όνομά της. Μιλάμε την περίοδο 1972-74».
-Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια στην Πελασγία ;
«Δεν υπήρχε γυμνάσιο στην Πελασγία. Τότε δίναμε εξετάσεις στο δημοτικό για να μπούμε στο γυμνάσιο. Πέρασα στο γυμνάσιο Λαμίας. Κάθισα όμως μόνο δυο – τρεις βδομάδες γιατί εκείνη τη χρονιά οι γονείς μου μαζί με άλλους πέτυχαν να γίνει μια τάξη γυμνασίου, παράρτημα του γυμνασίου Στυλίδας στην Πελασγία. Εκείνη τη χρονιά ένας θεολόγος μας έκανε όλα τα μαθήματα, τον οποίο πλήρωναν οι γονείς ! Μετά την επόμενη χρονιά έγινε η δεύτερα τάξη. Κάθε χρονιά μετά γινόταν και μια τάξη. Όπως προχωρούσαμε εμείς, προχωρούσε και το σχολείο ! Τη χρονιά που θα πηγαίναμε Τετάρτη γυμνασίου, έγινε λύκειο ! Και έτσι δώσαμε πάλι εξετάσεις για να περάσουμε στο λύκειο ! Στην τρίτη λυκείου δεν έγινε τάξη και αναγκάστηκα και τελείωσα το λύκειο στην Στυλίδα. Από εκεί έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Αθήνα…».
-Στην Πελασγία κάνατε πάρτι ;
«Όχι μόνο κάναμε, αλλά ήμουν και είμαι από τότε πρωταθλητής στο τουίστ ! Μέχρι σήμερα όταν πάω στην Ηλιούπολη, μετά το φαγητό οι ανιψιές μου, μου βάζουν ένα τουίστ να χορέψω !».
-Lets twist again !...Εκεί υπήρχαν δισκάδικα ;

«Όχι, ότι μουσική ερχόταν πήγαινε στα τζουκ – μποξ ! Βάζαμε όμως ραδιόφωνο και πιάναμε κανά – δυο ξένους σταθμούς ! Rolling Stones ακούγαμε τότε πολύ ! Μιλάμε για το 1965 έως 1968…Είχε όμως και ελληνικές εκπομπές με ξένα τραγούδια που έβαζαν τις επιτυχίες της χρονιάς ! Επίσης παίρναμε μικρά δισκάκια που έβαζαν δώρο μέσα στο απορρυπαντικό Rol ! Juniors, Olympians…! Υπήρχαν εκεί ταβέρνες που τα τζουκ – μποξ έπαιζαν λαϊκά. Η Πελασγία τότε ήταν κόμβος, δεν υπήρχε εθνική οδός, και όλα τα αυτοκίνητα για Θεσσαλονίκη, Βόλο περνούσαν από μέσα. Τζουκ – μποξ υπήρχαν και σε αναψυκτήρια και σε καφενεία. Τα περισσότερα τζουκ – μποξ οι μαγαζάτορες τα νοικιάζανε ! Αυτός που έφερνε τα τζουκ – μποξ, ένας από τη Λαμία, έφερνε και δισκάκια και τα ανανέωνε. Όπου είχε τζουκ – μποξ τραβούσε κόσμο. Με μία δραχμή επέλεγες ένα τραγούδι ! Θυμάμαι μόνο ένας απέκτησε το δικό του τζουκ – μποξ ! Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη έχει πολλά τζουκ – μποξ στη συλλογή της και έχει πάρει πολλά 45αράκια από το μαγαζί μου ! Όπως και η Μαργαρίτα
Μυτιληναίου !».
- Οι γονείς άφηναν τα κορίτσια να έρθουν στα πάρτι ;
«Φυσικά και τα άφηναν ! Συνήθως έρχονταν οι συμμαθήτριες, ένα χρόνο μεγαλύτερες, ένα χρόνο μικρότερες. Τα πάρτι άρχιζαν κατά τις 7 το απόγευμα και κρατούσαν έως τις 11 το βράδυ ! Αν ήταν χειμώνας τελείωναν και πιο νωρίς…Βερμούτ κι εκεί πίναμε, 1964-65 και μετά».
-Έχετε γνωρίσει καλλιτέχνες άλλους εκτός από τον Νίκο Ξυλούρη ;
«Το Γιάννη Λογοθέτη που είμαστε φίλοι, το Θέμη Ανδρεάδη, τον Μιχάλη Δημητριάδη που έχει πει των Αγγέλων τα Μπουζούκια και ήταν πελάτης μου. Ο Ξυλούρης μου είχε κάνει εντύπωση πόσο απλός άνθρωπος ήτανε. Τον είχα γνωρίσει σ’ ένα ταβερνάκι στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα όπου ερχόταν πριν πάει για να τραγουδήσει. Καθόταν κι όποιος και να του μιλούσε άρχιζε κουβέντα.Του άρεσε να μιλάει με τον κόσμο. Πάντα είχε φίλους του μαζί. Ποτέ μόνος του…Μια φορά ο Ξυλούρης είχε πει ένα ωραίο : η ζωή είναι ωραία, να έχεις πέντε – έξι φίλους και λεφτά να τους κερνάς !».
-Για το τραγούδι ;
«Από το ρεμπέτικο ξεκίνησαν όλα. Μετά έγινε λαϊκό. Όταν έγινε ελαφρο-λαϊκό εκεί έχασε και το στίχο του και τους δρόμους του. Γενικά χάθηκε…».
-Από το τραγούδι της εποχής της μεταπολίτευσης τι θυμάστε ;
«Ακούγαμε στα κρυφά κασέτες του Μίκη Θεοδωράκη που μας έφερναν κάποιοι !».
-Ποιον συνθέτη προτιμάτε ;
«Τον Μάνο Λοϊζο. Έγραφε όλων των ειδών τα τραγούδια, και μπαλάντα και λαϊκό και οτιδήποτε. Τότε ακούγαμε και πολύ Γιάννη Μαρκόπουλο γιατί είχε βγάλει πολλά τραγούδια με τον Ξυλούρη. Ο Σαββόπουλος είχε πιο πολύ πέραση στους φοιτητές».  
-Σας ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης ! Τι ωραία συνέντευξη ! Μου θυμίσατε τόσα ωραία πράγματα που έχω
 ζήσει !».

*Το «Μουσικό Εργαστήρι» του Αχιλλέα Σιάνου βρίσκεται στην οδό Χατζηχρήστου 12, στην περιοχή Μακρυγιάννη. Τηλέφωνο 210-9233851


Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Μπάμπης Γκολές - Συνέντευξη στον Γ. Αλεξίου








Συνέντευξη με τον ΜΠΑΜΠΗ ΓΚΟΛΕ
Δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή της Κυριακής το καλοκαίρι του 2013



Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ / e-mail : johnalex@hol.gr






Φωτογραφίες : Γιάννης Κανελλόπουλος


                                            

 Από τους λίγους που αντέχουν να τραγουδήσουν χωρίς μικρόφωνο στο πάλκο τα παλιά ρεμπέτικα και τα «ξαδερφάκια» τους, αλλά και δικά του τραγούδια με την καλοκουρδισμένη φωνή του και το κέντημα της πενιάς του. Γνήσιος και βιωματικός συνεχιστής της προπολεμικής γενιάς του ρεμπέτικου που ακολούθησε το δρόμο της ψυχής του. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες έμαθε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά από τα μέσα του ’50 στα Ταμπάχανα, στην Άνω Πόλη της Πάτρας όπου γεννήθηκε και απέκτησε μεγάλη φήμη πριν έρθει στην Αθήνα αρχικά στα μέσα του ’60 και μετά στις αρχές του ’80 όταν εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. 
 Οι εμφανίσεις του στο πάλκο αυτό τον καιρό και η τελευταία δισκογραφική δουλειά «Όμορφα και όχι λησμονημένα» πυροδοτεί την συζήτησή μας σ’ ένα ουζερί στο Γουδί, στην πλατεία, όπου ο Μπάμπης Γκολές μένει εδώ και περίπου 30 χρόνια…  

-Το όμορφο αντέχει ή λησμονιέται στο χρόνο ;
«Αυτοί που τα’ κουνε δεν τα ξεχνάνε με τίποτα και αυτοί που θα τα πρωτοακούσουν δεν θα τα λησμονήσουν με τίποτα».
-Πώς νοιώθετε που τραγουδάτε σε μια τέτοια δύσκολη χρονική συγκυρία ;
«Είναι συνήθεια, είναι αγάπη και δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Νοιώθω μια χαρά. Κάθε Τετάρτη τραγουδώ στο Μοναστηράκι στο μαγαζί Τα Παλιατζίδικα, πίσω από την πλατεία Αβησσυνίας. Προτιμώ τους μικρούς χώρους να είμαι κοντά στον κόσμο».
-Νιώθετε να έχει αλλάξει η διάθεσή του κόσμου αυτές τις δύσκολές μέρες ;
«Νοιώθω μια μικρή αλλαγή. Δεν υπάρχει ο ενθουσιασμός, ο πολύς. Ο κόσμος θέλει να είσαι δίπλα του, να πίνει το τσιπουράκι του και να σ’ ακούει χωρίς μικρόφωνο. Θέλει τίποτα καλύτερο ; Οι συναυλίες είναι τυποποιημένο πράγμα…».
-Τι περιλαμβάνει το ρεπερτόριό σας στις εμφανίσεις σας χωρίς μικρόφωνο ;
«Αυτά που αγαπώ περισσότερο, τα δημοκομπελκάντο του Κάβουρα, του Τζουανάκου, του Ρούκουνα, αυτά μ’ αρέσουν. Έχω ρεπερτόριο ατελείωτο, αλλά δεν είναι δυνατόν τα πω όλα. Λέω αυτά που μου έρχονται στο μυαλό, αυτά που ξέρει η ορχήστρα…Τραγούδια που αγαπώ από μικρό παιδάκι κι άκουσα απ’ το πατέρα μου, απ’ τους φίλους του, απ’ τη μητέρα μου, απ’ τη γειτονιά μου, απ’ τις ταβέρνες, απ’ τις λατέρνες στην Πάτρα. Έχω πολλές επιρροές. Η μάνα μου τραγουδούσε. Κι ο πατέρας μου. Κι οι φίλοι του….».
-Είστε απ’ τους τυχερούς που άκουσαν τις λατέρνες ;
«Τις πατραϊκές λατέρνες ! Ντόπιοι λατερνατζήδες που έπαιζαν άγνωστα πράγματα που δεν μπορώ να θυμηθώ. Γυρνούσαν στους δρόμους και χόρευαν μαζί. Ένας περιφερόμενος θίασος ήταν. Ένας έπαιζε και δυο χορεύανε κι αλλάζανε και θέσεις. Συνήθως χορεύανε χασάπικα και σπανίως κανά ζεμπέκικο».
-Η μουσική υπήρχε στο σπίτι σας ; 
«Ένα ράδιο είχαμε κι ένα ηλεκτρικό γραμμόφωνο της εποχής που έπαιζε δίσκους 78 στροφών που όμως χάλασε νωρίς, το διαλύσαμε»
-Πολλά τραγούδια σας είναι από τις 78 στροφές…
«Μέσα σε παλιατζίδικο έχω μεγαλώσει. Σαν το Μοναστηράκι. Μαζευόντουσαν οι χωριάτες και φτιάχνανε σιδηροπωλεία, κουδούνια, πέταλα, οπλοπωλεία και δεν συμμαζεύεται…».
-Ποιον ρεμπέτη πρωτοακούσατε κι σας έβαλε στο κόσμο αυτό ;
«Στα περίφημα κέντρα της Πάτρας ερχόντουσαν φίρμες από την Αθήνα, όπως ο Τζουανάκος που έγραψε ιστορία στην Πάτρα. Πιτσιρικάς τον άκουσα και με εντυπωσίασε. Θυμάμαι επίσης τον Μητσάκη, το Χιώτη στην παραλία εκεί που είναι τώρα ο σταθμός υποδοχής των πλοίων όπου είχε τέσσερα κέντρα στην σειρά, μπουζουκάδικα της εποχής το ’55. Το ’57 έκλεισαν. Ήταν και ο Τσολιάς στα Ταμπάχανα, στην περιοχή μου, εκεί γεννήθηκα κι έπαιζα κάθε Δευτέρα, εκεί τραγούδαγε χρόνια ο Τζουανάκος. Εκεί ο καθένας άνοιγε ταβέρνα. Είχε πολλά κρασοπωλεία, μεθύστακες και μη, τρελούτσικους και μη, γινόταν χαμός. Χώρια το λιμάνι…».
-Γιατί το τραγούδι πάει από το κακό στο χειρότερο και αναζητούμε το όμορφο σαν το «παλιό καλό κρασί», τα ρεμπέτικα και τα παλιά λαϊκά. Γιατί ενώ οι μουσικοί γίνονται καλύτεροι, πιο τεχνίτες στο παίξιμό τους, υπάρχουν ωδεία, μουσικά σχολεία, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν είναι το αναμενόμενο ;
«Οι μουσικοί δεν είναι καλύτεροι…ο μουσικός κοιτά μόνο να είναι σωστός και ποιος θα τρέξει πιο πολύ απ’ τον άλλον. Το χρώμα των παλιών στο όργανο δεν μπορούν να το βγάλουν, στη φωνή καθόλου γιατί λείπουν τα βιώματα. Η ζωή άλλαξε. Τότε είχαμε τις αυλές μας, τα πορτόνια μας, τις βρύσες έξω από τη γειτονιά, εδώ μεσ’ τα τσιμέντα και στις πολυκατοικίες πώς θα λειτουργήσει ο άνθρωπος ; Το κύτταρό του πώς θα ενεργήσει σωστά το φωνητικό του, το μουσικό του, η φαντασία του ; Είμαι αυτοδίδακτος μουσικός. Τα υπόλοιπα τα έμαθα στην πορεία».
-Πρώτα τραγουδήσατε ή πρώτα πιάσατε το μπουζούκι ;
«Και τα δυο μαζί. Το 1955 ο πατέρας μου, μου αγόρασε την πρώτη κιθάρα. Πρωτό παιξα ένα τραγούδι που είχε βγει τότε του Μαρούδα, το «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» που τραγούδησε η Σοφία Λόρεν. Μετά του Μητσάκη που το’ λεγε ο Στράτος Παγιουμτζής «Ένα τόσο οργανάκι είναι το μπαγλαμαδάκι». Τα πρώτα τραγούδια που έπαιξα στην κιθάρα. Με τον Στράτο ήμασταν προσωπικοί φίλοι. Επίσης μ’ αρέσανε και τα ελαφρά, τα παλιά. Ο Γούναρης, ο Μαρούδας, η οπερέτα, τα κλέφτικα τα δημοτικά, τουμπανέδες, αλλά και η καλή εκκλησιαστική μουσική».  
-Μετά πώς ήρθαν τα πράγματα ;
«Στην Αθήνα πρωτοήρθα το 1966 και μετά από ενάμιση χρόνο πήγα φαντάρος. Δύσκολα τα χρόνια, πολλοί οι μουσικοί λίγα τα μαγαζιά. Πιτσιρικάς πήγα και σε πανηγύρια με κλαρίνα για να πάρω ένα χαρτζιλίκι. Όταν τελείωσα το στρατιωτικό γύρισα στην Πάτρα και γύριζα τις επαρχίες γύρω – γύρω και το ’74 κάνω την πρώτη κίνηση να παίξω σε μπουάτ στην Πάτρα. Το περίφημο Κατώι. Τότε γίνεται η τρομερή αλλαγή για το ρεμπέτικο πανελληνίως. Είχα μαζί μου κιθαρίστα το πιτσιρίκο τότε Βαγγέλη Δεληκούρα, ένα από Τα Παιδιά από την Πάτρα, το Γιώργο Καλκάνη στο πιάνο, τον Αρμένη κιθάρα, το Καράγιωργα πνευστό και την Καραγιάννη τραγούδι. Μετά κάναμε δεύτερη μπουά στα Ψηλά Αλώνια, την Ανδρομέδα και με καραγκιόζη μέσα με τον συγχωρεμένο το Γιάνναρο και με σαντούρι τον Ντούρλα και με βιολιά…».         
-Η ορχήστρα σας σήμερα ποιοι την αποτελούν ; Είναι φίλοι, παλιοί συνεργάτες ;
«Με τον ένα μπουζουξή είμαστε πατριωτάκια. Ο Σπηλιωτόπουλος που είναι ξαδέρφια με το βουλευτή. Με τον πατέρα του πηγαίναμε σχολείο μαζί. Κι ένα παιδάκι που παίζει που παίζει καλό μπουζούκι και μια κιθάρα, κι εγώ, αυτή είναι η ορχήστρα μας».
-Εσείς σαν παλιός «παίκτης» που ανασύρεται και αναδεικνύεται τα μουσικά «διαμάντια» μαζί με κάποια δικά σας τραγούδια πόσο χολοσκάτε που η δισκογραφία μαζί με τις εταιρίες κατέρρευσαν ;
«Εμείς θα φύγουμε σε λίγο απ’ αυτό τον κόσμο, όπως κι όλοι δηλαδή, και δεν έχουμε καμιά βοήθεια. Το ίντερνετ έκανε χοντρή ζημιά, έκλεισε τις εταιρίες. Ήταν μεγάλο έγκλημα η καταστροφή του δίσκου. Μετά περάσαμε στο cd και τώρα δεν έχουμε τίποτα. Μακάρι να επανέλθει το βινύλιο, ακόμη και ο δίσκος 45 στροφών, για να προλαβαίνει ένα κομμάτι ν’ ακούγεται, να το καταλαβαίνει ο κόσμος».
-Στην πορεία σας κρατήσατε μια απόσταση από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Πώς ήταν ;
«Οι μεγάλες φίρμες δεν έχουν σχέση με την μουσική. Έτσι κι εγώ δεν έχω επαφή μαζί τους. Είναι εχθρικές απέναντι στον μουσική, εχθρικότατες. Δεν το θέλουν το ρεμπέτικο. Δεν το αγαπάνε και με χίλιους τρόπους το κυνηγάνε. Και ο Πάριος λέει ο Τσιτσάνης μου. Από πού ; Σε λίγο θα δεις και το Ρουβά να τραγουδάει ρεμπέτικα». 
-Νοιώσατε κάποια στιγμή το βάρος των παλιών μουσικών ;
«Ναι, όταν ήμουν μικρός, αλλά είχα τέτοια φλόγα μέσα μου που το ξεπέρασα γρήγορα αυτό και το θεώρησα φυσιολογικό».
-Γιατί ο κόσμος δεν αντιδρά σε όλα αυτά που συμβαίνουν ; 
«Δεν τους νοιάζει. Ο καθένας ενδιαφέρεται για την πάρτη του. Πώς θα ζήσει, πώς τη βγάλει, πώς να μην αρρωστήσει, πώς να δουλέψει κι όλα τ’ άλλα είναι τελείως ρομαντικά. Μαζική αντίδραση δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει. Για την μουσική έχει βγει κανένας στους δρόμους ; Αυτή θα είναι επανάσταση για μένα !». 
-Ποιούς μουσικούς και τραγουδιστές ξεχωρίζετε από τους νεώτερους ;
«Δεν μου αρέσει η νέα μουσική. Δεν μπορώ να την πλησιάσω. Μπορεί να με πλησιάσει αυτή ; Δεν την παρακολουθώ. Πες για λόγους ηθικής. Είναι κάτι ξένο από μένα. Είμαι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνω. Ανήκω στο ρεμπέτικο που συμπεριλαμβάνει κι όλες τις άλλες επιρροές που δεν υπάρχουν ούτε αυτές σήμερα. Ούτε ελαφρό τραγούδι υπάρχει, ούτε δημοτικό, ούτε καντάδα...».
-Γιατί δεν υπάρχουν ταλέντα σήμερα ;
«Το αίτιο είναι ότι έχει αλλάξει σαν μορφή ο ίδιος ο άνθρωπος. Το κύτταρό του έχει αλλοιωθεί». 
-Τι συμβουλεύεται τους νέους μουσικούς που έχουν το μεράκι ;
«Αν έχουν αγάπη κι υπομονή γι’ αυτό που κάνουν ας το συνεχίσουν με όποιο τρόπο μπορούν σε ότι καταπιάνονται. Να μην κάνουν πίσω. Ποτέ δεν έκανα πίσω». 
-Σας ευχαριστώ πολύ !
«Επίσης !»

*Ο Μπάμπης Γκολές εμφανίζεται κάθε Τετάρτη στο μαγαζί «Τα Παλιατζίδικα» (Νορμάνου 3, Μοναστηράκι, τηλ. 215 5105207) 10 μ.μ. 


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

"Party Time" του Χ. Πίντερ με το Γιώργο Κιμούλη Του Γιάννη Αλεξίου



 "Party Time" του  Χ. Πίντερ με το Γιώργο Κιμούλη


Του Γιάννη Αλεξίου 






Πήγαμε στην πρεμιέρα του "Party Time" του Πίντερ με Γ. Κιμούλη στο "Από Μηχανής Θέατρο", στον όμορφο αθηναϊκό πεζόδρομο στο Μεταξουργείο. Φύγαμε γοητευμένοι !

ΕΝΑ "ΚΟΚΤΈΪΛ - ΜΟΛΟΤΟΦ" από τέσσερα έργα του Χάρολντ Πίντερ που "παρασκεύασε" ο έξοχος πρωταγωνιστής του "Party Time" ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ, σε μια πρώτης ποιότητας παράσταση που σκηνοθετεί ο ίδιος, δείχνει την ωμή και απροκάλυπτη βία της εξουσίας, σε ένα καθαρά ψυχολογικό έργο. Τα αντιπαθητικά πρόσωπα των εξουσιαστών, πιόνια της ίδιας της εξουσίας, που βασανίζουν, καταπιέζουν και βιάζουν τον αδύναμο, τη γυναίκα, τον μετανάστη, τον ανήμπορο να τους σπάσει τα μούτρα (έτσι νομίζουν). Μια έξοχη παράσταση για να μην ξεχνάμε την πραγματικότητα και τους εκφραστές της, για την οποία όπως λέει ο ίδιος ο Πίντερ :
"Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα από τι είναι "πραγματικό" και στο τι μη "πραγματικό". Ούτε ανάμεσα στο τι είναι αληθές και στο τι είναι ψευδές. Νομίζω πώς δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτι ή αληθινό ή ψευδές. Πιστεύω πώς αυτός ο ισχυρισμός έχει κάποιο νόημα και μπορεί να εφαρμοστεί στη διερεύνησης της πραγματικότητας μέσω της τέχνης. Έτσι ως συγγραφέας τον υποστηρίζω. Αλλά ως πολίτης δε μπορώ ! Ως πολίτης οφείλω να αναρωτηθώ : Τι είναι αληθές ; Τι είναι ψευδές".
Ένα έργο που σπάει κόκαλα και καταδικάζει κάθε μορφή βίας απ' όπου κι αν προέρχεται. Η παράσταση μάλιστα ξεκινά με ένα βίντεο όπου δείχνει πόσο ανελέητα χτυπούν οι αστυνομικοί τον κόσμο στις διαδηλώσεις, χωρίς καμία διάκριση. Να πούμε ότι ο Γιώργος Κιμούλης εκτός του καθηλωτικού παιξίματός του είναι φτυστός ο Γιώργος Παπανδρέου ! Έχει αφήσει το ίδιο μουστάκι και έχει πλέον τελείως άσπρα μαλλιά με τον ίδιο σχηματισμό καράφλας με το πολιτικό. Επιπλέον είναι ψηλός και αδύνατος, όπως ο εν λόγω πολιτικός ! Αυτό, όλο, ίσως τον βοηθά στο ρόλο, ώστε πέραν της ερμηνευτικής του δεινότητας να μοιάζει ακόμη πιο αντιπαθής μέσα από την οπτική ομοιότητα του με τον Γ. Παπανδρέου. Πολύ καλές ερμηνείες από τους συνολικά 14 ηθοποιούς που παίρνουν μέρος στην παράσταση.
Το "Party Time" είναι οπωσδήποτε μια επίκαιρη παράσταση που επιδέχεται πολλές προεκτάσεις στις ερμηνείες της καθώς προκαλεί ποικίλες συζητήσεις μετά το τέλος της...

"Παράνομα Φιλιά - Κόκκινα Φανάρια" του Γιάννη Αλεξίου



"Παράνομα Φιλιά - ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ" 


Του Γιάννη Αλεξίου 





Πήγαμε στην πρεμιέρα του θεατρικού "ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ" στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και ήταν το κάτι άλλο...
"ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ, ΤΟΜΑΡΙΑ, ΑΛΑΝΙΑ ΚΑΙ ΧΑΣΙΚΛΕΣ...", από το τραγούδι που ακούγεται επί σκηνής και αποτυπώνει το τοπίο του μεταπολεμικού Πειραιά μέχρι το '55 με το Νόμο του Κων, Καραμανλή της ΕΡΕ που έκλεισε τα πορνεία στην Τρούμπα, με τις πολλές γυναίκες και επέτρεψε να δουλεύουν στο καθένα έως δύο...
Πραγματικά εξαιρετική η παράσταση "Παράνομα Φιλιά - ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ" που ανέβηκε απόψε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά κι ευτυχώς που "έψησα" την Έφη να πάμε γιατί βαριόταν αρχικά, αλλά την έπεισα και αποζημειωθήκαμε και οι δυο με το παραπάνω στη βροχερή αυτή βραδιά.
Ένα έργο που ανέβηκε στην έδρα του, με μεγάλη ιστορία πίσω του, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, που συγκίνησε στην εν λόγω θεατρική μεταφορά του. Ένα επιβλητικά φορτωμένο σκηνικό - που όμως δεν έμοιαζε με πορνείο για να λέμε την αλήθεια και αλλιώς το φανταζόμουνα - μας πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά της αλητείας που όλους μας γοήτευσε για μικρό ή μεγάλο διάστημα της ζωής μας. Ωραίες ερμηνείες που αποτύπωναν την προσωρινή λάμψη του υπόκοσμου, που από πίσω κρύβει θλίψη και μοναξιά. Γυναίκες loser που προσδοκούν να φύγουν από το θλιβερό αυτό περιβάλλον συνήθως μέσω κάποιου πελάτη τους που θα τις ερωτευτεί, αλλά ποτέ δεν γίνεται αυτό όσο κοντά κι αν φαίνεται. 

ME THN ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑΚΙ ΜΟΥ με τίτλο "Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΚΟΦΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ" για την ΤΡΟΥΜΠΑ που δημοσιεύτηκε στο εκπληκτικό τελευταίο τεύχος του "ΦΑΡΦΟΥΛΑ" που ήταν αφιερωμένο στην ΑΛΗΤΕΙΑ (θα το βρείτε Μαυρομιχάλη 18, στα γραφεία του εκδοτικού οίκου) :
Ανέκαθεν με γοήτευε η άγρια πλευρά της πόλης, όσα δεν έχουν δει τα μάτια μου. Ιδιαίτερα εκείνα που δεν έζησα γιατί συνέβησαν σε άλλη εποχή και τα μαθαίνω από τις διηγήσεις των παλιότερων που σε πάνε πίσω στο χρόνο. Έτσι, μια μέρα πήγα και περπάτησα στην οδό Νοταρά, κάτω στην Τρούμπα. Παρατηρούσα τα εγκαταλειμμένα κτίρια, τις σπασμένες ταμπέλες, τα παλιά μπαρ που μόνο στις ελληνικές ταινίες έχω δει να λειτουργούν. Εκεί κάτω, στον παλιό κακόφημο δρόμο βρήκα κι ένα παλιό αλάνι...
της εποχής, από την Κοκκινιά που είχε ζήσει την χρυσή εποχή της περιοχής από πρώτο χέρι. Σ’ ένα παλιό καφενείο μου μίλησε για την ατμόσφαιρα της Τρούμπας. «Κάθε βράδυ εδώ ήμουν», μου είπε και κοίταξα το ροζιασμένο πρόσωπό του. Ετών 85, αλλά το λέει ακόμη η καρδιά του. Τον κέρασα κρασί και τον άφησα να μιλά.
Εδώ έκανε κουμάντο ο Αλογάκος με τ’ όνομα, από το Πέραμα. Αρχηγός κι ο Κοτζαμάνης, ένας κοντοπίθαρος, που έμενε σε μια σπηλιά στην Κοκκινιά. Δεν τα 'βαζε κανείς μαζί τους. Ηταν λάθος να τα βάλει κανείς μαζί τους. Στην Τρούμπα ερχόταν κι ο Βαμβακάρης με το γιο του με πιατάκι. Δύσκολα τα χρόνια μετά την κατοχή.
Παντού είχε πόρνες. Δεν είχαν συγκεκριμένη ταρίφα. Ο,τι πιάσουν. Σ’ έκοβαν πρώτα καλά καλά. Τέσσερις - πέντε από αυτές που ήξερε, παντρεύτηκαν Αμερικάνους. Το όνειρο πολλών γυναικών ήταν όταν ερχόταν ο 6ος στόλος να βρουν κάποιον οικονομημένο και να τις παντρευτεί.
Και ναρκωτικά υπήρχαν παντού. Στο κόλπο και οι αστυφύλακες, μιλημένοι… Οσο περνούσε ή ώρα, μπαίναμε και σε λεπτομέρειες ενός ολόκληρου κόσμου που είχε τη δική του ζωή εκεί στην οδό Νοταρά. Πέρα από νόμους και όρια. Ηταν συνηθισμένο, για παράδειγμα, ν’ ανοίγει το παράθυρο και να αδειάζει η τσατσά το γιο-γιο από το παράθυρο του «σπιτιού» στο δρόμο κι όποιον πάρει.
Κι αν δεν ήσουν «δικός» τους; «Ας ήταν άλλος, ήταν εντάξει αν ήταν Αμερικάνος…».
                                                                                            Γιάννης Αλεξίου


"ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ - ΑΙΩΝΙΟΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ" γράφει ο Γιάννης Αλεξίου



ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ  - ΑΙΩΝΙΟΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

 Του Γιάννη Αλεξίου 


Όπως έχει τεθεί το ερώτημα Rolling Stones ή Beatles, στην ξένη μουσική, ένα αντίστοιχο δίλημμα βασανίζει και την ελληνική μουσική : Μάρκος ή Τσιτσάνης.
Ο πολύπλευρος Γιώργος Λιάνης με την ιδιότητα του συγγραφέα δημοσιοποίησε τον «έρωτα» του με τον Βασίλη Τσιτσάνη και μετά από 40 χρόνια καταγραφής στοιχείων γύρω από τον Τρικαλινό μουσικοσυνθέτη, πληθώρα συνεντεύξεων μαζί του μέχρι το 1984 που απεβίωσε, αλλά και παρότρυνσης από τον «πρόεδρο» Λευτέρη Παπαδόπουλο, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Τσιτσάνης αιώνιος καλπασμός» (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), σε μια διαφορετική ανάγνωση και καταγραφή στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία για τον Τσιτσάνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης τον αποκάλεσε «υμνωδό των βασάνων του λαού μας», σε μια συναυλία που οργάνωσε προς τιμή του Βασίλη Τσιτσάνη στον Κοκκινόβραχο της Νίκαιας το 1983
«Για μένα, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης, ανώτερος του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, οι οποίοι πάτησαν πάνω στο έργο του συνθέτη και καταξιώθηκαν», δήλωσε στην παρουσίαση του βιβλίου ο συγγραφέας, σε μια εκδήλωση που εξελίχθηκε σε γιορτή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Άρχισε με λόγους και στο φινάλε της ο Χρήστος Νικολόπουλος που επίσης διδάχθηκε πολλά από τον Β. Τσιτσάνη, έπιασε το μπουζούκι και παρέα με τις Χαρούλα Λαμπράκη, Ελένη Γεράλδη, Λιζέττα Νικολάου - όλες κάθισαν στο πάλκο δίπλα στον αείμνηστο δημιουργό – και τον Ηλία Μακρή τραγούδησαν χωρίς μικρόφωνο την «Συννεφιασμένη Κυριακή», σαν να λέμε τον εθνικό ύμνο του λαϊκού τραγουδιού μας, που έγραψε ο Τσιτσάνης με την Ελλάδα στο μυαλό του.
 «Ένα τραγούδι μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου. Εμένα μου την άλλαξε όχι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, αλλά το Μέρα Μαγιού (του Μ. Θεοδωράκη) με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αυτό με έκανε να πω στη μάνα μου τέρμα οι σπουδές στο Αριστοτέλειο, πάω στην Αθήνα να γράψω !».


 Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915. Ήταν το όγδοο από τα δεκατέσσερα παιδιά. Επέζησαν τα τέσσερα και πήρε το όνομα του πρωτότοκου που πέθανε. Ήταν γιος ξακουστού τσαρουχά της εποχής από τα Γιάννενα, τα οποία προτιμούσε ακόμη και η ανακτορική φρουρά στην Αθήνα ! Άρχισε να παίζει μαντόλα από 10 χρόνια και μετά πήρε ένα βιολί. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση ήταν ένα σπαρακτικό σόλο στο μπουζούκι με το οποίο αποχαιρέτησε ένα συμμαθητή του, στην κηδεία, σε ηλικία 16 ετών ! Το πρώτο τραγούδι που έγραψε ήταν το «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε», το 1936 και γραμμοφώνησε στην Odeon. Στην Αθήνα πήγε 18 ετών έχοντας γράψει ήδη 40 αριστουργήματα, όπως το «Πέριξ» έχοντας γνωρίσει την πλάτη της Τρικαλινής αριστοκρατίας. Το 1938 έγραψε την περίφημη «Αρχόντισσα» στο Πειθαρχείο της Θεσσαλονίκης, την πόλη όπου έμεινε και δημιούργησε καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Αργότερα έγραψε το θρυλικό τραγούδι «Κάποια Μάνα Αναστενάζει» νε επίκεντρο την μάνα και τον πόνο της, χωρίς πολιτική θέση και δημιούργησε ουρές στη Αθήνα να ακούσει το ενωτικό αυτό τραγούδι, από την Ομόνοια ως την Κολούμπια. Συνιλιά έγραψε 570 τραγούδια.
Φορούσε τσουράπια, αντί παπούτσια, για να ξεκουράζει τα πόδια του από το πάλκο κι έπαιζε τάβλι μέχρι τα χαράματα για να ξεκουραστεί ! Μόλις ξημέρωνε πήγαινε να ηχογραφήσει και το βράδυ στο κέντρο να παίξει…!. Κάποια στιγμή αρρώστησε από σάκχαρο και 50 χρόνια δεν ξανακάπνισε…Αυτές είναι μερικές από τις άγνωστες ή λιγότερες γνωστές πληροφορίες του «Αιώνιου Καλπασμού»  
«Από το 1936 έως το 1983, 15.000 νύχτες που ιερούργησε ο Τσιτσάνης μέσα στη νύχτα. Ο μόνος καθώς οι περισσότεροι από τη γενιά άρχισαν να εξαφανίζονται από τη δεκαετία του ’50 και μετά. Η Μαρίκα Νίνου και ο Στράτος Παγιουμτζής ήταν οι αγαπημένοι του Τσιτσάνη και το μέτρο σύγκρισής του για όλες τις τραγουδίστριες και τους τραγουδιστές που ερμήνευαν τραγούδια του», είπε στην εκδήλωση μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος - ερευνητής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Δημήτρης Ν. Μανιάτης και συμπλήρωσε ότι ο Τσιτσάνης έλεγε εύστοχα ότι «το τραγούδι πρέπει να έχει τον απόηχο πολλών τραγουδιών», αυτή ήταν η άποψη του για τον τραγούδι, Και πόσο δίκιο είχε, αλλά αυτό ήταν και μια μυστική ίσως συνταγή για τον μεγάλου Τσιτσάνη στην πορεία του.  
«Τα τραγούδια του είναι αντιδουλικά και ελεύθερα», υπογράμμισε ο Γιώργος Λιάνης υπενθυμίζοντας ότι ο Τσιτσάνης έβγαλε την πρώτη γυναίκα από το πατάρι στο πάλκο και αυτή ήταν η Σωτηρία Μπέλλου, άλλη μεγάλη αδυναμία του.


Παρόντες ήταν η κόρη του Τσιτσάνη Βικτωρία, ο γιός του Κώστας και η εγγονή του Ζωή Τσαβλίρη.
Ανάμεσα στο κοινό ήταν αγαπημένοι φίλοι του Λιάνη απ’ όλες τις πλευρές του, τόσο της  πολιτικής, της δημοσιογραφίας – η θρυλική τριπλέτα των Ρεπορτέρς : Δημαράς, Χαρδαβέλλας – Λιάνης – και φυσικά του ποδοσφαίρου που λατρεύει : Γιώργος Σκρέκης (οι Πανιώνιοι προηγούνται), Κώστας Νεστορίδης, Μίμης Δομάζος, Αντώνης Αντωνιάδης, Κώστας Λουκανίδης ο Τσιτσάνης υποστήριζε τη Λάρισα - αλλά και γενικότερα του αθλητισμού όπως οι παλαίμαχοι παλαιστές Πέτρος Γαλακτόπουλος, Στέλιος Μηγιάκης και Πύρρος Δήμας. Και φυσικά η Ζωή Λάσκαρη…και θα χαμογελούσε από ψηλά ο Τσιτσάνης καθώς ήταν μέγας λάτρης του ωραίου φύλλου, όπως ειπώθηκε στην εκδήλωση, καθώς έγραψε περί τα 500 τραγούδια αφιερωμένα σε γυναίκες !